Matthew

Το κατά ματθαίον άγιον ευαγγέλιον.

Chapter 1

Βίβλος γενέσεως ιησού χριστού υιού δαυίδ υιού αβραάμ. αβραάμ εγέννησε τον ισαάκ. ισαάκ δε εγέννησε τον ιακώβ. ιακώβ δε εγέννησε τον ιούδαν, και τους αδελφούς αυτού. ιούδας δε εγέννησε τον φαρές και τον ζαρά εκ της θάμαρ. φαρές δε εγέννησε τον εσρώμ. εσρώμ δε εγέννησε τον αράμ. αράμ δε εγέννησε τον αμιναδάβ. αμιναδάβ δε εγέννησε τον ναασσών. ναασσών δε εγέννησε τον σαλμών. σαλμών δε εγέννησε τον βοόζ εκ της ραχάβ. βοόζ δε εγέννησε τον ωβήδ εκ της ρούθ. ωβήδ δε εγέννησε τον ιεσσαί. ιεσσαί δε εγέννησε τον δαυίδ τον βασιλέα. δαυίδ δε ο βασιλεύς εγέννησε τον σολομώνα εκ της του ουρίου. σολομών δε εγέννησε τον ροβοάμ. ροβοάμ δε εγέννησε τον αβιά. αβιά δε εγέννησε τον ασά. ασά δε εγέννησε τον ιωσαφάτ. ιωσαφάτ δε εγέννησε τον ιωράμ. ιωράμ δε εγέννησε τον οζίαν. οζίας δε εγέννησε τον ιωάθαμ. ιωάθαμ δε εγέννησε τον άχαζ. άχαζ δε εγέννησε τον εζεκίαν. εζεκίας δε εγέννησε τον μανασσή. μανασσής δε εγέννησε τον αμών. αμών δε εγέννησε τον ιωσίαν. ιωσίας δε εγέννησε τον ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί τ{ή}ς μετοικεσίας βαβυλώνος. μετά δε την μετοικεσίαν βαβυλώνος ιεχονίας εγέννησε τον σαλαθιήλ. σαλαθιήλ δε εγέννησε τον ζοροβάβελ. ζοροβάβελ δε εγέννησε τον αβιούδ. αβιούδ δε εγέννησε τον ελιακείμ. ελιακείμ δε εγέννησε τον αζώρ. αζώρ δε εγέννησε τον σαδώκ. σαδώκ δε εγέννησε τον αχείμ. αχείμ δε εγέννησε τον ελιούδ. ελιούδ δε εγέννησε τον ελεάζαρ. ελεάζαρ δε εγέννησε τον ματθάμ. ματθάμ δε εγέννησε τον ιακώβ. ιακώβ δε εγέννησε τον ιωσήφ τον άνδρα μαρίας. εξ ης εγεννήθη ιησούς ο λεγόμενος χριστός. πάσαι ουν αι γενεαί από αβραάμ {έ}ως δαυίδ, γενεαί δεκατέσσαρες. και από δαυίδ {έ}ως της μετοικεσίας βαβυλώνος, γενεαί δεκατέσσαρες. και από της μετοικεσίας βαβυλώνος έως του χριστού, γενεαί δεκατέσσαρες. του δε ιησού χριστού η γέννησις ούτως ην. μνηστευθείσης γαρ της μητρός αυτού μαρίας τω ιωσήφ, πρίν η συνελθείν αυτούς, ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ πνέυματος αγίου. ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής δίκαιος ων, και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι, εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν. τάυτα δε αυτού ενθυμηθέντος, ιδού άγγελος κυρίου κατόναρ εφάνη αυτώ λέγων. ιωσήφ υιός δαυίδ, μη φοβηθής παραλαβείν μαριάμ την γυναίκα σου. το γαρ εν αυτή γεννηθέν, εκ πνέυματος εστίν αγίου. τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού ιησούν. αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών. τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του κυρίου διά του προφήτου λέγοντος. ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει, και τέξεται υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενον μεθημών ο θεός. διεγερθείς δε ο ιωσήφ από του ύπνου, εποιήσεν ως προσέταξεν αυτώ ο άγγελος κυρίου, και παρέλαβε την γυναίκα αυτού. και ουκ εγίνωσκεν αυτήν, έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον. και εκάλεσε το όνομα αυτού ιησούν.

Chapter 2

Του δε ιησού ηεννηθέντος εν βηθλεέμ της ιουδαίας, εν ημέραις ηρώδου του βασιλέως, ιδού μάγοι από ανατολών παρεγένοντο εις ιεροσόλυμα λέγοντες. που εστίν ο τεχθείς βασιλεύς των ιουδαίων. είδομεν γαρ τον αστέρα αυτού εν τη ανατολή, και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ. ακούσας δε ηρώδης ο βασιλεύς εταράχθη, και πάσα ιεροσολυμα μετ αυτού. και συναγαγών πάντας τους αρχιερείς και γραμματείς του λαού, επυνθάνετο παρ αυτών που ο χριστός γεννάται. οι δε είπον αυτώ. εν βηθλεέμ της ιουδαίας. ούτως γαρ γέγραπται διά του προφήτου. και συ βηθλεέμ γη ιούδα ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν ιούδα. εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος, όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον ισραήλ. τότε ηρώδης λάθρα καλέσας τους μάγους, ηκρίβωσε παρ αυτών τον χρόνον του φαινομένου αστέρος. και πέμψας αυτούς εις βηθλεέμ, είπε. πορευθέντες ακριβώς εξετάσατε περί του παιδίου. επάν δε εύρητε, απαγγείλατε μοι, όπως καγώ ελθών προσκυνήσω αυτώ. οι δε ακούσαντες του βασιλέως, επορεύθησαν. και ιδού ο αστήρ ον είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς, έως ελθών εστη επάνω ου ην το παιδίον. ιδόντες δε τον αστέρα, εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα. και ελθόντες εις την οικίαν, είδον το παιδίον μετά μαρίας της μητρός αυτού. και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ, και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα. χρυσόν, και λίβανον, και σμύρναν. και χρηματισθέντες κατ όναρ μη ανακάμψαι πρός ηρώδην, δι άλλης αδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών. αναχωρησάντων δε αυτών, ιδού άγγελος κυρίου φαίνεται κατόναρ τω ιωσήφ, λέγων. εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού, και φευγε εις αίγυπτον, και ίσθι εκεί, εώς αν είπω σοι. μέλλει γαρ ηρώδης ζητείν το παιδίον του απολέσαι αυτό. ο δε εγερθείς, παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού νυκτός, και ανεχώρησεν εις αίγυπτον. και ην εκεί εώς της τελευτής ηρώδου. ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του κυρίου διά του προφήτου λέγοντος. εξ αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου. τότε ηρώδης ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων, εθυμώθη λίαν. και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν βηθλεέμ, και εν πάσι τοις ορίοις αυτής, από διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον ον ηκρίβωσε παρά των μάγων. τότε επληρώθη το ρηθέν υπό ιερεμίου του προφήτου λέγοντος. φωνή εν ραμά ηκούσθη. θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς. ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής. και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισί. τελευτήσαντος δε του ηρώδου, ιδού άγγελος κυρίου κατ όναρ φαίνεται τω ιωσήφ εν αιγύπτω λέγων. εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού, και πορέυου εις γην ισραήλ. τεθνήκασι γαρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου. ο δε εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού, και ήλθεν εις γην ισραήλ. ακούσας δε ότι αρχέλαος βασιλεύει επί της ιουδαίας αντί ηρώδου του πατρός αυτού, εφοβήθη εκεί απελθείν. χρηματισθείς δε κατ όναρ, ανεχώρησεν εις τα μέρη της γαλιλαίας. και ελθών κατώκησεν εις πόλιν λεγομένην ναζαρέτ. όπως πληρωθή το ρηθέν διά των προφητών, ότι ναζωραίος κληθήσεται.

Chapter 3

Εν δε ταις ημέραις εκείναις παραγίνεται ιωάννης ο βαπτιστής κηρύσσων εν τη ερήμω της ιουδαίας και λέγων. μετανοείτε. ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών. ούτος γαρ εστίν ο ρηθείς υπό ησαΐου του προφήτου λέγοντος. φωνή βοώντος εν τη ερήμω. ετοιμάσατε την οδόν κυρίου, ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού. αυτός δε ο ιωάννης είχε το ένδυμα αυτού από τριχών καμήλου. και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού. η δε τροφή αυτού ην ακρίδες και μέλι άγριον. τότε εξεπορέυετο πρός αυτόν, ιεροσόλυμα και πάσα ιουδαία, και πάσα η περίχωρος του ιορδάνου, και εβαπτίζοντο εν τω ιορδάνη υπ αυτού, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών. ιδών δε πολλούς των φαρισαίων και σαδδουκαίων ερχομένους επί το βάπτισμα αυτού, είπεν αυτοίς. γεννήματα εχιδνών τις υπέδειξεν υμίν φυγείν από της μελλούσης οργής. ποιήσατε ουν καρπόν άξιον της μετανοίας. και μη δόξητε λέγειν εν εαυτοίς πατέρα έχομεν τον αβραάμ. λέγω γαρ υμίν ότι δύναται ο θεός εκ των λίθων τού των εγείραι τέκνα τω αβραάμ. ήδη δε και η αξίνη πρός την ρίζαν των δένδρων κείται. πάν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι εις μετάνοιαν ο δε οπίσω μου ερχόμενος ισχυρότερος μου εστίν. ου ουκ ειμί ικανός τα υποδήματα βαστάσαι. αυτός υμάς βαπτίσει εν πνέυματι αγίω. ου το πτύον εν τη χειρί αυτού. και διακαθαριεί την άλωνα αυτού. και συνάξει τον σίτον αυτού εις την αποθήκην. το δε άχυρον κατακαύσει πυρί ασβέστω. τότε παραγίνεται ο ιησούς από της γαλιλαίας εις τον ιορδάνην προς τον ιωάννην του βαπτισθήναι υπ αυτού. ο δε ιωάννης διεκώλυεν αυτόν λέγων. εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με. αποκριθείς δε ο ιησούς είπε πρός αυτόν. άφες άρτι. ούτω γαρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην. τότε αφίησιν αυτόν. και βαπτισθείς ο ιησούς, ανέβη ευθύς από του ύδατος. και ιδού ανεώχθησαν αυτώ οι ουρανοί. και είδε το πνέυμα του θεού καταβαίνον ωσεί περιστεράν, και ερχόμενον επ αυτόν. και ιδού φωνή εκ των ουρανών λέγουσα. ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα.

Chapter 4

Τότε ο ιησούς ανήχθη εις την έρημον υπό του πνέυματος πειρασθήναι υπό του διαβόλου και νηστέυσας ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα, ύστερον επείνασε. και προσελθών αυτώ ο πειράζων, είπεν. ει υιός ει του θεού, ειπέ ίνα οι λίθοι ούτοι άρτοι γένωνται. ο δε αποκριθείς είπε. γέγραπται, ουκ επ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος. αλλ επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος θεού. τότε παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις την αγίαν πόλιν. και ίστησιν αυτόν επί το πτερύγιον του ιερού. και λέγει αυτώ. ει υιός ει του θεού, βάλε{ σε}αυτόν κάτω. γέγραπται γαρ. ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου. και επί χειρών αρούσι σε, μήποτε προσκόψης πρός λίθον τον πόδα σου. έφη αυτώ ο ιησούς πάλιν. γέγραπται. ουκ εκπειράσεις κύριον τον θεόν σου. πάλιν παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις όρος υψηλόν λίαν. και δείκνυσιν αυτώ πάσας τας βασιλείας του κόσμου. και την δόξαν αυτών, και λέγει αυτώ. ταύτα πάντα σοι δώσω, εάν πεσών προσκυνήσης μοι. τότε λέγει αυτώ ο ιησούς. ύπαγε οπίσω μου σατανά. γέγραπται γαρ. κύριον τον θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις. τότε αφίησιν αυτόν ο διάβολος. και ιδού άγγελοι προσήλθον και διηκόνουν αυτώ. ακούσας δε ο ιησούς ότι ιωάννης παρεδώθη, ανεχώρησεν εις την γαλιλαίαν, και καταλιπών την ναζαρέτ, ελθών κατώκησεν εις καπερναούμ την παραθαλασσίαν, εν ορίοις ζαβουλών και νεφθαλείμ. ίνα πληρωθή το ρηθέν διά ησαΐου του προφήτου λέγοντος. γη ζαβουλών και γη νεφθαλείμ. οδόν θαλάσσης πέραν του ιορδάνου. γαλιλαία των εθνών ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φώς μέγα. και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου, φώς ανέτειλεν αυτοίς. από τότε ήρξατο ο ιησούς κηρύσσειν και λέγειν. μετανοείτε. ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών. περιπατών δε παρά την θάλασσαν της γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς. σίμωνα τον λεγόμενον πέτρον. και ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, βάλλοντας αμφίβληστρον εις την θάλασσαν. ήσαν γαρ αλιείς. και λέγει αυτοίς. δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. οι δε ευ θέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ. και προβάς εκείθεν, είδεν άλλους δύο αδελφούς. ιάκωβον τον του ζεβεδαίου. και ιωάννην τον αδελφόν αυτού εν τω πλοίω μετά ζεβεδαίου του πατρός αυτών, καταρτίζοντας τα δίκτυα αυτών. και εκάλεσεν αυτούς. οι δε ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών, ηκολούθησαν αυτώ. και περιήγεν όλην την γαλιλαίαν ο ιησούς διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας. και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ. και απήλθεν η ακοή αυτού εις όλην την συρίαν. και προσήνεγκαν αυτώ πάντας τους κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις και βασάνοις συνεχομένους, και δαιμονιζομένους, και σεληνιαζομένους, και παραλυτικούς. και εθεράπευσεν αυτούς. και ηκολούθησαν αυτώ όχλοι πολλοί από της γαλιλαίας, και δεκαπόλεως, και ιεροσολύμων, και ιουδαίας, και πέραν του ιορδάνου.

Chapter 5

Ιδών δε τους όχλους, ανέβη εις το όρος. και καθίσαντος αυτού, προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού. και ανοίξας το στόμα αυτού, εδίδασκεν αυτούς λέγων. μακάριοι οι πτωχοί τω πνέυματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών. μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται. μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην. μακάριοι οι πινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται. μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται. μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον θεόν όψονται. μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί θεού κληθήσονται. μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών. μακάριοι εστέ όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι, και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού. χαίρετε και αγαλλιάσθε ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς, ούτως γαρ εδίωξαν τους προφήτας τους προ υμών. υμείς εστέ το άλας της γης. εάν δε το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται. εις ουδέν ισχύει έτι, ειμή βληθήναι έξω, και καταπατείσθαι υπό των ανθρώπων. υμείς εστέ το φώς του κόσμου. ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη. ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ επί την λυχνίαν. και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία. ούτως λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα. και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς. μη νομήσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον η τους προφήτας. ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. αμήν γαρ λέγω υμίν, εώς αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν η μία κεραία ουμή παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται. ος εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξει ούτως τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών. ος δάν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών, λέγω γαρ υμίν ότι εάν μη περισσέυση η δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και φαρισαίων, ουμή εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις. ου φονευσεις. ος δαν φονεύση, ένοχος έσται τη κοίσει. εγώ δε λέγω υμίν, ότι πάς ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική, ένοχος έσται τη κρίσει. ος δαν είπη τω αδελφώ αυτού ρακά, ένοχος έσται τω συνεδρίω. ος δαν είπη μωρέ, ένοχος έσται εις την γέεναν του πυρός. εάν ουν προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστήριον, και εκεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου. ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου ταχύ, εωσότου ει εν τη οδώ μετ αυτού, μήποτε σε παραδώ ο αντίδικος τω κριτή, και ο κριτής σε παραδώ τω υπηρέτη, και εις φυλακήν βληθήση. αμήν λέγω σοι ουμή εξέλθης εκείθεν, εώς αν αποδώς τον έσχατον κοδράντην. ηκούσατε ότι ερρέθη ου μοιχέυσεις. εγώ δε λέγω υμίν. ότι πάς ο βλέπων γυναίκα πρός το επιθυμήσαι αυτήν, ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού, ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου. συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου, και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέενναν, και ει η δεξιά σου χείρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν και βάλε από σου. συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου. και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέενναν. ερρέθη δε ότι ος αν απολύση την γυναίκα αυτού, δότω αυτή αποστάσιον. εγώ δε λέγω υμίν. ότι ος αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχάσθαι. και ος εάν απολελυμένην γαμήση, μοιχάται. πάλιν ηκούσατε οτι ερρέθη τοις αρχαίοις. ουκ επιορκήσεις. αποδώσεις δε τω κυρίω τους όρκους σου. εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως. μήτε εν τω ουρανώ, ότι θρόνος εστί του θεού. μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιον εστί των ποδών αυτού. μήτε εις ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν η μέλαιναν ποιήσαι. έστω δε ο λόγος υμών. ναι ναι. ου ου. το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστίν. ηκούσατε ότι ερρέθη. οφθαλμόν αντί οφθαλμού, και οδόντα αντί οδόντος. εγώ δε λέγω υμίν μή αντιστήναι τω πονηρώ. αλλ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σου σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την αλλην. και τω θέλοντι σοι κριθήναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον. και όστις σε αγγαρεύσει μίλιον εν, ύπαγε μετ αυτού δύο. τω αιτούντι σε, δίδου. και τον θέλοντα από σου δανείσασθαι, μη αποστραφής. ηκούσατε ότι ερρέθη αγαπήσεις τον πλησίον σου, και μισήσεις τον εχθρόν σου. εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς. καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς. και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς, και διωκόντων υμάς. όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν τοις ουρανοίς. ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. εάν γάρ αγαπήσητε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε. ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσι. και εάν ασπάσησθε τους φίλους υμών μόνον, τι περισσόν ποιείτε. ουχί και οι τελώναι ούτως ποιούσιν. έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστί.

Chapter 6

Προσέχετε την ελεημοσύνην υμών μη ποιείν έμπροσθεν των ανθρώπων, πρός το θεαθήναι αυτοίς. ειδέ μήγε, μισθόν ουκ έχετε παρά τω πατρί υμών τω εν τοις ουρανοίς. όταν ουν ποιής ελεημοσύνην, μη σαλπίσης έμπροσθεν σου ώσπερ οι υποκριταί ποιούσιν εν ταις συναγωγαίς και εν ταις ρύμαις. όπως δοξασθώσιν υπό των ανθρώπων. αμήν λέγω υμίν, απέχουσι τον μισθόν αυτών. σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου. όπως η σου η ελεημοσύνη εν τω κρυπτώ. και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αυτός αποδώσει σοι εν τω φανερώ. και όταν προσεύχη, ουκ έση ώσπερ οι υποκριταί. ότι φιλούσιν εν ταις συναγωγαίς και εν ταις γωνίαις των πλατειών εστώτες προσέυχεσθαι. όπως αν φανώσι τοις ανθρώποις, αμήν λέγω υμίν, ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμιείον σου. και κλείσας την θύραν σου, πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ. και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ. προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί. δοκούσι γάρ ότι εν τη πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται. μη ουν ομοιωθήτε αυτοίς. οίδε γαρ ο πατήρ υμών ων χρείαν έχετε προ του υμάς αιτήσαι αυτόν. ούτως ουν προσεύχεσθε υμείς.

πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς. αγιασθήτω το όνομα σου. ελθέτω η βασιλεία σου. γενηθήτω το θέλημα σου ως εν ουρανώ και επί της γης. τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον. και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών. ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών. και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν. αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. * ότι σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας. * αμήν.

εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουρανίος. εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών ο ουρανίος αφήσει τα παραπτώματα υμών. όταν δε νηστέυητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί. αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών, όπως φανώσι τοις ανθρώποις μηστέυοντες. αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. συ δε μηστέυων, άλειψαι σου την κεφαλήν, και το πρόσωπον σου νίψαι, όπως μη φανής τοις ανθρώποις μηστέυων, αλλά τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ. και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει σοι. μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν. όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών. ο λύχνος του σώματος εστίν ο οφθαλμός. εάν ουν ο οφθαλμός σου απλούς η, όλον το σώμα σου φωτεινόν έσται. εάν δε ο οφθαλμός σου πονηρός η, όλον το σώμα σου σκοτεινόν έσται. ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον. ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλέυειν. η γαρ τον ένα μισήσει, και τον έτερον αγαπήσει, η ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει. ου δύνασθε θεώ δουλέυειν και μαμωνά. διά τούτο λέγω υμίν. μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε. μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε. ουχί η ψυχή πλείον εστί της τροφής και το σώμα του ενδύματος. εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν. ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουρανίος τρέφει αυτά. ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών. τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα, και περί ενδύματος τι μεριμνάτε. καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πως αυξάνει. ου κοπιά ουδέ μήθει. λέγω δε υμίν, ότι ουδέ ο σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων. ει δε τον χόρτον του αγρού σήμερον όντα, και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον ο θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλώ μάλλον υμάς ολιγόπιστοι. μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες τι φάγωμεν η τι πίωμεν, η τι περιβαλώμεθα. πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί. οίδε γαρ ο πατήρ υμών ο ουρανίος ότι χρήζετε τούτων απάντων. ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν. μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον. η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής. αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής.

Chapter 7

Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε. εν ω γαρ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε. και εν ω μέτρω μετρείτε, αντιμετρηθήσεται υμίν. τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου την δε εν τω σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς. η πώς ερείς τω αδελφώ σου άφες εκβάλω το κάρφος από του οφθαλμού σου, και ιδού η δοκός εν τω οφθαλμώ σου. υποκριτά έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου. μη δότε το άγιον τοις κυσί, μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε κατα πατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών, και στραφέντες ρήξωσιν υμάς. αιτείτε, και δοθήσεται υμίν. ζητείτε, και ευρήσετε. κρόυετε, και ανοιγήσεται υμίν. πας γαρ ο αιτών λαμβάνει. και ο ζητών ευρίσκει. και τω κρούοντι ανοιγήσεται. η τις εστίν εξ υμών άνθρωπος, ον εάν αιτήση ο υιός αυτού άρτον, μη λίθον επιδώσει αυτώ. η και εάν ιχθύν αιτήση, μη όφιν επιδώσει αυτώ. ει ουν υμείς πονηροί όντες, οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοις τέκνοις υμών, πόσω μάλλον ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς δώσει αγαθά τοίς αιτούσιν αυτόν. πάντα ούν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτως και υμείς ποιείτε αυτοίς. ούτως γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται. εισέλθετε διά της στενής πύλης. ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν. και πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι δι αυτής. τι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν. προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται πρός υμάς εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δε εισί λύκοι άρπαγες. από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς. μήτι συλλέγουσιν από ακανθών σταφυλήν, η από τριβόλων σύκα. ούτω παν δένδρον αγαθόν καρπούς καλούς ποιεί. το δε σαπρόν δένδρον, καρπούς πονηρούς ποιεί. ου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ποιείν, ουδέ δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ποιείν. παν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. άραγε από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς. ου πας ο λέγων μοι κύριε κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς. πολλοί ερούσι μοι εν εκείνη τη ημέρα. κύριε, κύριε, ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, και τω σω ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν. και τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων υμάς. αποχωρείτε απ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν. πας ουν όστις ακούει μου τους λόγους τούτους και ποιεί αυτούς ομοιώσω αυτόν ανδρί φρονίμω, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί τήν πέτραν. και κατέβη η βροχή, και ήλθον οι ποταμοί, και έπνευσαν οι άνεμοι, και προσέπεσον τη οικία εκείνη και ουκ έπεσε. τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν. και πας ο ακούων μου τους λόγους τούτους, και μη ποιών αυτούς, ομοιωθήσεται ανδρί μωρώ, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την άμμον. και κατέβη η βροχή, και ήλθον οι ποταμοί, και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέκοψαν τη οικία εκείνη και έπεσε. και ην η πτώσις αυτής μεγάλη. και εγένετο ότε συνετέλεσεν ο ιησούς τους λόγους τούτους, εξεπλήσσοντο οι όχλοι επί τη διδαχή αυτού. ην γαρ διδάσκων αυτούς ως εξουσίαν έχων, και ουχ ως οι γραμματείς.

Chapter 8

Καταβάντι δε αυτώ από του όρους, ήκολούθησαν αυτώ όχλοι πολλοί. και ιδού λεπρός ελθών, προσεκύνει αυτώ λέγων. κύριε εάν θέλης, δύνασαι με καθαρίσαι. και εκτείνας την χείρα ήψατο αυτού ο ιησούς λέγων. θέλω. καθαρίσθητι. και ευθέως εκαθαρίσθη αυτού η λέπρα. και λέγει αυτώ ο ιησούς. όρα μηδενί είπης. αλλά ύπαγε σεαυτόν δείξον τω ιερεί. και προσένεγκε το δώρον ο προσέταξε μωσής εις μαρτύριον αυτοίς. εισελθόντι δε αυτώ εις καπερναούμ, προσήλθεν αυτώ εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν και λέγων. κύριε ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός δεινώς βασανιζόμενος. και λέγει αυτώ ο ιησούς. εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν. και αποκριθείς ο εκατονταρχος έφη. κύριε ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης. αλλά μόνον ειπέ λόγω, και ιαθήσεται ο παις μου. και γαρ εγώ άνθρωπος ειμί υπό εξουσίαν, έχων υπ εμαυτόν στρατιώτας. και λέγω τούτω πορεύθητι, και πορέυεται. και άλλω έρχου, και έρχεται. και τω δούλω μου ποίησον τούτο, και ποιεί. ακούσας δε ο ιησούς εθαύμασε, και είπε τοις ακολουθούσιν. αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον. λέγω δε υμίν ότι πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι, και ανακληθήσονται μετά αβραάμ και ισαάκ και ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών. οι δε υιοί της βασιλείας, εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον. εκεί έσται κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. και είπεν ο ιησούς τω εκατοντάρχω. ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι. και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη. και εισελθών ο ιησούς εις την οικίαν πέτρου, είδε την πενθεράν αυτού βεβλημένην και πυρέσσουσαν. και ήψατο της χειρός αυτής. και αφήκεν αυτήν ο πυρετός. και ηγέρθη και διηκόνει αυτώ. οψίας δε γενομένης, προσήνεγκαν αυτώ δαιμονιζομένους πολλούς, και εξέβαλε τα πνέυματα λόγω. και πάντας τους κακώς έχοντας, εθεράπευσεν. όπως πληρωθή το ρηθέν διά ησαΐου του προφήτου λέγοντος. αυτός τας ασθενείας ημών ανέλαβε, και τας νόσους εβάστασεν. ιδών δε ο ιησούς πολλούς όχλους περί αυτόν, εκέλευσεν απελθείν εις το πέραν. και προσελθών εις γραμματεύς, είπεν αυτώ. διδάσκαλε ακολουθήσω σοι όπου εάν απέρχη. και λέγει αυτώ ο ιησούς. αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι, και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη. έτερος δε των μαθητών αυτού είπεν αυτώ. κύριε επίτρεψον μοι πρώτον απελθείν και θάψαι τον πατέρα μου. ο δε ιησούς είπεν αυτώ. ακολούθει μοι. και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς. και εμβάντι αυτώ εις το πλοίον, ηκολούθησαν αυτώ οι μαθηταί αυτου. και ιδού σεισμός μέγας εγένετο εν τη θαλάσση. ώστε το πλοίον καλύπτεσθαι υπό των κυμάτων. αυτός δε εκάθευδε. και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ήγειραν αυτόν λέγοντες. κύριε σώσον ημάς, απολλύμεθα. και λέγει αυτοίς. τι δειλοί εστέ ολιγόπιστοι. τότε εγερθείς. επετίμησε τοις ανέμοις και τη θαλάσση, και εγένετο γαλήνη μεγάλη. οι δε άνθρωποι εθαύμασαν λέγοντες. ποταπός εστίν ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ. και ελθόντι αυτώ εις το πέραν εις την χώραν των γεργεσηνών, υπήντησαν αυτώ δύο δαιμονιζόμενοι εκ των μνημείων εξερχόμενοι χαλεποί λίαν, ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν διά της οδού εκείνης. και ιδού έκραξαν λέγοντες. τι ημίν και σοι ιησού υιέ του θεού. ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς. ην δε μακράν απ αυτών αγέλη χοίρων πολλών βοσκομένη. οι δε δαίμονες παρεκάλουν αυτόν λέγοντες. ει εκβάλλεις ημάς, επίτρεψον ημίν απελθείν εις την αγέλην των χοίρων. και είπεν αυτοίς. υπαγετε. οι δε εξελθόντες, απήλθον εις την αγέλην των χοίρων. και ιδού ώρμησε πάσα η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την θάλασσαν. και απέθανον εν τοις ύδασιν. οι δε βόσκοντες έφυγον. και απελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν πάντα, και τα των δαιμονιζομένων. και ιδού πάσα η πόλις εχήλθεν εις συνάντησιν τω ιησού. και ιδόντες αυτόν, παρεκάλεσαν όπως μεταβή από των ορίων αυτών.

Chapter 9

Και εμβάς εις το πλοίον, διεπέρασε, και ήλθεν εις την ιδίαν πόλιν. και ιδού προσέφερον αυτώ παραλυτικόν επί κλίνης βεβλημένον. και ιδών ο ιησούς την πίστιν αυτών, είπε τω παραλυτικώ. θάρσει τέκνον, αφέωνται σοι αι αμαρτίαι σου. και ιδού τινές των γραμματέων είπον εν εαυτοίς. ούτος βλασφημεί. και ιδών ο ιησούς τας ενθυμήσεις αυτών, είπεν. ίνα τι υμείς ενθυμείσθε πονηρά εν ταις καρδίαις υμών. τι γαρ εστίν ευκοπώτερον. ειπείν αφέωνται σου αι αμαρτίαι, η ειπείν έγειραι και περιπάτει. ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου επί της γης αφιέναι αμαρτίας, τότε λέγει τω παραλυτικώ. εγερθείς, άρον σου την κλίνην, και ύπαγε εις τον οίκον σου. και εγερθείς απήλθεν εις τον οίκον αυτού. ιδόντες δε οι όχλοι εθαύμασαν. και εδόξασαν τον θεόν τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις. και παράγων ο ιησούς εκείθεν, είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον ματθαίον λεγόμενον. και λέγει αυτώ. ακολούθει μοι. και αναστάς ηκολούθησεν αυτώ. και εγένετο αυτού ανακειμένου εν τη οικία, και ιδού πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί ελθόντες συνανέκειντο τω ιησού και τοις μαθηταίς αυτού. και ιδόντες οι φαρισαίοι, είπον τοις μαθηταίς αυτού. διατί μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκαλος υμών. ο δε ιησούς ακούσας είπεν αυτοίς. ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ οι κακώς έχοντες. πορευθέντες δε μάθετε τι εστίν έλεον θέλω και ου θυσίαν. ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν. τότε προσέρχονται αυτώ οι μαθηταί ιωάννου λέγοντες. διατί ημείς και οι φαρισαίοι νηστεύομεν πολλά, οι δε μαθηταί σου ου νηστέυουσι. και είπεν αυτοίς ο ιησούς. μη δύνανται οι υιοί του νυμφώνος πενθείν εφόσον μετ αυτών εστίν ο νυμφίος. ελεύσονται δε ημέραι όταν απαρθή απ αυτών ο νυμφίος, και τότε νηστεύσουσιν. ουδείς δε επιβάλλει επίβλημα ράκους αγνάφου επί ιματίω παλαιώ. αίρει γαρ το πλήρωμα αυτού από του ιματίου, και χείρον σχίσμα γίνεται. ουδέ βάλλουσιν οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς. ειδέ μήγε, ρήγνυνται οι ασκοί, και ο οίνος εκχείται, και οι ασκοί απολούνται. αλλά βάλλουσιν οίνον νέον εισ ασκούς καινούς, και αμφότεροι συντηρούνται. ταύτα αυτού λαλούντος αυτοίς. ιδού άρχων εις ελθών προσεκύνει αυτώ λέγων. ότι η θυγάτηρ μου άρτι ετελεύτησεν. αλλά ελθών επίθες την χείρα σου επ αυτήν και ζήσεται. και εγερθείς ο ιησούς, ηκολούθησεν αυτώ και οι μαθηταί αυτού. και ιδού γυνή αιμορροούσα δώδεκα έτη, προσελθούσα όπισθεν, ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. έλεγε γαρ εν εαυτή. εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι. ο δε ιησούς επιστραφείς και ιδών αυτήν είπε. θάρσει θύγατερ. η πίστις σου σέσωκε σε. και εσώθη η γυνή από της ώρας εκείνης. και ελθών ο ιησούς εις την οικίαν του άρχοντος, και ιδών τους αυλητάς και τον όχλον θορυβούμενον, λέγει αυτοίς. αναχωρείτε. ου γαρ απέθανε το κοράσιον, αλλά καθεύδει. και κατεγέλων αυτού. ότε δε εξεβλήθη ο όχλος, εισελθών εκράτησε της χειρός αυτής, και ηγέρθη το κοράσιον. και εξήλθεν η φήμη αύτη εις όλην την γην εκείνην. και παράγοντι εκείθεν τω κησού, ηκολούθησαν αυτώ δύο τυφλοί κράζοντες και δέγοντες. ελέησον ημάς υιέ δαυίδ. ελθόντι δε εις την οικίαν, προσήλθον αυτώ οι τυφλοί και λέγει αυτοίς ο ιησούς. πιστέυετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι. λέγουσιν αυτώ. ναι κύριε. τότε ήψατο των οφθαλμών αυτών λέγων. κατά την πίστιν υμών, γενηθήτω υμίν. και ανεώχθησαν αυτών οι οφθαλμοί. και ενεβριμήσατο αυτοίς ο ιησούς λέγων. οράτε μηδείς γινωσκέτω. οι δε εξελθόντες, διεφήμισαν αυτόν εν όλη τη γη εκείνη. αυτών δε εξερχομένων, ιδού προσήνεγκαν αυτώ άνθρωπον κωφόν δαιμονιζόμενον. και εκβληθέντος του δαιμονίου ελάλησεν ο κωφός. και εθαύμασαν οι όχλοι λέγοντες. ουδέποτε εφάνη ούτως εν τω ισραήλ. οι δε φαρισαίοι έλεγον. εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια. και περιήγεν ο ιησούς τας πόλεις πάσας και τας κώμαν διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον τηνς βασιλείας, και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. ιδών δε τους όχλους, εσπλαγχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εσκυλμένοι και ερριμμένοι ωσεί πρόβατα μη έχοντα ποιμένα. τότε λέγει τοις μαθηταίς αυτού. ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι. δεήθητε ουν του κυρίου του θερισμού, όπως εκβάλη εργάτας εις τον θερισμόν αυτού.

Chapter 10

Και προσκαλεσάμενος τους δώδεκα μαθητάς αυτού, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν πνευμάτων ακαθάρτων ώστε εκβάλλειν αυτά, και θεραπεύειν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. των δε δώδεκα αποστόλωντα ονόματα εισί ταύτα. πρώτος σίμων ο λεγόμενος πέτρος, και ανδρέας ο αδελφός αυτού. ιάκωβος ο του ζεβεδαίου, και ιωάννης ο αδελφός αυτού. φίλιππος, και βαρθολομαίος. θωμάς, και ματθαίος ο τελώνης. ιάκωβος ο του αλφαίου, και λεββαίος ο επικληθείς θαδδαίος. σίμων ο κανανίτης, και ιούδας ισκαριώτης ο και παραδούς αυτόν. τούτους τους δώδεκα απέστειλεν ο ιησούς παραγγείλας αυτοίς λέγων. εις οδόν εθνών μη απέλθητε, και εις πόλιν σαμαρειτών μη εισέλθητε. πορεύεσθε δε μάλλον προς τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου ισραήλ. πορευόμενοι δε κηρύσσετε λέγοντες, ότι ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών. ασθενούντας θεραπεύετε. λεπρούς καθαρίζετε. δαιμόνια εκβάλλετε. δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε. μη κτήσησθε χρυσόν μηδέ άργυρον, μηδέ χαλκόν εις τας ζώνας υμών. μη πήραν εις οδόν. μηδέ δύο χιτώνας. μηδέ υποδήματα. μηδέ ράβδους. άξιος γάρ ο εργάτης της τροφής αυτού εστίν. εις ην δαν πόλιν η κώμην εισέλθητε, εξετάσατε τις εν αυτή άξιος εστί, κακεί μείνατε έως αν εξέλθητε. εισερχόμενοι δε εις την οικίαν, ασπάσασθε αυτήν λέγοντες. ειρήνη τω οίκω τούτω. και εάν μεν η η οικία αξία, εισελθέτω η ειρήνη υμών επ αυτήν. εάν δε μη η αξία, η ειρήνη υμών πρός υμάς επιστραφήτω. και ος εάν μη δέξηται υμάς, μηδέ ακούση τους λόγους υμών, εξερχόμενοι της οικίας η της πόλεως εκείνης, εκτινάξατε τον κονιορτόν των ποδών υμών. αμήν λέγω υμίν, ανεκτότερον έσται γη σοδόμων και γομόρρων εν ημέρα κρίσεως, η τη πόλει εκείνη. ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων. γίνεσθε ουν φρόνιμοι ως οι όφεις, και ακέραιοι ως αι περιστεραί. προσέχετε δε από των ανθρώπων. παραδώσουσι γαρ υμάς εις συνέδρια, και εν ταις συναγωγαίς αυτών μαστιγώσουσιν υμάς. και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού εις μαρτύριον αυτοίς και τοις έθνεσιν. όταν δε παραδιδώσιν υμάς, μη μεριμνήσητε πως η τι λαλήσετε. δοθήσεται γαρ υμίν εν εκείνη τη ώρα, τι λαλήσετε. ου γαρ υμείς εστέ οι λαλούντες, αλλά το πνεύμα του πατρός υμών το λαλούν εν υμίν. παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επι γονείς, και θανατώσουσιν αυτούς. και έσεσθε μισούμενοι υπό παντων διά το όνομα μου. ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται. όταν δε διώκωσιν υμάς εν τη πόλει ταύτη, φεύγετε εις την άλλην. αμήν γαρ λέγω υμίν, ουμή τελέσητε τας πόλεις του ισραήλ, έως αν έλθη ο υιός του ανθρώπου. ουκ έστι μαθητής υπέρ τον διδάσκαλον, ουδέ δούλος υπέρ τον κύριον αυτού. αρκετόν τω μαθητή ίνα γένηται ως ο διδάσκαλος αυτού, και ο δούλος ως ο κύριος αυτού, ει τον οικοδεσπότην βεελζεβούβ απεκάλεσαν, πόσω μάλλον τους οικειακούς αυτού. μη ουν φοβηθήτε αυτούς. ουδέν γαρ έστι κεκαλυμμένον ο ουκ αποκαλυφθήσεται, και κρυπτόν ο ου γνωσθήσεται. ο λέγω υμίν εν τη σκοτία, είπατε εν τω φωτί. και ο εις το ους ακούετε, κηρύξατε επί των δωμάτων. και μη φοβείσθε από των αποκτενόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι. φοβήθητε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι εν γεέννη. ουχί δύο στρουθία ασσαρίου πωλείται. και εν εξ αυτών ου πεσείται επί την γην, άνευ του πατρός υμών. υμών δε και αι τρίχες της κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισί. μη ουν φοβηθήτε, πολλώ στρουθίων διαφέρετε υμείς. πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς. όστις δαν αρνήσηται με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς. μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην. ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού, και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής, και νύμφην κατά της πευθεράς αυτής, και εχθροί του ανθρώπου οι οικειακοί αυτού. ο φιλών πατέρα η μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος. και ο φιλών υιόν η θυγατέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος. και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ εστι μου άξιος. ο ευρών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν. και ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν. ο δεχόμενος υμάς, εμέ δέχεται. και ο εμέ δεχόμενος, δέχεται τον αποστείλαντα με. ο δεχόμενος προφήτην εις όνομα προφήτου, μισθόν προφήτου λήψεται. και ο δεχόμενος δίκαιον εις όνομα δικαίου, μισθόν δικαίου λήψεται. και ος εάν ποτίση ένα των μικρών τούτων ποτήριον ψυχρού μόνον εις όνομα μαθητού, αμήν λέγω υμίν ουμή απολέση τον μισθόν αυτού.

Chapter 11

Και εγένετο ότε ετέλεσεν ο ιησούς διατάσσων τοις δώδεκα μαθηταίς αυτού, μετέβη εκείθεν του διδάσκειν και κηρύσσειν εν ταις πόλεσιν αυτών. ο δε ιωάννης ακούσας εν τω δεσμωτηρίω τα έργα του χριστού, πέμψας δύο των μαθητών αυτού είπεν αυτώ. συ ει ο ερχόμενος, η έτερον προσδοκώμεν. και αποκριθείς ο ιησούς είπεν αυτοίς πορευθέντες απαγγείλατε ιωάννη α ακούετε και βλέπετε. τυφλοί αναβλέπουσι. και χωλοί περιπατούσι. λεπροί καθαρίζονται. και κωφοί ακούουσι. νεκροί εγείρονται και πτωχοί ευαγγελίζονται. και μακάριος εστίν ος εάν μη σκανδαλισθή εν εμοί. τούτων δε πορευομένων. ήρξατο ο ιησούς λέγειν τοις όχλοις περί ιωάννου. τι εξήλθετε εις την έρημον θεάσασθαι. κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον. αλλά τι εξήλθετε ιδείν. άνθρωπον εν μαλακοίς ιματίοις ημφιεσμένον. ιδού οι τα μαλακά φορούντες, εν τοις οίκοις των βασιλείων εισίν. αλλά τι εξήλθετε ιδείν. προφήτην, ναι λέγω υμίν και περισσότερον προφήτου. ούτος γαρ εστίν περί ου γέγραπται. ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελον μου προ προσώπου σου, ος κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθεν σου. αμήν λέγω υμίν, ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων ιωάννου του βαπτιστού. ο δε μικρότερος εν τη βασιλεία των ουρανών, μείζων αυτού εστίν. από δε των ημερών ιωάννου του βαπτιστού έως άρτι, η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν. πάντες γαρ οι προφήται και ο νόμος έως ιωάννου προεφήτευσαν. και ει θέλετε δέξασθαι, αυτωός εστίν ηλίας ομέλλων έρχεσθαι. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω. τίνι δε ομοιώσω την γενεάν ταύτην. ομοία εστί παιδίοις εν αγορά καθημένοις, και προσφωνούσι τοις εταίροις αυτών, και λέγουσιν. ηυλήσαμεν υμίν, και ουκ ορχήσασθε. εθρηνήσαμεν υμίν, και ουκ εκόψασθε. ήλθε γαρ ιωάννης μήτε εσθίων μήτε πίνων, και λέγουσι δαιμόνιον έχει. ήλθεν ο υιός του ανθρώπου εσθίων και πίνων, και λέγουσιν ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, τελωνών φίλος και αμαρτωλών. και εδικαιώθη η σοφία από των τέκνων αυτής. τότε ήρξατο ονειδίζειν τας πόλεις εν αις εγένοντο αι πλείσται δυνάμεις αυτού, ότι ου μετενόησαν. ουαί σοι χωραζίν. ουαι σοι βηθσαϊδά. ότι ει εν τώρω και σιδώνι εγένοντο αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν, πάλαι αν εν σάκκω και σποδώ μετενόησαν. πλήν λέγω υμίν τύρω και σιδώνι ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως, η υμίν. και σύ καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση. ότι ει εν σοδόμοις εγένοντο αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν σοι, έμειναν αν μέχρι της σήμερον. πλήν λέγω υμίν, ότι γη σοδόμων ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως, η σοι. εν εκένω τω καιρώ αποκριθείς ο ιησούς είπεν. εξομολογούμαι σοι πάτερ κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας τάυτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις. ναι ο πατήρ ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθεν σου. πάντα μοι παρεδόθη υπό του πατρός μου. και ουδείς επιγινώσκει τον υιόν, ειμή ο πατήρ. ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει, ειμή ο υιός. και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι. δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. άρατε τον ζυγόν μου εφ υμάς. και μάθετε απ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία. και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών. ο γαρ ζυγός μου χρηστός, και το φορτίον μου ελαφρόν εστίν.

Chapter 12

Εν εκείνω τω καιρώ. επορεύθη ο ιησούς τοις σάββασι διά των σπορίμων. οι δε μαθηταί αυτού επείνασαν, και ήρξαντο τίλλειν στάχυας και εσθίειν. οι δε φαρισαίοι ιδόντες είπον αυτώ. ιδού οι μαθηταί σου ποιούσιν ο ουκ έξεστι ποιείν εν σαββάτω. ο δε είπεν αυτοίς. ουκ ανέγνωτε τι εποίησε δαυίδ ότε επείνασεν αυτός και οι μετ αυτού, πως εισήλθεν εις τον οίκον του θεού, και τους άρτους της προθέσεως έφαγεν, ους ουκ εξόν ην αυτώ φαγείν ουδέ τοις μετ αυτού, ειμή τοις ιερεύσι μόνοις. η ουκ ανέγνωτε εν τω νόμω, ότι τοις σάββασιν οι ιερείς εν τω ιερώ το σάββατον βεβηλούσι, και αναίτιοι εισί. λέγω δε υμίν. ότι του ιερού μείζον εστίν ώδε. ει δε εγνώκειτε τί εστίν έλεον θέλω και ου θυσίαν, ουκ αν κατεδικάσατε τους αναιτίους. κύριος γαρ εστί του σαββάτου ο υιός του ανθρώπου. και μεταβάς εκείθεν, ήλθεν εις την συναγωγήν αυτών. και ιδού άνθρωπος ην την χείρα έχων ξηράν. και επηρώτησαν αυτόν λέγοντες. ει έξεστι τοις σάββασι θεραπεύειν, ίνα κατηγορήσωσιν αυτού. ο δε είπεν αυτοίς. τις έσται εξ υμών άνθρωπος ος έξει πρόβατον εν, και εάν εμπέση τούτο τοις σάββασιν εις βόθυνον, ουχί{,} κρατήσει αυτό και εγερεί. πόσω ουν διαφέρει άνθρωπος προβάτου. ώστε έξεστι τοις σάββασι καλώς ποιείν. τότε λέγει τω ανθρώπω τω εξηραμμένην έχοντι την χείρα. έκτεινον την χείρα σου. και εξέτεινε. και απεκατεστάθη υγιής ως η άλλη. οι δε φαρισαίοι συμβούλιον έλαβον κατ αυτού εξελθόντες, όπως αυτόν απωλέσωσιν ο δε ιησούς γνούς, ανεχώρησεν εκείθεν. και ηκολούθησαν αυτώ όχλοι πολλοί, και εθεράπευσεν αυτούς πάντας. και επετίμησεν αυτοίς ίνα μη φανερόν αυτόν ποιήσωσιν. όπως πληρωθή το ρηθέν διά ησαΐου του προφήτου λέγοντος. ιδού ο παις μου ον ηρέτισα ο αγαπητός μου εις ον ευδόκησεν η ψυχή μου. θήσω το πνεύμα μου επ αυτόν. και κρίσιν τοις έθνεσιν απαγγελεί. ουκ ερίσει, ουδέ κραυγάσει, ουδέ ακούσει τις εν ταις πλατείαις την φωνήν αυτού. κάλαμον συντετριμμένον ου κατεάξει, και λίνον τυφόμενον ου σβέσει, έως αν εκβάλη εις νίκος την κρίσιν, και τω ονόματι αυού έθνη ελπιούσι. τότε προσηνέχθη αυτώ δαιμονιζόμενος τυφλός και κωφός, και εθεράπευσεν αυτόν ώστε τον τυφλόν και κωφόν και λαλείν και βλέπειν και εξίσταντο πάντες οι όχλοι και έλεγον. μήτι ούτος εστίν ο χριστός ο υιός δαυίδ. οι δε φαρισαίοι ακούσαντες είπον. ούτος ουκ εκβάλλει τα δαιμόνια, ειμή εν τω βεελζεβούλ άρχοντι των δαιμονίων. ειδώς δε ο ιησούς τας ενθυμήσεις αυτών, είπεν αυτοίς. πάσα βασιλεία μερισθείσα καθ εαυτής, ερημούται. και πάσα πόλις η οικία μερισθείσα καθ εαυτής, ου σταθήσεται. και ει ο σατανάς τον σατανάν εκβάλλει, εφ εαυτόν εμερίσθη. πως ουν σταθήσεται η βασιλεία αυτού. και ει εγώ εν βεελζεούλ εκβάλλω τα δαιμόνια οι υιοί υμών εν τίνι εκβάλλουσι. διατούτο αυτοί υμών έσονται κριταί. ει δε εγώ εν πνεύματι θεού εκβάλλω τα δαιμόνια, άρα έφθασεν εφ υμάς η βασιλεία του θεού. η πως δύναται τις εισελθείν εις την οικίαν του ισχυρού, και τα σκεύη αυτού διαρπάσαι. εάν μη πρώτον δήση τον ισχυρόν και τότε την οικίαν αυτου διαρπάσει. ο μη ων μετ εμού, κατ εμού εστί{.} και ο μη συνάγων μετ εμού, σκορπίζει. διατούτο λέγω υμίν. πάσα αμαρτία και βλασφημία, αφεθήσεται τοις ανθρώποις. η δε του πνεύματος βλασφημία, ουκ αφεθήσεται τοις ανθρώποις. και ος εάν είπη λόγον κατά του υιού του ανθρώπου, αφεθήσεται αυτώ. ος δαν είπη κατά του πνεύματος του αγίου ουκ αφεθήσεται αυτώ ούτε εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι. η ποιήσατε το δένδρον καλόν και τον καρπόν αυτού καλόν, η ποιήσατε το δένδρον σαπρόν, και τον καρπόν αυτού σαπρόν. εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται. γεννήματα εχιδνών πως δύνασθε αγαθά λαλείν πονηροί όντες. εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί. ο αγαθός άνθρωπος εκ του αγαθού θησαυρού εκβάλλει αγαθά. και ο πονηρός άνθρωπος εκ του πονηρού θησαυρού εκβάλλει τα πονηρά. λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσιν υπέρ αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως. εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση. τότε απεκρίθησαν τινές των γραμματέων και φαρισαίων λέγοντες. διδάσκαλε, θέλωμεν από σου σημείον ιδείν. ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς. γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί. και σημείον ου δοθήσεται αυτή, ειμή το σημείον ιωνά του προφήτου. ώσπερ γαρ ην ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρείς ημέρας και τρείς νύκτας, ούτως εσται ο υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας. άνδρες νινευΐται αναστήσονται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης, και κατακρινούσιν αυτήν ότι μετενόησαν εις το κήρυγμα ιωνά. και ιδού πλείον ιωνά ώδε. βασίλισσα νότου εγερθήσεται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και κατακρινεί αυτήν, ότι ήλθεν εκ των περάτων της γης ακούσαι την σοφίαν σολομώνος. και ιδού πλείον σολομώνος ώδε. όταν δε το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από του ανθρώπου, διέρχεται δι ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, και ουκ ευρίσκει. τότε λέγει. υποστρέψω εις τον οίκον μου όθεν εξήλθον. και ελθόν ευρίσκει σχολάζοντα, σεσαρωμένον και κεκοσμημένον. τότε πορεύεται και παραλαμβάνει μεθ εαυτού επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού. και εισελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου, χείρονα των πρώτων. ούτως έσται και τη γενεά ταύτη τη πονηρά. έτι δε αυτού λαλούντος τοις όχλοις, ιδού η μήτηρ και οι αδελφοί αυτού ειστήκεισαν έξω ζητούντες αυτώ λαλήσαι. είπε δε τις αυτώ. ιδού η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου έξω εστήκασι ζητούντες σοι λαλήσαι. ο δε αποδριθείς είπε τω ειπόντι αυτώ. τις εστίν η μήτηρ μου. και τίνες εισίν οι αδελφοί μου. και εκτείνας την χείρα αυτού επί τους μαθητάς αυτού είπεν. ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου. όστις γαρ αν ποιήσει το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστίν.

Chapter 13

Εν δε τη ημέρα εκείνη, εξελθών ο ιησούς από της οικίας, εκάθητο παρα την θάλασσαν. και συνήχθησαν προς αυτόν όχλοι πολλοί, ώστε αυτόν εις το πλοίον εμβάντα καθήσθαι. και πας ο όχλος επί τον αιγιαλόν ειστήκει. και ελάλησεν αυτοίς πολλά εν παραβολαίς λέγων. ιδού εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι. και εν τω σπείρειν αυτόν α μεν έπεσε παρά την οδόν, και ήλθε τα πετεινά και κατέφαγεν αυτά. άλλα δε έπεσεν επί τα πετρώδη όπου ουκ είχε γην πολλήν. και ευθέως εξανέτειλε διά το μη έχειν βάθος γης. ηλίου δε ανατείλαντος, εκαυματίσθη. και διά το μη έχειν ρίζαν εξηράνθη. άλλα δε έπεσεν επί τας ακάνθας, και ανέβησαν αι άκανθαι και απέπνιξαν αυτά. άλλα δε έπεσεν επί την γην την καλήν. και εδίδου καρπόν, ο μεν εκατόν, ο δε εξήκοντα, ο δε τριάκοντα. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω. και προσελθόντες οι μαθηταί, είπον αυτώ. διατί εν παραβολαίς λαλείς αυτοίς. ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς. ότι υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών εκείνοις δε ου δέδοται. όστις γαρ έχει δοθήσεται αυτώ και περισσευθήσεται. όστις δε ουκ έχει, και ο έχει αρθήσεται απ αυτού. διά τούτο εν παραβολαίς αυτοίς λαλώ, ότι βλέποντες ου βλέπουσι, και ακούοντες ουκ ακούουσιν ουδέ συνιούσιν, και αναπληρούται αυτοίς η προφητεία ησαΐου η λέγουσα. ακοή ακούσετε, και ουμή συνήτε. και βλέποντες βλέψετε, και ουμή ίδητε. επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου, και τοις ωσί βαπέως ήκουσαν, και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν. μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς, και τοις ωσίν ακούσωσι, και τη καρδία συνώσι, και επιστρέψωσι και ιάσομαι αυτούς. υμών δε μακάριοι οι οφθαλμοί ότι βλέπουσι, και τα ώτα υμών ότι ακούει. αμήν γάρ λέγω υμίν. ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν α βλέπετε και ουκ είδον. και ακούσαι α ακούετε, και ουκ ήκουσαν. υμείς ουν ακούσατε την παραβολήν του σπείροντος. παντός ακούοντος τον λόγον της βασιλείας και μη συνιέντος, έρχεται ο πονηρός και αρπάζει το εσπαρμένον εν τη καρδία αυτού. ούτος εστίν ο παρά την οδόν σπαρείς. ο δε επί τα πετρώδη σπαρείς, ούτος εστίν, ο τον λόγον ακούων, και ευθύς μετά χαράς λαμβάνων αυτόν. ουκ έχει δε ρίζαν εν εαυτώ, αλλά πρόσκαιρος εστί. γενομένης δε θλίψεως η διωγμού διά τον λόγον, ευθύς σκανδαλίζεται. ο δε εις τας ακάνθας σπαρείς, ούτος εστίν ο τον λόγον ακούων. και η μέριμνα του αιώνος τούτου, και η απάτη του πλούτου συμπνίγει τον λόγον, και άκαρπος γίνεται. ο δε επί την γην την καλήν σπαρείς, ούτος εστίν ο τον λόγον ακούων και συνιών. ος δη καρποφορεί και ποιεί ο μεν εκατόν, ο δε εξήκοντα, ο δε τριάκοντα. άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων. ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω σπείραντι καλόν σπέρμα εν τω αγρώ αυτού. εν δε τω καθεύδειν τους ανθρώπους, ήλθεν αυτού ο εχθρός, και έσπειρε ζιζάνια ανά μέσον του σίτου και απήλθεν. ότε δε εβλάστησεν ο χόρτος και καρπόν εποίησε, τότε εφάνη και τα ζιζάνια. προσελθόντες δε οι δούλοι του οικοδεσπότου είπον αυτώ. κύριε, ουχί καλόν σπέρμα έσπειρας εν τω σω αγρώ. πόθεν ουν έχει ζιζάνια. ο δε έφη αυτοίς. εχθρός άνθρωπος τούτο εποίησεν. οι δε δούλοι είπον αυτώ. θέλεις ουν απελθόντες συλλέξομεν αυτά. ο δε έφη ου. μήποτε συλλέγοντες τα ζιζάνια, εκριζώσητε άμα αυτοίς τον σίτον. άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερισμού. και εν καιρώ του θερισμού ερώ τοις θερισταίς. συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια, και δήσατε αυτά εις δέσμας προς το κατακαύσαι αυτά. τον δε σίτον συναγάγετε εις την αποθήκην μου. άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων. ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών κόκκω σινάπεως ον λαβών άνθρωπος έσπειρεν εν τω αγρώ αυτού. ο μικρότερον μεν εστί πάντων των σπερμάτων. όταν δε αυξηθή, μείζον πάντων των λαχάνων εστί. και γίνεται δένδρον ώστε κατελθείν τα πετεινά του ουρανού, και κατασκηνούν εν τοις δλάδοις αυτού. άλλην παραβολήν ελάλησεν αυτοίς. ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών ζύμη, ην λαβούσα γυνή ενέκρυψεν εις αλεύρου σάτα τρία, έως ου εζυμώθη όλον. ταύτα πάντα ελάλησεν ο ιησούς εν παραβολαίς τοις όχλοις. και χωρίς παραβολής ουκ ελάλει αυτοίς. όπως πληρωθή το ρηθέν διά του προφήτου λέγοντος. ανοίξω εν παραβολαίς το στόμα μου, ερεύξομαι κεκρυμμένα από καταβολής κόσμου. τότε αφείς τους όχλους, ήλθεν εις την οικίαν ο ιησούς. και προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού λέγοντες. φράσον ημίν την παραβολήν των ζιζανίων του αγρού. ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς. ο σπείρων το καλόν σπέρμα, εστίν ο υιός του ανθρώπου. ο δε αγρός εστίν ο κόσμος. το δε καλόν σπέρμα, ούτοι εισίν οι υιοί της βασιλείας. τα δε ζιζάνια εισίν οι υιοί του πονηρού. ο δε εχθρός ο σπείρας αυτά εστίν ο διάβολος. ο δε θερισμός συντέλεια του αιώνος εστίν. οι δε θερισταί, άγγελοι εισίν. ώσπερ ουν συλλέγεται τα ζιζάνια και πυρί καίεται, ούτως έσται εν τη συντελεία του αιώνος. αποστελεί ο υιός του ανθρώπου τους αγγέλουσ αυτού. και συλλέξουσιν εκ τηνς βασιλείας αυτού πάντα τα σκάνδαλα. και τους ποιούντας την ανομίαν. και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός. εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. τότε οι δίκαιοι εκ λάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτών. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω. πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών θησαυρώ κεκρυμμένω εν τω αγρώ. ον ευρών άνθρωπος έκρυψε, και από της χαράς αυτού υπάγει και πάντα όσα έχει πωλεί, και αγοράζει τον αγρόν εκείνον. πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω εμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας. ός ευρών ένα πολύτιμον μαργαρίτην. απελθών πέπρακε πάντα όσα είχε και ηγόρασεν αυτόν. πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών σαγήνη βληθείση εις την θάλασσαν, και εκ παντός γένους συναγαγούση. ην ότε επληρώθη, αναβιβάσαντες επί τον αιγιαλόν και καθίσαντες. συνέλεξαν τα καλά εις αγγεία, τα δε σαπρά έξω έβαλον. ούτως έσται εν τη συντελεία του αιώνος. εξελεύσονται οι άγγελοι, και αφοριούσι τους πονηρούς εκ μέσου των δικαίων, και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός. εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. λέγει αυτοίς ο ιησούς συνήκατε ταύτα πάντα. λέγουσιν αυτώ ναι κύριε. ο δε είπεν αυτοίς. διά τούτο πας γραμματεύς μαθητευθείς εις την βασιλείαν των ουρανών, όμοιος εστίν ανθρώπω οικοδεσπότη όστις εκβάλλει εκ του θησαυρού αυτού καινά και παλαιά. και εγένετο ότε ετέλεσεν ο ιησούς τας παραβολάς ταύτας, μετήρεν εκείθεν. και ελθών εις την πατρίδα αυτού, εδίδασκεν αυτούς εν τη συναγωγή αυτών. ώστε εκπλήσσεσθαι αυτούς και λέγειν. πόθεν τούτω η σοφία αύτη και αι δυνάμεις. ουχ ούτος εστίν ο του τέκτονος υιός. ουχί η μήτηρ αυτού λέγεται μαριάμ, και οι αδελφοί αυτού ιάκωβος και ιωσής. και σίμων και ιούδας, και αι αδελφαί αυτού ουχί πάσαι προς ημάς εισί, πόθεν ουν τούτω ταύτα πάντα. και εσκανδαλίζοντο εν αυτώ. ο δε ιησούς είπεν αυτοίς. ουκ εστί προφήτης άτιμος ειμή εν τη πατρίδι αυτού{,} και εν τη οικία αυτού. και ουκ εποίησεν εκεί δυνάμεις πολλάς διά την απιστίαν αυτών.

Chapter 14

Εν εκείνω τω καιρώ ήκουσεν ηρώδης ο τετράρχης την ακοήν ιησού. και είπε τοις παισ{ί}ν αυτού. ούτος εστίν ιωάννης ο βαπτιστής. αυτός ηγέρθη από των νεκρών. και διατούτο αι δυνάμεις ενεργούσιν εν αυτώ. ο γαρ ηρώδης κρατήσας τον ιωάννην, έδησεν αυτόν και έθετο εν φυλακή. διά ηρωδιάδα την γυναίκα φιλίππου του αδελφού αυτού. έλεγε γαρ αυτώ ο ιωάννης. ουκ έξεστι σοι έχειν αυτήν. και θέλων αυτόν αποκτείναι, εφοβήθη τον όχλον. ότι ως προφήτην αυτόν είχον. γενεσίων δε αγομένων του ηρώδου, ωρχήσατο η θυγάτηρ της ηρωδιάδος εν τω μέσω, και ήρεσε τω ηρώδη. όθεν μεθ όρκου ωμολόγησεν αυτή δούναι ο εάν αιτήσηται. η δε προβιβασθείσα υπό της μητρός αυτής, δος μοι φησίν ώδε επί πίνακι την κεφαλήν ιωάννου του βαπτιστού. και ελυπήθη ο βασιλεύς. διά δε τους όρκους, και τους συνανακειμένους εκέλευσε δοθήναι, και πέμψας απεκεφάλισε τον ιωάννην εν τη φυλακή, και η κεφαλή αυτού ημέχθη επί πίνακι, και εδόθη τω κορασίω, και ήνεγκε τη μητρί αυτής. και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ήραν το σώμα και έθψαν αυτό, και εξελθόντες απήγγειλαν τω ιησού, και ακούσας ο ιησούς ανεχώρησεν εκείθεν εν πλοίω εις έρημον τόπον κατιδίαν. και ακούσαντες οι όχλοι, ηκολούθησαν αυτώ πεζή από των πόλεων, και εξελθών ο ιησούς είδε πολύν όχλον, και εσπλαγχνίσθη επ αυτοίς, και εθεράπευσε τους αρρώστους αυτών. οψίας δε γενομένης προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού λέγοντες. έρημος εστίν ο τόπος, και η ώρα ήδη παρήλθεν. απόλυσον τους όχλους, ίνα απελθόντες εις τας κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα. ο δε ιησούς είπεν αυτοίς. ου χρείαν έχουσιν απελθείν, δότε αυτοίς υμείς φαγείν. οι δε λέγουσιν αυτώ. ουκ έχομεν ώδε ειμή πέντε άρτους και δύο ιχθύας. ο δε είπε. φέρετε μοι αυτούς ώδε. και κελεύσας τους όχλους ανακληθήναι επί τους χόρτους λαβών τους πέντε άρτους, και τους δύο ιχθύας αναβλέψας εις τον ουρανόν, ευλόγησε και κλάσας, έδωκε τοις μαθηταίς τους άρτους οι δε μαθηταί τοις όχλοις, και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν, και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. οι δε εσθίοντες ήσαν άνδρες ωσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικών και παιδίων. και ευθέως ηνάγκασεν ο ιησούς τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον, και προάγειν αυτόν εις το πέραν. εώς ου απολύση τους όχλους, και απολύσας τους όχλους, ανέβη εις το όρος κατιδίαν προσεύξασθαι. οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί. το δε πλοίον ήδη μέσον της θαλάσσης ην βασανιζόμενον υπό των κυμάτων. ην γαρ εναντίος ο άνεμος. τετάρτη δε φυλακή της νυκτός, απήλθε προς αυτούς ο ιησούς περιπατών επί της θαλάσσης, και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα, εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμα εστί, και από του φόβου έκραξαν. ευθέως δε ελάλησεν αυτοίς ο ιησούς λέγων. θαρσείτε. εγώ ειμί, μη φοβείσθε. αποκριθείς δε αυτώ ο πέτρος είπε. κύριε ει συ ει, κέλευσον με προς σε ελθείν επί τα ύδατα. ο δε είπεν ελθέ. και καταβάς από του πλοίου ο πέτρος, περιεπάτησεν επί τα ύδατα ελθείν προς τον ιησούν. βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν, εφοβήθη. και αρξάμενος καταποντίζεσθαι, έκραξε λέγων. κύριε σώσον με. και ευθέως ο ιησούς εκτείνας την χείρα, επελάβετο αυτού, και λέγει αυτώ. ολιγόπιστε εις τι εδίστασας. και εμβάντων αυτών εις το πλοίον, εκόπασεν ο άνεμος. οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ λέγοντες. αληθώς θεού υιός ει. και διαπεράσαντες, ήλθον εις την γην γεννησαρέτ. και επιγνόντες αυτόν οι άνδρες του τόπου εκείνου, απέστειλαν εις όλην την περίχωρον εκείνην, και προσήνεγκαν αυτώ πάντας τους κακώς έχοντας, και παρεκάλουν αυτόν ίνα καν μόνον άψωνται του κρασπέδου του ιματίου αυτού. και όσοι ήψαντο, διεσώθησαν.

Chapter 15

τότε προσέρχονται τω ιησού οι από ιεροσολύμων γραμματείς και φαρισαίοι λέγοντες. διατί οι μαθηταί σου παραβαίνουσι την παράδοσιν των πρεσβυτέρων. ου γαρ νίπτονται τας χείρας αυτών όταν άρτον εσθίωσιν. ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς. διατί και υμείς παραβαίνετε την εντολήν του θεού διά την παράδοσιν υμών. ο γαρ θεός ενετείλατο λέγων. τίμα τον πατέρα και την μητέρα, και ο κακολογών πατέρα η μητέρα, θανάτω τελευτάτω. υμείς δε λέγετε, ος αν είπη τω πατρί η τη μητρί δώρον ο εάν εξ εμού ωφεληθής, και ουμή τιμήση τον πατέρα αυτού η την μητέρα αυτού, και ηκυρώσατε την εντολήν του θεού διά την παράδοσιν υμών. υποκριταί καλώς προεφήτευσε περί υμών ησαΐας λέγων. εγγίζει μοι ο λαός ούτος τω στόματι αυτών, και τοις χείλεσι με τιμά. η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ εμού. μάτην δε σέβονται με διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα ανθρώπων. και προσκαλεσάμενος τον όχλον, είπεν αυτοίς. ακούετε και συνίετε, ου το εισερχόμενον εις το στόμα κοινοί τον άνθρωπον, αλλά το εκπορευόμενον εκ του στοματος τούτο κοινοί τον άνθρωπον. τότε προσελθόντες οι μαθηταί αυτού είπον αυτώ. οίδας ότι οι φαρισαίοι οι ακούσαντες τον λόγον εσκανδαλίσθησαν. ο δε αποκριθείς είπε. πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο πατήρ μου ο ουρανίος εκριζωθήσεται. άφετε αυτούς, οδηγοί εισί τυφλοί τυφλών. τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον εμπεσούνται. αποκριθείς δε ο πέτρος είπεν αυτώ{.} φράσον ημίν την παραβολήν ταύτην. ο δε ιησούς είπεν. ακμήν και υμείς ασύνετοι εστέ. ούπω ποείτε ότι πάν το εισπορευόμενον εις το στόμα, εις την κοιλίαν χωρεί, και εις αφεδρώνα εκβάλλεται. τα δε εκπορευόμενα εκ του στόματος, εκ της καρδίας εξέρχεται, κακείνα κοινοί τον άνθρωπον. εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι, τάυτα εστί τα κοινούντα τον άνθρωπον. το δε ανίπτοις χερσί φαγείν, ου κοινοί τον άνθρωπον. και εξελθών εκείθεν ο ιησούς, ανεχώρησεν εις τα μέρη τύρου και σιδώνος, και ιδού γυνή τις χαναναία από των ορΐων εκείνων εξελθούσα εκραύγασεν αυτώ λέγουσα. ελέησον με κύριε υιέ δαυίδ, η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται. ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον. και προσελθόντες αυτώ οι μαθηταί αυτού, ηρώτων αυτόν λέγοντες. απόλυσον αυτήν ότι κράζει όπισθεν ημών. ο δε αποκριθείς είπεν. ουκ απεστάλην ειμή εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου ισραήλ. η δε ελθούσα προσεκύνει αυτώ λέγουσα. κύριε βοήθει μοι. ο δε αποκριθείς είπεν. ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων, και βαλείν τοις κυναρίοις. η δε είπε. ναι κύριε, και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών. τότε αποκριθείς ο ιησούς είπεν αυτή. ω γύναι μεγάλη σου η πίστις, γενηθήτω σοί ως θέλεις. και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης. και μεταβάς εκείθεν ο ιησούς, ήλθε παρά την θάλασσαν της γαλιλαίας, και αναβάς εις το όρος εκάθητο εκεί. και προσήλθον αυτώ όχλοι πολλοί έχοντες μεθ εαυτών χωλούς, τυφλούς. κωφούς, κυλλούς, και ετέρους πολλούς, και έρριψαν αυτούς παρά τους πόδας του ιησού, και εθεράπευσεν αυτούς ώστε τους όχλους θαυμάσαι βλέποντας κωφούς λαλούντας, κυλλούς υγιείς, χωλούς περιπατούντας, και τυφλούς βλέποντας, και εδόξαζον τον θεόν του ισραήλ{.} ο δε ιησούς προσκαλεσάμενος τους μαθητάς αυτού, είπε σπλαγχνίζομαι επί τον όχλον, ότι ήδη ημέρας τρείς προσμένουσι μοι, και ουκ έχουσι τι φάγωσι, και απολύσαι αυτούς νήστεις ου θέλω μήποτε εκλυθώσιν εν τη οδώ. και λέγουσιν αυτώ οι μαθηταί αυτού. πόθεν ημίν εν ερημία άρτοι τοσούτοι, ώστε χορτάσαι όχλον τοσούτον. και λέγει αυτοίς ο ιησούς. πόσους άρτους έχετε. οι δε είπον αυτώ, επτά. και ολίγα ιχθύδια. και εκέλευσε τοις όχλοις αναπεσείν επί την γην. και λαβών τους επτά άρτους, και τους ιχθύας, ευχαριστήσας έκλασε και έδωκε τοις μαθηταίς αυτού, οι δε μαθηταί τω όχλω. και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν. και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων επτά σπυρίδας πλήρεις. οι δε εσθίοντες ήσαν τετρακισχίλιοι άνδρες χωρίς γυναικών και παιδίων. και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το πλοίον, και ήλθεν εις τα όρια μαγδαδά.

Chapter 16

Και προσελθόντες οι φαρισαίοι και σαδδουκαίοι πειράζοντες επηρώτησαν αυτόν, σημείον εκ του ουρανού υποδείξαι αυτοίς. ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς. οψίας γενομένης λέγετε ευδία, πυρράζει γαρ ο ουρανός. και πρωί σήμερον χειμών, πυρράζει γαρ στυγνάζων ο ουρανός. υποκριταί. το μεν πρόσωπον του ουρανού γινώσκετε διακρίνειν, τα δε σημεία των καιρών ου δύνασθε. γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή, ειμή το σημείον ιωνά του προφήτου. και καταλιπών αυτούς απήλθε. και ελθόντες οι μαθηταί αυτού εις το πέραν, επελάθοντο άρτους λαβείν. ο δε ιησούς είπεν αυτοίς. οράτε και προσέχετε από της ζύμης των φαρισαίων και σαδδουκαίων. οι δε διελογίζοντο εν εαυτοίς λέγοντες. ότι άρτους ουκ ελάβομεν. γνο{υ}ς δε ο ιησούς είπεν αυτοίς. τι διαλογίζεσθε εν εαυτοίς ολιγόπιστοι ότι άρτους ουκ ελάβετε. ούπω νοείτε ουδέ μνημονεύετε τους πέντε άρτους των πεντακισχιλίων, και πόσους κοφίνους ελάβετε, ουδέ τους επτά άρτους των τετρακισχιλίων, και πόσας σπυρίδας ελάβετε. πως ου νοείτε ότι ου περί άρτου είπον υμίν προσέχειν από της ζύμης των φαρισαίων και σαδδουκαίων. τότε συνήκαν ότι ουκ είπε προσέχειν από της ζύμης του άρτου, αλλ από της διδαχής των φαρισαίων και σαδδουκαίων. ελθών δε ο ιησούς εις τα μέρη καισαρείας της φιλίππου, ηρώτα τους μαθητάς αυτού λέγων. τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου. οι δε είπον. οι μεν ιωάννην τον βαπτιστήν, άλλοι δε ηλίαν, έτεροι δε ιερεμίαν, η ένα των προφητών. λέγει αυτοίς. υμείς δε τίνα με λέγετε είναι. αποκριθείς δε σίμων πέτρος, είπε συ ει ο χριστός ο υιός του θεού του ζώντος, και αποκριθείς ο ιησούς είπεν αυτώ. μακάριος ει σίμων βαρ ιωνά ότι σάρξ και αίμα ουκ απεκάλυψε σοι, αλλ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. καγώ δε σοι λέγω, ότι συ ει πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής. και δώσω σοι τας κλείς της βασιλείας των ουρανών. και ο εάν δήσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς. και ο εάν λύσης επί της γης, έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς. τότε διεστείλατο τοις μαθηταίς αυτού ίνα μηδενί είπωσιν ότι αυτός εστίν ιησούς ο χριστός. από τότε ήρξατο ο ιησούς δεικνύειν τοις μαθηταίς αυτού, ότι δει αυτόν απελθείν εις ιεροσόλυμα, και πολλά παθείν από των πρεσβυτέρων, και αρχιερέων, και γραμματέων, και αποκτανθήναι, και τη τρίτη ημέρα εγερθήναι{.} και προσλαβόμενος αυτόν ο πέτρος, ήρξατο επιτιμάν αυτώ λέγων. ίλεως σοι κύριε, ουμή έσται σοι τούτο. ο δε στραφείς είπε τω πέτρω. ύπαγε οπίσω μου σατανά. σκάνδαλον μου ει, ότι ου φρονείς τα του θεού αλλά τα των ανθρώπων. τότε ο ιησούς είπε τοις μαθηταίς αυτού ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθήτω μοι. ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν. ος δαν απολέσει την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν. τι γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή. η τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού. μέλλει γαρ ο υιός του ανθρώπου έρχεσθαι εν τη δόξη του πατρός αυτού μετά των αγγέλων αυτού. και τότε αποδώσει εκάστω κατά την πράξιν αυτού. αμήν λέγω υμίν, εισί τινές των ώδε εστηκότων, οίτινες ουμή γεύσονται θανάτου, έως αν ίδωσι τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν τη βασιλεία αυτού.

Chapter 17

Και μεθ ημέρας εξ παραλαμβάνει ο ιησούς τον πέτρον και ιάκωβον και ιωάννην τον αδελφόν αυτού, και αναφέρει αυτούς εις όρος υψηλόν κατιδίαν, και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών. και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φώς. και ιδού ώφθησαν αυτοίς μωσής και ηλίας μετ αυτού συλλαλούντες. αποκριθείς δε ο πέτρος είπε τω ιησού. κύριε, καλόν εστίν ημάς ώδε είναι. ει θέλεις ποιήσωμεν ώδε τρείς σκηνάς. σοι μίαν, και μωσή μίαν, και μίαν ηλία. έτι αυτού λαλούντος, ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς. και ιδού φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα. ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα, αυτού ακούετε. και ακούσαντες οι μαθηταί, έπεσον επί πρόσωπον αυτών, και εφοβήθησαν σφόδρα. και προσελθών ο ιησούς ήψατο αυτών και είπεν. εγέρθητε και μη φοβείσθε. επάραντες δε τους οφθαλμούς αυτών, ουδένα είδον ειμή τον ιησούν μόνον. και καταβαινόντων αυτών από του όρους, ενετείλατο αυτοίς ο ιησούς λέγων. μηδενί είπητε το όνομα, έως ου ο υιός του ανθρώπου εκ νεκρών αναστή. και επηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες. τι ουν οι γραμματείς λέγουσιν ότι ηλίαν δεί ελθείν πρώτον. ο δε ιησούς αποκριθείς είπεν αυτοίς. ηλίας μεν έρχετα{ί} πρώτον, και αποκαταστήσει πάντα. λέγω δε υμίν ότι ηλίας ήδη ήλθε, και ουκ επέγνωσαν αυτόν, αλλ εποίησαν εν αυτώ όσα ηθέλησαν. ούτω και ο υιός του ανθρώπου μέλλει πάσχειν υπ αυτών. τότε συνήκαν οι μαθηταί ότι περί ιωάννου του βαπτιστού είπεν αυτοίς. και ελθόντων αυτών προς τον όχλον, προσήλθεν αυτώ άνθρωπος γονυπετρών αυτόν και λέγων. κύριε ελέησον μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει. πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ, και πολλάκις εις το ύδωρ, και προσήνεγκα αυτόν τοις μαθηταίς σου, και ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύσαι. αποκριθείς δε ο ιησούς είπεν. ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη, έως πότε έσομαι μεθ υμών. έως πότε ανέξομαι υμών. φέρετε μοι αυτόν ώδε. και επετίμησεν αυτώ ο ιησούς και εξήλθεν απ αυτού το δαιμόνιον, και εθεραπεύθη ο παις από της ώρας εκείνης. τότε προσελθόντες οι μαθηταί τω ιησού κατιδίαν είπον. διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό. ο δε ιησούς είπεν αυτοίς. διά την απιστίαν υμών. αμήν γαρ λέγω υμίν. εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερέτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί και μετα βήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν. τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ειμή εν προσευχή και νηστεία. αναστρεφομένων δε αυτών εν τη γαλιλαία, είπεν αυτοίς ο ιησούς μ{έ}λλει ο υιός του ανθρώπου παραδίδοσθαι εις χείρας ανθρώπων, και αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα εγερθήσεται. και ελυπήθησαν σφόδρα. ελθόντων δε αυτών εις καπερναούμ, προσήλθον οι τα δίδραχμα λαμβάνοντες τω πέτρω, και είπον. ο διδάσκαλος υμών ου τελεί τα δίδραχμα{.} λέγει. ναι. και ότε εισήλθεν εις την οικίαν, προέφθασεν αυτόν ο ιησούς λέγων. τι σοι δοκεί σίμων, οι βασιλείς της γης από τίνων λαμβάνουσι τέλη η κήνσον, από των υιών αυτών, η από των αλλοτρίων. λέγει αυτώ ο πέτρος. από των αλλοτρίων. έφη αυτώ ο ιησούς. αράγε, ελευθεροι εισίν οι υιοί. ίνα δε μη σκανδαλίσωμεν αυτούς, πορευθείς εις την θάλασσαν βάλε άγκιστρον, και τον αναβαίνοντα πρώτον ιχθύν άρον, και ανοίξας το στόμα αυτού, ευρήσεις στατήρα. εκείνον λαβών, δος αυτοίς αντί εμού και σου.

Chapter 18

Εν εκείνη τη ώρα προσήλθον οι μαθηταί τω ιησού λέγοντες. τις άρα μείζων εστίν εν τη βασιλεία των ουρανών. και προσκαλεσάμενος ο ιησούς παιδίον, έστησεν αυτό εν μέσω αυτών και είπεν. αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ουμή εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τοιούτον εν, επί τω ονόματι μου εμέ δέχεται. ος δαν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ, συμφέρεί αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός επί τον τράχηλον αυτού, και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης. ουαί τω κόσμω από των σκανδάλων. ανάγκη γαρ εστίν ελθείν τα σκάνδαλα. πλήν ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι ου το σκάνδαλον έρχεται. ει δε η χειρ σου η ο πους σου σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτά, και βάλε από σου. καλόν σοι εστίν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν η κυλλόν, η δύο χείρας η δύο πόδας έχοντα βληθήναι εις το πυρ το αιώνιον. και ει ο οφθαλμός σου σκανδαδίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου. καλόν σοι εστί μονόφθαλμον εις την ζωήν εισελθείν, η δύο οφθαλμούς έχοντα βληθήναι εις την γέενναν του πυρός{.} οράτε μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων. λέγω γαρ υμίν, ότι οι άγγελοι αυτών εν ουρανοίς διαπαντός βλέπουσι το πρόσωπον του πατρός μου του εν ουρανοίς. ήλθε γαρ ο υιός του ανθρώπου σώσαι το απολωλός. τι υμίν δοκεί. εάν γένηται τινί ανθρώπω εκατόν πρόβατα, και πλανηθή εν εξ αυτών, ουχί αφείς τα ενενήκοντα εννέα, επί τα όρη πορευθείς ζητεί το πλανώμενον. και εάν γένηται ευρείν αυτό, αμήν λέγω υμίν, ότι χαίρει επ αυτώ μάλλον, η επί τοις ενενήκοντα εννέα τοις μη πεπλανημένοις. ούτως ουκ εστί θέλημα έμπροσθεν του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ίνα απόληται εις των μικρών τούτων. εάν δε αμάρτη εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου. εάν σου ακούση, εκέρδησας τον αδελφόν σου. εάν δε μη ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα η δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων η τριών σταθή παν ρήμα. εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη εκκλησία. εάν δε και της εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης. αμήν λέγω υμίν, όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ. και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ. πάλιν αμήν λέγω υμίν, ότι εάν δύο υμών συμφωνήσωσιν επί της γης περί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά του πατρός μου του εν ουρανοίς. ου γαρ εισί δύο η τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών. τότε προσελθών αυτώ ο πέτρος, είπε. κύριε ποσάκις αμαρτήσει εις εμέ ο αδελφός μου και αφήσω αυτώ, έως επτάκις. λέγει αυτώ ο ιησούς. ου λέγω σοι έως επτάκις, αλλ έως εβδομηκοντάκις επτά. διά τούτο ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί ος ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού. αρξαμένου δε αυτού συναίρειν, προσηνέχθη αυτώ εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων, μη έχοντος δε αυτώ αποδούναι, ελέλευσεν αυτόν ο κύριος αυτού πραθήναι. και την γυναίκα αυτού και τα τέκνα, και πάντα όσα είχε, και αποδοθήναι. πεσών ουν ο δούλος, προσεκύνει αυτώ λέγων. κύριε. μακροθύμησον επ εμοί, και πάντα σοι αποδώσω. σπλαγχνισθείς δε ο κύριος του δούλου εκείνου, απέλυσεν αυτόν. και το δάνειον αφήκεν αυτώ. εξελθών δε ο δούλος εκείνος, εύρεν ένα των συνδούλων αυτού, ος ώφειλεν αυτώ εκατόν δηνάρια. και κρατήσας αυτόν έπνιγε λέγων. απόδος μοι ει τι οφείλεις. πεσών ουν ο σύνδουλος αυτού εις τους πόδας αυτού, παρεκάλει αυτόν λέγων. μακροθύμησον επ εμοί, και αποδώσω σοι. ο δε ουκ ήθελεν. αλλά απελθών, έβαλεν αυτόν εις φυλακήν, εώς ου αποδώ το οφειλόμενον. ιδόντες δε οι σύνδουλοι αυτού τα γενόμενα, ελυπήθησαν σφόδρα. και ελθόντες διεσάφησαν τω κυρίω αυτών πάντα τα γενόμενα. τότε προσκαλεσάμενος αυτόν ο κύριος αυτού, λέγει αυτώ. δούλε πονηρέ, πάσαν την οφειλήν εκείνην αφήκα σοι επεί παρεκάλεσας με. ουκ έδει και σε ελεήσαι τον σύνδουλον σου ως και εγώ σε ηλέησα. και οργισθείς ο κύριος αυτού, παρέδωκεν αυτόν τοις βασανισταίς, έως ου αποδώ παν το οφειλόμενον αυτώ. ούτως και ο πατήρ μου ο επουρανίος ποιήσει υμίν εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών.

Chapter 19

Και εγένετο ότε ετέλεσεν ο ιησούς τους λόγους τούτους, μετήρεν από της γαλιλαίας και ήλθεν εις τα όρια της ιουδαίας πέραν του ιορδάνου. και ηκολούθησαν αυτώ όχλοι πολλοί, και εθεράπευσεν αυτούς εκεί. και προσήλθον αυτώ οι φαρισαίοι πειράζοντες αυτόν και λέγοντες αυτώ. ει έξεστιν ανθρώπω απολύσαι την γυναίκα αυτού κατά πάσαν αιτίαν. ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς. ουκ ανέγνωτε ότι ο ποιήσας απ αρχής, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς, και είπεν. ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και προσκολληθήσεται τη γυναικί αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν. ώστε ουκ έτι εισί δύο, αλλά σάρξ μία. ο ουν ο θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω. λέγουσιν αυτώ, τι ουν μωσής ενετείλατο δούναι βιβλίον αποστασίου, και απολύσαι αυτήν. λέγει αυτοίς, ότι μωσής πρός την σκληροκαρδίαν υμών επέτρεψεν υμίν απολύσαι τας γυναίκας υμών. απ αρχής δε ου γέγονεν ούτως λέγω δε υμίν. ότι ος αν απολύση την γυναίκα αυτού μη επί πορνεία και γαμήσει άλλην, μοιχάται. και ο απολελυμένην γαμήσας μοιχάται. λέγουσιν αυτώ οι μαθηταί αυτού. ει ούτως εστίν η αιτία του ανθρώπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι. ο δε είπεν αυτοίς. ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ οις δέδοται. εισί γαρ ευνούχοι οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγενήθησαν ούτως. και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνουχίσθησαν υπό των ανθρώπων. και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνούχισαν εαυτούς δια την βασιλείαν των ουρανών. ο δυνάμενος χωρείν, χωρείτω. τότε προσηνέχθησαν αυτώ παιδία ίνα τας χείρας επιθή αυτοίς και προσεύξηται. οι δε μαθηταί επετίμησαν αυτοίς. ο δε ιησούς είπεν. άφετε τα παιδία. και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με. των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών. και επιθείς αυτοίς τας χείρας, επορεύθη εκείθεν. και ιδού εις προσελθών, είπεν αυτώ. διδάσκαλε αγαθέ, τί αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον. ο δε είπεν αυτώ. τι με λέγεις αγαθόν{,} ουδείς αγαθός, ειμή εις ο θεός. ει δε θέλεις εισελθείν εις τήν ζωήν, τήρησον τας εντολάς. λέγει αυτώ. ποίας. ο δε ιησούς είπε. το ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις. τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. λέγει αυτώ ο νεανίσκος. πάντα ταύτα εφυλαξάμην εκ νεότητος μου, τι ετί υστερώ. έφη αυτώ ο ιησούς. ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησον σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ. και δεύρο ακολούθει μοι. ακούσας δε ο νεανίσκος τον λόγον, απήλθε λυπούμενος{.} ην γαρ έχων κτήματα πολλά. ο δε ιησούς είπε τοις μαθηταίς αυτού. αμήν λέγω υμίν, ότι δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών. πάλιν δε λέγω υμίν. ευκοπώτερον εστί κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν, η πλούσιον εις την βασιλείαν του θεού εισελθείν. ακούσαντες δε οι μαθηταί αυτού εξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες. τις άρα δύναται σωθήναι. εμβλέψας δε ο ιησούς είπεν αυτοίς. παρά ανθρώποις τούτο αδύνατον εστί, παρά δε θεώ πάντα δυνατά. τότε αποκριθείς ο πέτρος είπεν αυτώ. ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα, και ηκολουθήσαμεν σοι, τι άρα έσται ημίν. ο δε ιησούς είπεν αυτοίς. αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντες μοι εν τη παλιγγενεσία όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνων κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του ισραήλ. και πάς ος αφήκεν οικίαν, η αδελφούς, η αδελφάς, η πατέρα, η μητέρα, η γυναίκα, η τέκνα, η αγρούς ένεκεν του ανόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται, και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει. πολλοί δε έσονται πρώτοι έσχατοι, και οι έσχατοι πρώτοι.

Chapter 20

Ομοία γαρ εστίν η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω οικοδεσπότη, όστις εξήλθεν άμα πρωΐ μισθώσασθαι εργάτας εις τον αμπελώνα αυτού. και συμφωνήσας μετά των εργατών εκ δηναρίου την ημέραν, απέστειλεν αυτούς εις τον αμπελώνα αυτού. και εξελθών περί τρίτην ώραν, είδεν άλλους εστώτας εν τη αγορά αργούς. κακείνοις είπεν, υπάγετε και υμείς εις τον αμπελώνα, και ο εάν η δίκαιον δώσω υμίν. οι δε απήλθον. πάλιν εξελθών περί έκτην και ενάτην ώραν, εποίησεν ωσαύτως. περί δε την ενδεκάτην ώραν εξελθών εύρεν άλλους εστώτας αργούς, και λέγει αυτοίς. τι ώδε εστήκατε όλην την ημέραν αργοί{,} λέγουσιν αυτώ. ότι ουδείς ημάς εμισθώσατο. λέγει αυτοίς. υπάγετε και υμείς εις τον αμπελώνα, και ο εάν η δίκαιον λήψεσθε. οψίας δε γενομένης, λέγει ο κύριος του αμπελώνος τω επιτρόπω αυτού. κάλεσον τους εργάτας, και απόδος αυτοίς τον μισθόν αρξάμενος από των εσχάτων έως των πρώτων. και ελθόντες οι περί την ενδεκάτην ώραν, έλαβον ανά δηνάριον. ελθόντες δε οι πρώτοι, ενόμισαν ότι πλείονα λήψονται, και έλαβον και αυτοί ανά δηνάριον. λαβόντες δε εγόγγυζον κατά του οικοδεσπότου λέγοντες. ότι ούτοι οι έσχατοι μίαν ώραν εποίησαν, και ίσους ημίν αυτούς εποίησας τοις βαστάσασι το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα. ο δε αποκριθείς είπεν επί αυτών. εταίρε, ουκ αδικώ σε. ουχί δηναρίου συνεφώνησας μοι. άρον το σόν, και ύπαγε. θέλω δε τούτω τω εσχάτω δούναι ως και σοι. η ουκ έξεστι μοι ποιήσαι ο θέλω εν τοις εμοίς. ει ο οφθαλμός σου πονηρός εστίν, ότι εγώ αγαθός ειμί. ούτως έσονται οι έσχατοι πρώτοι, και οι πρώτοι έσχατοι. πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί. και αναβαίνων ο ιησούς εις ιεροσόλυμα παρέλαβε τους δώδεκα μαθητάς κατιδίαν εν τη οδώ, και είπεν αυτοίς. ιδού αναβαίνομεν εις ιεροσόλυμα, και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και γραμματεύσι, και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω, και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσιν εις το εμπαίξαι και μαστιγώσαι και σταυρώσαι, και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται. τότε προσήλθεν αυτώ η μήτηρ των υιών ζεβελαίου μετά των υιών αυτής προσκυνούσα και αιτούσα τι παρ αυτού. ο δε είπεν αυτή. τι θέλεις. λέγει αυτώ. ειπέ ίνα καθίσωσιν ούτοι οι δύο υιοί μου, εις εκ δεξιών σου, και εις εξ ευωνίμων σου εν τη βασιλεία σου. αποκριθείς δε ο ιησούς είπεν. ουκ οίδατε τι αιτείσθε. δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγώ μέλλω πίνειν, η το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι. λέγουσιν αυτώ δυνάμεθα. και λέγει αυτοίς. το μέν ποτήριον μου πίεσθε, και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι, βαπτισθήσεσθε. το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνυμων μου ουκ εστίν εμόν δούναι, αλλ οις ητοίμασται υπό του πατρός μου. και ακούσαντες οι δέκα ηγανάκτησαν περί των δύο αδελφών. ο δε ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς είπεν. οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών, και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. ουχ ούτως δε έσται εν υμίν. αλλ ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος. και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος ώσπερ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών. και εκπορευομένων αυτών από ιεριχώ, ηκολούθησεν αυτώ όχλος πολύς. και ιδού δύο τυφλοί καθήμενοι παρά την οδόν ακούσαντες ότι ιησούς παράγει, έκραχαν λέγοντες. ελέησον ημάς κύριε υιός δαυίδ. ο δε όχλος επετίμησεν αυτοίς ίνα σιωπήσωσιν. οι δε μείζον έκραζον λέγοντες. ελέησον ημάς κύριε υιός δαυίδ. και στας ο ιησούς, εφώνησεν αυτούς και είπε. τι θέλετε ποιήσω υμίν. λέγουσιν αυτώ. κύριε ίνα ανοιχθώσιν ημών οι οφθαλμοί. σπλαχνισθείς δε ο ιησους ήψατο των οφθαλμών αυτών. και ευθέως ανέβλεψαν αυτών οι οφθαλμοί, και ηκολούθησαν αυτώ.

Chapter 21

Και ότε ήγγισαν εις ιεροσόλυμα και ήλθον εις βηθσφαγή προς το όρος των ελαιών, τότε ο ιησούς απέστειλε δύο μαθητάς λέγων αυτοίς. πορεύθητε εις την κώμην την κατέναντι υμών, και ευθέως ευρήσετε όνον δεδεμένον και πώλον μετ αυτής. λύσαντες αγάγετε μοι. και εάν τις υμίν είπη τί, ερείτε ότι ο κύριος αυτών χρείαν έχει. ευθέως δε αποστέλλει αυτούς. τούτο δε όλον γέγονενε ίνα πληρωθή το ρηθέν διά του προφήτου λέγοντος. είπατε τη θυγατρί σιών, ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται σοι πραύς και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον υιόν υποζυγίου. πορευθέντες δε οι μαθηταί και ποιήσαντες καθώς προσέταξεν αυτοίς ο ιησούς, ήγαγον την όνον και τον πώλον. και επέθηκαν επάνω αυτών τα ιμάτια αυτών, και επεκάθισεν επάνω αυτών. ο δε πλείστος όχλος έστρωσαν εαυτών τα ιμάτια εντη οδώ. άλλοι δε έκοπτον κλάδους από των δένδρων, και εστρώννουν εν τη οδώ. οι δε όχλοι οι προάγοντες και οι ακολουθούντες, έκραζον λέγοντες. ωσαννά τω υιώ δαυίδ, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι κυρίου, ωσαννά εν τοις υψίστοις. και εισελθόντος αυτού εις ιεροσόλυμα, εσείσθη πάσα η πόλις λέγουσα. τις εστίν ούτος οι δε όχλοι έλεγον. ούτος εστίν ιησούς ο προφήτης ο από ναζαρέτ της γαλιλαίας. και εισήλθεν ο ιησούς εις το ιερόν του θεού, και εξέβαλε πάντας τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω ιερώ, και τας τραπέζας των κολλυβιστών κατέστρεψε, και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς, και λέγει αυτοίς. γέγραπται. ο οίκος μου οικος προσευχής κληθήσεται, υμείς δε αυτόν εποιήσατε. σπήλαιον ληστών. και προσήλθον αυτώ χωλοί και τυφλοί εν τω ιερώ, και εθεράπευσεν αυτούς. ιδόντες δε οι αρχιερείς και οι γραμματείς τα θαυμάσια α εποίησε, και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας, ωσαννά τω υιώ δαυίδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ. ακούεις τι ούτοι λέγουσιν. ο δε ιησούς λέγει αυτοίς. ναι.᾿ουδέποτε ανέγνωτε ότι εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον. και καταλιπών αυτούς, εξήλθεν έξω της πόλεωσ εις βηθανίαν, και ηυλίσθη εκεί. πρωΐας δε επανάγων εις την πόλιν, επείνασε. και ιδών συκήν μίαν επί της οδού, ήλθεν επ αυτήν. και ουδέν εύρεν εν αυτή ειμή φύλλα μόνον. και λέγει αυτή. μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα. και εξηράνθη παραχρήμα η συκή. και ιδόντες οι μαθηταί εθαύμασαν λέγοντες. πως παραχρήμα εξηράνθη η συκή. αποκριθείς δε ο ιησούς είπεν αυτοίς αμήν λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε, ου μόνον το της συκής ποιήσετε, αλλά καν τω όρει τούτω είπητε άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται. και πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες λήψεσθε. και ελθόντι αυτω εις το ιερόν, προσήλθον αυτώ διδάσκοντι οι αρχιερείς και οι πρεσβψ´τεροι του λαού λέγοντες. εν ποία εξουσία ταύτα ποιές. και τις σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην. αποκριθείς δε ο ιησούς, είπεν αυτοίς. ερωτήσω υμάς καγώ λόγον ένα, ον εάν είπητε μοι, καγώ υμίν ερώ εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ. το βάπτισμα ιωάννου πόθεν ην, εξ ουρανού, η εξ ανθρώπων. οι δε διελογίζοντο παρ εαυτοίς λέγοντες. εάν είπωμεν εξ ουρανού, ερεί ημίν, διά τι ουν ουκ επιστεύσατε αυτώ. εάν δε είπωμεν εξ ανθρώπων, φοβούμεθα τον όχλον. πάντες γαρ εχουσι τον ιωάννην ως προφήτην. και αποκριθέντες τω ιησού είπον, ουκ οίδαμεν. έφη αυτοίς και αυτός. ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ. τι δε υμίν δοκεί. άνθρωπος τις είχε τέκνα δύο, και προσελθών τω πρώτω είπεν. τέκνον, ύπαγε σήμερον εργάζου εν τω αμπελώνι μου. ο δε αποκριθείς είπεν. ου θέλω. ύστερον δε μεταμεληθείς απήλθεν. και προσελθών τω δευτέρω είπεν ωσαύτως. ο δε αποκριθείς είπεν. εγώ κύριε. και ουκ απήλθε. τις εκ των δύο εποίησε το θέλημα του πατρός. λέγουσιν αυτώ. ο πρώτος. λέγει αυτοίς ο ιησούς. αμήν λέγω υμίν, ότι οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του θεού. ήλθε γαρ προς υμάς ιωάννης εν οδώ δικαιοσύνης, και ουκ επιστεύσατε αυτώ. οι δε τελώναι και αι πόρναι επίστευσαν αυτώ. υμείς δε ιδόντες ου μετεμελήθητε ύστερον του πιστεύσαι αυτώ. άλλην παραβολήν ακούσατε. άνθρωπος τις ην οικοδεσπότης, όστις εφύτευσεν αμπελώνα, και φραγμόν αυτώ περιέθηκε, και ώρυξεν εν αυτώ ληνόν{,} και ωκοδόμησε πύργον, και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησεν. ότε δε ήγγισεν ο καιρός των καρπών, απέστειλε τους δούλους αυτού πρός τους γεωργούς, λαβείν τους καρπούς αυτού. και λαβόντες οι γεωργοί τους δούλους αυτού, ον μεν έδειραν, ον δε απέκτειναν, ον δε ελιθοβόλησαν. πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους πλείονας των πρώτων, και εποίησαν αυτοίς ωσαύτως. ύστερον δε απέστειλε προς αυτούς τον υιόν αυτού λέγων, εντραπήσονται τον υιόν μου. οι δε γεωργοί ιδόντες τον υιόν, είπον εν εαυτοίς. ούτος εστίν ο κληρονόμος, δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν, και κατάσχωμεν τηνκληρονομίαν αυτού. και λαβόντες εξέβαλον αυτόν έξω του αμπελώνος, και απέκτειναν. όταν ουν έλθη ο κύριος του αμπελώνος, τι ποιήσει τοις γεωργοίς εκείνοις. λέγουσιν αυτώ. κακούς κακώς απολέσει αυτούς, και τον αμπελώνα εκδώσεται άλλοις γεωργοίς, οίτινες αποδώσουσιν αυτώ τους καρπούς εν τοις καιροίς αυτών. λέγει αυτοίς ο ιησούς. ουδέποτε ανέγνωτε εν ταις γραφαίς. λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας. παρά κυρίου εγένετο αύτη, και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών. διατούτο λέγω υμίν. ότι αρθήσεται αφ υμών η βασιλεία του θεού, και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής. και ο πεσών επί τον λίθον τούτον, συνθλασθήσεται. εφ ον δαν πέση, λικμήσει αυτόν. και ακούσαντες οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι τας παραβολάς αυτού, έγνωσαν ότι περί αυτών λέγει. και ζητούντες αυτόν κρατήσαι εφοβήθησαν τους όχλους, επειδή ως προφήτην αυτόν είχον. και αποκριθείς ο ιησούς πάλιν, είπεν αυτοίς εν παραβολαίς λέγων.

Chapter 22

{Ω}μοιώθη βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις εποίησε γάμους τω υιώ αυτού. και απέστειλε τους δούλους αυτού καλέσαι τους κεκλημένους εις τους γάμους, και ουκ ήθελον ελθείν. πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους λέγων. είπατε τοις κεκλημένοις ιδού το άριστον μου ητοίμασα, οι ταύροι μου και τα σιτιστά τεθυμένα, και πάντα έτοιμα, δεύτε εις τους γάμους. οι δε αμελήσαντες απήλθον, ο μεν εις τον ίδιον αγρόν, ο δε εις την εμπορίαν αυτού. οι δε λοιποί κρατήσαντες τους δούλους αυτού, ύβρισαν και απέκτειναν{,} και ακούσας ο βασιλεύς εκείνος, ωργίσθη. και πέμψας τα στρατεύματα αυτού, απώλεσε τους φονείς εκείνους. και την πόλιν αυτών ενέπρησε. τότε λέγει τοις δούλοις αυτού. ο μεν γάμος έτοιμος εστίν, οι δε κεκλημένοι ουκ ήσαν άξιοι. πορεύεσθε ουν επί τας διεξόδους των οδών, και όσους εάν εύρητε, καλέσατε εις τους γάμους. και εξελθόντες οι δούλοι εκείνοι εις τας οδούς, συνήγαγον πάντας όσους εύρον πονηρούς τε και αγαθούς, και επλήσθη ο γάμος ανακειμένων. εισελθών δε ο βασιλεύς θεάσασθαι τους ανακειμένους, είδεν εκεί άνθρωπον ουκ ενδεδυμένον ένδυμα γάμου. και λέγει αυτώ. εταίρε πως εισήλθες ώδε μη έχων ένδυμα γάμου. ο δε εφιμώθη. τότε είπεν ο βασιλεύς τοις διακόνοις. δήσαντες αυτού χείρας και πόδας, άρατε αυτόν και εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον. εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί. τότε πορευθέντες οι φαρισαίοι, συμβούλιον έλαβον όπως αυτόν παγιδεύσωσιν εν λόγω. και αποστέλλουσιν αυτώ τους μαθητάς αυτών μετά των ηρωδιανών λέγοντες. διδάσκαλε, οίδαμεν ότι αληθής ει, και την οδόν του θεού εν αληθεία διδάσκεις, και ου μέλει σοι περί ουδενός. ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων. ειπε ουν ημίν, τι σοι δοκεί. έξεστι δούναι κήνσον καίσαρι, η ου. γνούς δε ο ιησούς την πονηρίαν αυτών είπε. τι με πειράζετε υποκριταί. επιδείξατε μοι το νόμισμα του κήνσου. οι δε προνήνεγκαν αυτώ δηνάριον. και λέγει αυτοίς. τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή. λέγουσιν αυτώ, καίσαρος. τότε λέγει αυτοίς. απόδοτε ουν τα καίσαρος καίσαρι, και τα του θεού τω θεώ. και ακούσαντες εθαύμασαν, και αφέντες αυτόν απήλθον. εν εκείνη τη ημέρα προσήλθον αυτώ σαδδουκαίοι οι λέγοντες μη είναι ανάστασιν, και επηρώτησαν αυτόν λέγοντες. διδάσκαλε, μωσής είπεν. εάν τις αποθάνη μη έχων τέκνα, επιγαμβρεύσει ο αδελφός αυτού την γυναίκα αυτού, και αναστήσει σπέρμα τω αδελφώ αυτού. ήσαν δε παρ ημίν επτά αδελφοί. και ο πρώτος γαμήσας ετελεύτησε, και μη έχων σπέρμα αφήκε την γυναίκα αυτού τω αδελφώ αυτού. ομοίως και ο δεύτερος και ο τρίτος, έως των επτά. ύστερον δε πάντων απέθανε και η γυνή. εν τη ούν αναστάσει τίνος των επτά έσται γυνή, πάντες γαρ έσχον αυτήν. αποκριθείς δε ο ιησούς είπεν αυτοίς. πλανάσθε μη ειδότες τας γραφάς, μηδέ την δύναμιν του θεού. εν γαρ τη αναστάσει ούτε γαμούσιν, ούτε εκγαμίζονται, αλλ ως άγγελοι του θεού εν ουρανώ εισί. περί δε της αναστάσεως των νεκρών ουκ ανέγνωτε το ρηθέν υμίν υπό του θεού λέγοντος. εγώ ειμί ο θεός αβραάμ, και ο θεός ισαάκ, και ο θεός ιακώβ. ουκ έστιν ο θεός θεός νεκρών, αλλά ζώντων. και ακούσαντες οι όχλοι, εξεπλήσσοντο επί τη διδαχή αυτού. οι δε φαρισαίοι ακούσαντες ότι εφίμωσε τους σαδδουκαίους συνήχθησαν επιτοαυτό και επηρώτησεν εις εξ αυτών νομικός πειράζων αυτόν και λέγων. διδάσκαλε{,} ποία εντολή μεγάλη εν τω νόμω. ο δε ιησούς έφη αυτώ. αγαπήσεις κύριον τον θεόν σου εν όλη τη καρδία σου, και εν όλη τη ψυχή σου, και εν όλη τη διανοία σου. αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. δευτέρα δε ομοία αύτη. αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται. συνηγμένων δε των φαρισαίων επηρώτησεν αυτούς ο ιησούς λέγων. τι υμίν δοκεί περί του χριστού, τίνος υιός εστί. λέγουσιν αυτώ του δαυίδ. λέγει αυτοίς. πως ουν δαυίδ εν πνεύματι κύριον αυτόν καλεί λέγων. είπεν ο κύριος τω κυρίω μου κάθου εκ δεξιών μου{,} έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου. ει ουν δαυίδ καλεί αυτόν κύριον, πως υιός αυτού εστί· και ουδείς ηδύνατο αυτώ αποκριθήναι λόγον. ουδέ ετόλμησε τις απ εκείνης της ημέρας επερωτάν αυτόν ουκέτι.

Chapter 23

Τότε ο ιησούς ελάλησε τοις όχλοις και τοις μαθηταίς αυτού λέγων. επί της μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι. πάντα ουν όσα εάν είπωσιν υμίν τηρείν, τηρείτε και ποιείτε, κατά δε τα έργα αυτών μη ποιείτε. λέγουσι γαρ και ου ποιούσι. δεσμεύουσι γαρ φορτία βαρέα και δυσβάστακτα, και επιτιθέασιν επί τους ώμους των ανθρώπων. τω δε δακτύλω αυτών ου θέλουσι κινήσαι αυτά. πάντα δε τα έργα αυτών ποιούσι προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις. πλατύνουσι δε τα φυλακτήρια αυτών, και μεγαλύνουσι τα κράσπεδα των ιματίων αυτών. φιλούσι τε την πρωτοκλισίαν εν τοις δείπνοις, και τας πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς, και τους ασπασμούς εν ταις αγοραίς, και καλείσθαι υπό των ανθρώπων ραββΐ ραββΐ. υμείς δε μη κληθήτε ραββΐ. εις γαρ εστίν υμών ο καθηγητής ο χριστός. πάντες δε υμείς αδελφοί εστέ. και πατέρα μη καλέσητε υμών επί της γης, εις γαρ εστίν ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς. μηδέ κληθήτε καθηγηταί, εις γαρ υμών εστίν ο καθηγητής ο χριστός. ο δε μείζων υμών έσται υμών διάκονος. όστις δε υψώσει εαυτόν ταπεινωθήσεται, και όστις ταπεινώσει εαυτόν υψωθήσεται. ουαί δε υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί, ότι κατεσθίετε τας οικίας των χηρών και προφάσει μακρά προσευχόμενοι, διατούτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα. ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων. υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν. ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί, ότι περιάγετε την θάλασσαν και την ξηράν ποιήσαι ένα προσήλυτον. και όταν γένηται, ποιείτε αυτόν υιόν γεέννης διπλότερον υμών. ουαί υμίν οδηγοί τυφλοί οι λέγοντες ος αν ομόση εν τω ναώ ουδέν εστίν, ος δαν ομόση εν τω χρυσώ του ναού οφείλει. μωροί και τυφλοί, τις γαρ μείζων εστίν ο χρυσός, η ο ναός ο αγιάζων τον χρυσόν. και ος εάν ομόση εν τω θυσιαστηρίω ουδέν εστίν. ος δαν ομόση εν τω δώρω τω επάνω αυτού, οφείλει. μωροί και τυφλοί τι γαρ μειζον το δώρον η το θυσιαστήριον το αγιάζον το δώρον. ο ουν ομόσας εν τω θυσιαστηρίω, ομνύει εν αυτώ και εν πάσι τοις επάνω αυτού. και ο ομόσας εν τω ναώ, ομνύει εν αυτώ και εν τω κατοικήσαντι αυτόν. και ο ομόσας εν τω ουρανώ, ομνύει εν τω θρόνω του θεού, και εν τω καθημένω επάνω αυτού. ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί, ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμον και το άνηθον και το κύμινον, και αφήκατε τα βαρύτερα του νόμου την κρίσιν και τον έλεον και την πίστιν. ταύτα έδει ποιήσαι κακείνα μη αφιέναι. οδηγοί τυφλοί, οι διυλίζοντες τον κώνωπα την δε κάμηλον καταπίνοντες. ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί, ότι καθαρίζετε το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος, έσωθεν δε γέμουσιν εξ αρπαγής και αδικίας. φαρισαίε τυφλέ, καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου και της παροψίδος, ίνα γένηται και το εκτός αυτών καθαρόν. ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί, ότι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οίτινες έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι, έσωθεν δε γέμουσιν οστεων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας. ούτω και υμεί, έξωθεν μεν φαίνεσθε τοις ανθρώποις δίκαιοι, έσωθεν δε μεστοί εστέ υποκρίσεως και ανομίας. ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί, ότι οικοδομείτε τους τάφους των προφητών, και κοσμείτε τα μνημεία των δικαίων, και λέγετε. ότι ει ήμεθα εν ταις ημέραις των πατέρων ημών, ουκ αν ήμεν κοινωνοί αυτών εν τω αίματι των προφητών. ώστε μαρτυρείτε εαυτοίς ότι υιοί εστέ των φονευσάντων τους προφήτας. και υμείς πληρώσατε το μέτρον των πατέρων υμών. όφεις γεννήματα εχιδνών, πώς φύγητε από της κρίσεως της γεέννης. διά τούτο ιδού εγώ αποστέλλω πρός υμάς προφήτας και σοφούς και γραμματείς, και εξ αυτών αποκτενείτε και σταυρώσετε, και εξ αυτών μαστιγώσετε εν ταις συνναγωγαίς υμών, και διώξετε από πόλεως εις πόλιν, όπως έλθη εφ υμάς παν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί της γης από του αίματος άβελ του δικαίου έως του αίματος ζαχαρίου υιού βαραχίου ον εφονεύσατε μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου. αμήν λέγω υμίν. ότι ήξει πάντα ταύτα επί την γενεάν ταύτην, ιερουσαλήμ ιερουσαλήμ η αποκτένουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν{,} ποσάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου ον τρόπον επισύναγει όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε. ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος. λέγω γαρ υμίν, ουμή με ίδητε απάρτι, έως αν είπητε, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι κυρίου.

Chapter 24

Και εξελθών ο ιησούς επορεύετο από του ιερού. και προσήλθον οι μαθηταί αυτού επιδείξαι αυτώ τας οικοδομάς του ιερού. ο δε ιησούς είπεν αυτοίς. ου βλέπετε ταύτα πάντα, αμήν λέγω υμίν ουμή αφεθή ώδε λίθος επί λίθον, ος ου καταλυθήσεται. καθημένου δε αυτού επί του όρους των ελαιών, προσήλθον αυτώ οι μαθηταί κατιδίαν λέγοντες. ειπέ υμίν πότε ταύτα έσται, και τι το σημείον της σης παρουσίας και της συντελείας του αιώνος. και αποκριθείς ο ιησούς είπεν αυτοίς. βλέπετε μήτις υμάς πλανήση. πολλοί γαρ ελεύσονται επί τω ονόματι μου λέγοντες. εγώ ειμί ο χριστός, και πολλούς πλανήσουσι. μελλήσετε δε ακούειν πολέμους και ακοάς πολέμων. οράτε μη θροείσθε, δει γαρ πάντα γενέσθαι, αλλ ούπω εστί το τέλος. εγερθήσεται γαρ έθνος επί έθνος, και βασιλεία επί βασιλείαν, και έσονται λιμοί και λοιμοί και σεισμοί κατά τόπους. πάντα δε ταύτα αρχή ωδίνων. τότε παραδώσουσιν υμάς εις θλίψιν, και αποκτενούσιν υμάς, και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων των εθνών διά το όνομα μου. και τότε σκανδαλισθήσονται πολλοί και αλλήλους παραδώσουσι, και μισήσουσιν αλλήλους. και πολλοί ψευδοπροφήται εγερθήσονται και πλανήσουσι πολλούς. και διά το πληθυνθήναι την ανομίαν, ψυγήσεται η αγάπη των πολλών. ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται. και κηρυχθήσεται τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη εις μαρτύριον πάσι τοις έθνεσι. και τότε ήξει το τέλος. όταν ούν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεωσ το ρηθέν διά δανιήλ του προφήτου εστός εν τόπω αγίω, ο αναγινώσκων νοείτω τότε οι εν τη ιουδαία φευγέτωσαν επί τα όρη. ο επί του δώματος μη καταβαινέτω άραι τα εκ της οικίας αυτού. και ο εν τω αγρώ μη επιστρεψάτω οπίσω άραι το ιμάτιον αυτού. ουαί δε ταις εν γαστρί εχούσαις και ταις θηλαζούσαις εν εκείναις ταις ημέραις. προσεύχεσθε δε ίνα μη γένηται η φυγή υμών χειμώνος, μηδέ σαββάτω. έσται γαρ τότε θλίψις μεγάλη οία ου γέγονεν απαρχής κόσμου έως του νυν, ουδουμή γένηται. και ειμή εκολοβώθησαν αι ημέραι εκείναι, ουκ αν εσώθη πάσα σάρξ. διά δε τους εκλεκτούς κολοβωθήσονται αι ημέραι εκείναι. τότε εάν τις υμίν είπη ιδού ώδε ο χριστός η ώδε, μη πιστεύσητε. εγερθήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται, και δώσουσι σημεία μεγάλα και τέρατα, ώστε πλανήσαι ει δυνατόν και τους εκλεκτούς{,} ιδού προείρηκα υμίν. εάν ουν είπωσιν υμίν ιδού εν τη ερήμω εστί, μη εξέλθητε. ιδού εν τοις ταμείοις, μη πιστεύσητε. ώσπερ γαρ η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου. όπου γαρ εάν η το πτώμα, εκεί συναχθήσονται οι αετοί. ευθέως δε μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων ο ήλιος σκοτισθήσεται, και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής, και οι αστέρες πεσούνται από του ουρανού, και αι δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται, και τότε φανήσεται το σημείον του υιού του ανθρώπου εν τω ουρανώ. και τότε κόψονται πάσαι αι φυλαί της γης, και όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής. και αποστελεί τους αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος και φωνής μεγάλης. και επισυνάξουσι τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων απ άκρων ουρανών έως άκρων αυτών. από δε της συκής μάθετε την τεσσάρων ανέμων απ άκρων ουρανών έως άκρων αυτών. από δε της συκής μάθετε την παραβολήν. όταν ήδη ο κλάδος αυτής γένηται απαλός και τα φύλλα εκφύη, γινώσκετε ότι εγγύς το θέρος. ούτως και υμείς όταν ίδητε ταύτα πάντα, γινώσκετε ότι εγγύς εστίν επί θύραις. αμήν λέγω υμίν ουμή παρέλθη η γενεά αύτη έως αν πάντα ταύτα γένηται. ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ουμή παρέλθωσι. περί δε της ημέρας εκείνης και ώρας ουδείς οίδεν ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ειμή ο πατήρ μου μόνος. ώσπερ δε αι ημέραι του νώε, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου. ώσπερ γαρ ήσαν εν ταις ημέραις ταις προ του κατακλυσμού τρώγοντες και πίνοντες γαμούντες και εκγαμίζοντες άχρι ης ημέρας εισήλθε νώε εις την κιβωτόν, και ουκ έγνωσαν έως ήλθεν ο κατακλυσμός και ήρεν άπαντας, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου. τότε δύο έσονται εν τω αγρώ, ο εις παραλαμβάνεται, και ο εις αφίεται. δύο αλήθουσαι εν τω μύλωνι, μία παραλαμβάνεται και μία αφίεται. γρηγορείτε ουν ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο κύριος υμών έρχεται. εκείνο δε γινώσκετε, ότι ει ήδει ο οικοδεσπότης ποία φυλακή ο κλέπτης έρχεται, εγρηγόρησεν αν, και ουκ αν είασε διορυγήναι την οικίαν αυτού. διατούτο και υμείς γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκείτε, ο υιός του ανθρώπου έρχεται. τις άρα εστίν ο πιστός δούλος και φρόνιμος, ον κατέστησεν ο κύριος αυτού επί της θεραπείας αυτού του διδόναι αυτοίς την τροφήν εν καιρώ. μακάριος ο δούλος εκείνος ον ελθών ο κύριος αυτού ευρήσει ποιούντα ούτως. αμήν λέγω υμίν ότι επί πάσι τοις υπάρχουσιν αυτού καταστήσει αυτόν. εάν δε είπη ο κακός δούλος εκείνος εν τη καρδία αυτού, χρονίζει ο κύριος μου ελθείν, και άρξηται τύπτειν τους συνδούλους, εσθίειν δε και πίνειν μετά των μεθυόντων, ήξει ο κύριος του δούλου εκείνου εν ημέρα η ου προσδοκά και εν ώρα η ου γινώσκει, και διχοτομήσει αυτόν, και το μέρος αυτού μετά των υποκριτών θήσει. εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.

Chapter 25

Τότε ομοιωθήσεται η βασιλεία των ουρανών δέκα παρθένοις, αίτινες λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών εξήλθον εις απάντησιν του νυμφίου. πέντε δε ήσαν εξ αυτών φρόνιμοι και αι πέντε μωραί. αίτινες μωραί λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών, ουκ έλαβον μεθ εαυτών έλαιον. αι δε φρόνιμοι έλαβον έλαιον εν τοις αγγείοις αυτών μετά των λαμπάδων αυτών. χρονίζοντος δε του νυμφίου, ενύσταξαν πάσαι και εκάθευδον. μέσης δε νυκτός κραυγή γέγονεν. ιδού ο νυμφίος έρχεται, εξέρχεσθε εις απάντησιν αυτού τότε ηγέρθησαν πάσαι αι παρθένοι εκείναι, και εκόσμησαν τας λαμπάδας αυτών. αι δε μωραί ταις φρονίμοις είπον. δότε ημίν εκ του ελαίου υμών, ότι αι λαμπάδες ημών σβέννυνται. απεκρίθησαν δε αι φρόνιμοι λέγουσαι. μήποτε ουκ αρκέσει ημίν και υμίν. πορεύεσθε δε μάλλον προς τους πωλούντας και αγοράσατε εαυταίς. απερχομένων δε αυτών αγοράσαι, ήλθεν ο νυμφίος, και αι έτοιμοι εισήλθον μετ αυτού εις τους γάμους, και εκλείσθη η θύρα. ύστερον δε έρχονται και αι λοιπαί παρθένοι λέγουσαι. κύριε κύριε άνοιξον ημίν. ο δε αποκριθείς είπεν. αμήν λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς. γρηγορείτε ουν ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν η ο υιός του ανθρώπου έρχεται. ώσπερ γαρ άνθρωπος αποδημών εκάλεσε τους ιδίους δούλους, και παρέδωκεν αυτοίς τα υπάρχοντα αυτού, και ω μεν έδωκε πέντε τάλαντα, ω δε δύο, ω δε εν, εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν, και απεδήμησεν ευθέως. πορευθείς δε ο τα πέντε τάλαντα λαβών, ειργάσατο εν αυτοίς και εποίησεν άλλα πέντε τάλαντα. ωσαύτως και ο τα δύο, εκέρδησε και αυτός άλλα δύο. ο δε το εν λαβών, απελθών ώρυξεν εν τη γη, και απέκρυψε το αργύριον του κυρίου αυτού. μετά δε χρόνον πολύν έρχεται ο κύριος των δούλων εκείνων, και συναίρει λόγον μετ αυτών. και προσελθών ο τα πέντε τάλαντα λαβών, προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα λέγων.λ κύριε, πέντε τάλαντα μοι παρέδωκας, ίδε άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα επ αυτοίς. έφη δε αυτώ ο κύριος αυτού. ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω, είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου. προσελθών δε και ο τα δύο τάλαντα λαβών είπε. κύριε, δύο τάλαντα μοι παρέδωκας, ίδε άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ αυτοίς. έφη αυτώ ο κύριος αυτού. ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου. προσελθών δε και ο το εν τάλαντον ειληφώς, είπεν. κύριε, έγνων σε ότι σκληρός ει άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας, και συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας. και φοβηθείς απελθών έκρυψα το τάλαντον σου εν τη γη. ίδε έχεις το σου. αποκριθείς δε ο κύριος αυτού, είπεν αυτώ. πονηρέ δούλε και οκνηρέ. ήδεις ότι θερίζω όπου ουκ έσπειρα, και συνάγω όθεν ου διεσκόρπισα. έδει ουν σε βαλείν το αργύριον μου τοις τραπεζίταις, και ελθών εγώ εκομισάμην αν το εμόν συν τόκω. άρατε ουν απ αυτού το τάλαντον, και δότε τω έχοντι τα δέκα τάλαντα. τω γαρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται. από δε του μη έχοντος, και ο δοκεί έχειν αρθήσεται απ αυτού. και τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον. εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. όταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού, και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού, και συναχθήσονται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη. και αφοριεί αυτούς απ αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων. και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων. τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού. δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. επείνασα γαρ και εδώκατε μοι φαγείν. εδίψησα και εποτίσατε με. ξένος ήμην και συνηγάγετε με. γυμνός και περιεβάλετε με. ησθένησα και επεσκέψασθε με. εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με. τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες. κύριε, πότε σε είδομεν πινώντα και εθρέψαμεν, η διψώντα και εποτίσαμεν πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, η γυμνόν και περιεβάλομεν. πότε δε σε είδομεν ασθενή η εν φυλακή και ήλθομεν προς σε, και απροκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς. αμήν λέγω υμίν, εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων. πορεύεσθε απ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού{,} επείνασα γαρ και ουκ εδώκατε μοι φαγείν. εδίψησα και ουκ εποτίσατε με. ξένος ήμην και ου συνηγάγετε με. γυμνός και ου περιεβάλετε με. ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθε με. τότε αποκριθήσονται και αυτοί λέγοντες. κύριε πότε σε είδομεν πεινώντα, η διψώντα{.} η ξένον, η γυμνόν, η ασθενή, η εν φυλακή, και ου διηκονήσαμεν σοι. τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων. αμήν λέγω υμίν, εφόσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.

Chapter 26

Και εγένετο ότε ετέλεσεν ο ιησούς πάντας τους λόγους τούτους, είπε τοις μαθηταίς αυτού. οίδατε ότι μετά δύο ημέρας το πάσχα γίνεται, και ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται εις το σταυρωθήναι. τότε συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του λαού εις την αυλήν του αρχιερέως του λεγομένου καϊάφα, και συνεβουλεύσαντο ίνα τον ιησούν λόλω κρατήσωσι και αποκτείνωσιν. έλεγον δε. μη εν τη εορτή ίνα μη θόρυβος γένηται εν τω λαώ. του δε ιησού γενομένου εν βηθανία εν οικία σίμωνος του λεπρού, προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου, και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου. ιδόντες δε οι μαθηταί αυτού, ηγανάκτησαν λέγοντες. εις τι η απώλεια αύτη, ηδύνατο γαρ τούτο το μύρον πραθήναι πολλού και δοθήναι τοις πτωχοίς. γνούς δε ο ιησούς είπεν αυτοίς. τι κόπους παρέχετε τη γυναικί. έργον γαρ καλόν ειργάσατο εις εμέ. πάντοτε γαρ τους πτωχούς έχετε μεθ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε. βαλούσα γαρ αύτη το μύρον τούτο επί του σώματος μου, προς το ενταφιάσαι με εποίησεν. αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, λαληθήσεται και ο εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής. τότε πορευθείς εις των δώδεκα ο λεγόμενος ιούδας ισκαριώτης προς τους αρχιερείς, είπε. τι θέλετε μοι δούναι και εγώ υμίν παραδώσω αυτόν. οι δε έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια. και από τότε εζήτει ευκαιρίαν, ίνα αυτόν παραδώ. τη δε πρώτη των αζύμων προσήλθον οι μαθηταί τω ιησού λέγοντες αυτώ. που θέλεις ετοιμάσωμεν σοι φαγείν το πάσχα. ο δε είπεν. υπάγετε εις την πόλιν προς τον δείνα, και είπατε αυτώ. ο διδάσκαλος λέγει, ο καιρός μου εγγύς εστί, πρός σε ποιώ τω πάσχα μετά των μαθητών μου. και εποίησαν οι μαθηταί ως συνέταξεν αυτοίς ο ιησούς, και ητοίμασαν το πάσχα. οψίας δε γενομένης, ανέκειτο μετά των δώδεκα. και εσθιόντων αυτών είπεν. αμήν λέγω υμίν ότι εις εξ υμών παραδώσει με. και λυπούμενοι σφόδρα, ήρξαντο λέγειν αυτώ έκαστος αυτών.μήτι εγώ ειμί κύριε ο δε αποκριθείς είπεν. ο εμβάψας μετ εμού εν τω τρυβλίω την χείρα, ούτος με παραδώσει{,} ο μεν υιός του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού. ουαί δε τω ανθρώπω εκείνω δι ου ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται, καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος. αποκριθείς δε ιούδας ο παραδιδούς αυτόν, είπε. μήτι εγώ ειμί ραββί. λέγει αυτώ. συ είπας. εσθιόντων δε αυτών, λαβών ο ιησούς τον άρτον και ευλογήσας, έκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς και είπε. λάβετε φάγετε. τούτο εστί το σώμα μου. και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας, έδωκεν αυτοίς λέγων πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο γαρ εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών. λέγω δε υμίν, ότι ουμή πίω απάρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου, έως της ημέρας εκείνης όταν αυτό πίνω μεθ υμών καινόν εν τη βασιλεία του πατρός μου. και υμνήσαντες, εξήλθον εις το όρος των ελαιών. τότε λέγει αυτοίς ο ιησούς. πάντες υμείς σκανδαλισθήσεσθε εν εμοί εν τη νυκτί ταύτη. γέγραπται γαρ. πατάξω τον ποιμένα και διασκορπισθήσεται τα πρόβατα της ποίμνης. μετά δε το εγερθήναι με, προάξω υμάς εις την γαλιλαίαν. αποκριθείς δε ο πέτρος είπεν αυτώ. εικαί πάντες σκανδαλισθήσονται εν σοι, εγώ ουδέποτε σκανδαλισθήσομαι. έφη αυτώ ο ιησούς. αμήν λέγω σοι, ότι εν ταύτη τη νυκτί πρίν αλέκτορα φωνήσαι, τρίς απαρνήση με. λέγει αυτώ ο πέτρος. καν δέη με συν σοι αποθανείν, ουμή σε απαρνήσωμαι, ομοίως δε και πάντες οι μαθηταί είπον. τότε έρχεται μετ αυτών ο ιησούς εις χωρίον λεγόμενον γεθσημανή, και λέγει τοις μαθηταίς. καθίσατε αυτού έως ου απελθών προσεύξωμαι εκεί. και παραλαβών τον πέτρον και τους δύο υιούς ζεβεδαίου ήρξατο λυπείσθαι και αδημονείν. τότε λέγει αυτοίς. περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου, μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ εμού. και προελθών μικρόν, έπεσεν επί πρόσωπον αυτού προσευχόμενος και λέγων. πάτερ μου, ει δυνατόν εστί παρελθέτω απ εμού το ποτήριον τούτο. πλην ουκ ως εγώ θέλω, αλλ ως συ. και έρχεται προς τους μαθητάς, και ευρίσκει αυτούς καθεύδοντας και λέγει τω πέτρω. ούτως, ουκ ισχύσατε μίαν ώραν γρηγορήσαι μετ εμού. γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν. το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής. πάλιν εκ δευτέρου απελθών, προσήυξατο λέγων. πάτερ μου ει ου δύναται τούτο το ποτήριον παρελθείν απ εμού εάν μη αυτό πίω, γενηθήτω το θέλημα σου. και ελθών, ευρίσκει αυτούς πάλιν καθεύδοντας, ήσαν γαρ αυτών οι οφθαλμοί βεβαρημένοι, και αφείς αυτούς, απελθών πάλιν προσήυξατο εκ τρίτου τον αυτόν λόγον ειπών. τότε έρχεται προς τους μαθητάς αυτού και λέγει αυτοίς. καθεύδετε το λοιπόν και αναπάυεσθε. ιδού ήγγικεν η ώρα, και ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας αμαρτωλών. εγείρεσθε άγωμεν. ιδού ήγγικεν ο παραδιδούς με. και έτι αυτού λαλούντος, ιδού ιούδας εις των δώδεκα ήλθε, και μετ αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων, από των αρχιερέων και πρεσβυτέρων του λαού. ο δε παραδούς αυτόν, έδωκεν αυτοίς σημείον λέγων. ον αν φιλήσω αυτός εστίν, κρατήσατε αυτόν., και ευθέως προσελθών τω ιησού είπε, χαίρε ραββί. και κατεφίλησεν αυτόν. ο δε ιησούς είπεν αυτώ. εταίρε εφ ω πάρει. τότε προσελθόντες, επέβαλον τας χείρας επί τον ιησούν και εκράτησαν αυτόν, και ιδού εις των μετά ιησού εκτείνας την χείρα, απέσπασε την μάχαιραν αυτού, και πατάξας τον δούλον του αρχιερέως, αφείλεν αυτού τό ωτίον. τότε λέγει αυτώ ο ιησούς. απόστρεψον σου την μάχαιραν εις τον τόπον αυτής. πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν, εν μαχαίρα αποθανούνται. η δοκείς ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τον πατέρα μου, και παραστήσει μοι πλείους η δώδεκα λεγεώνας αγγέλων. πως ουν πληρωθώσιν αι γραφαί, ότι ούτως δει γενέσθαί. εν εκείνη τη ώρα, είπεν ο ιησούς τοις όχλοις. ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με. καθημέραν προς υμάς εκαθεζόμην διδάσκων εν τω ιερώ, και ουκ εκρατήσατε με. τούτο δε όλον γέγονεν, ίνα πληρωθώσιν αι γραφαί των προφητών. τότε οι μαθηταί παντες αφέντες αυτόν έφυγον. οι δε κρατήσαντες τον ιησούν, απήγαγον προς καϊάφαν τον αρχιερέα, όπου οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι συνήχθησαν. ο δε πέτρος ηκολούθει αυτώ από μακρόθεν, έως της αυλής του αρχιερέως. και εισελθών έσω, εκάθητο μετά των υπηρετών ιδείν το τέλος. οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και το συνέδριον όλον, εζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά του ιησού, όπως θανατώσωσιν αυτόν, και ουχ εύρον. και πολλών ψευδομαρτύρων προσελθόντων, ουχ εύρον. ύστερον δε προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες είπον. ούτος έφη. δύναμαι καταλύσαι τον ναόν του θεού, και διά τριών ημερών οικοδομήσαι αυτόν. και αναστάς ο αρχιερεύς είπεν αυτώ. ουδέν αποκρίνη τι ούτοι σοι καταμαρτυρούσιν. ο δε ιησούς εσιώπα. και αποκριθείς ο αρχιερεύς, είπεν αυτώ. εξορκίζω σε κατά του θεού ζώντος ίνα ημίν είπης, ει συ εί ο χριστός ο υιός του θεού. λέγει αυτώ ο ιησούς. συ είπας. πλην λέγω υμίν, απάρτι όψεσθε τον υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεχιών της δυνάμεως, και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού. τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων. ότι εβλασφήμησε, τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων. ίδε νυν ηκούσατε την βλασφημίαν αυτού. τι υμίν δοκεί. οι δε αποκριθέντες, ειπον. ένοχος θανάτου εστί. τότε ενέπτυσαν εις το πρόσωπον αυτού και εκολάφισαν αυτόν. οι δε ερράπισαν λέγοντες, προφήτευσον ημίν χριστέ τις εστίν ο παίσας σε ο δε πέτρος έξω εκάθητο εν τη αυλή. και προσήλθεν αυτώ μία παιδίσκη λέγουσα. και συ ήσθα μετά ιησού του γαλιλαίου ο δε ηρνήσατο έμπροσθεν απάντων λέγων ουκ οίδα τι λέγεις. εξελθόντα δε αυτόν εις τον πυλώνα, είδεν αυτόν άλλη και λέγει αυτοίς εκεί. και ούτος ην μετά ιησού του ναζωραίου. και πάλιν ηρνήσατο μεθ όρκου ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον. μετά μικρόν δε προσελθόντες οι εστώτες είπον τω πέτρω. αληθώς και συ εξ αυτών ει. και γαρ η λαλία σου δήλον σε ποιεί. τότε ήρξατο καταθεματίζειν και ομνύειν ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον. και ευθέως αλέκτωρ εφώνησε. και εμνήσθη ο πέτρος του ρήματος ιησού ειρηκότος αυτώ, ότι πριν αλέκτωρα φωνήσαι, τρις απαρνήση με. και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς.

Chapter 27

Πρωΐας δε γενομένης, συμβούλιον έλαβον πάντες οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού κατά του ιησού όπως αυτόν θανατώσωσιν. και δήσαντες αυτόν, απήγαγον και παρέδωκαν αυτόν ποντίω πιλάτω τω ηγεμόνι. τότε ιδών ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι κατεκρίθη, μεταμεληθείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια τοις αρχιερεύσι και τοις πρεσβυτέροις λέγων. ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. οι δε είπον τι προς ημάς, συ όψει. και ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ, ανεχώρησε. και απελθών απήγξατο. οι δε αρχιερείς λαβόντες τα αργύρια είπον. ουκ έξεστι βαλείν αυτά εις τον κορβανάν, επεί τιμή αίματος εστί. συνμβούλιον δε λαβόντες, ηγόρασαν εξ αυτών τον αγρόν του κεραμέως εις ταφήν τοις ξένοις διό εκλήθη ο αγρός εκείνος αγρός αίματος έως της σήμερον. τότε επληρώθη το ρηθέν διά ιερεμίου του προφήτου λέγοντος. και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια την τιμήν του τετιμημένου ον ετιμήσαντο από υιών ισραήλ, και έδωκαν αυτά εις τον αγρόν του κεραμέως καθά συνέταξε μοι κύριοσ. ο δε ιησούς έστη έμπροσθεν του ηγεμόνος. και επηρώτησεν αυτόν ο ηγεμών λέγων. συ ει ο βασιλεύς των ιουδαίων. ο δε ιησούς έφη αυτώ. συ λέγεις. και εν τω κατηγορείσθαι αυτόν υπό των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων ουδέν απεκρίνατο. τότε λέγει αυτώ ο πιλάτος. ουκ ακούεις πόσα σου καταμαρτυρούσιν. και ουκ απεκρίθη αυτώ πρός ουδέ εν ρήμα. ώστε θαυμάζειν τον ηγεμόνα λίαν. κατά δε εορτήν ειώθει ο ηγεμών απολύειν τω όχλω ένα δέσμιον ον ήθελον. είχον δε τότε δέσμιον επίσημον λεγόμενον βαραββάν. συνηγμένων ουν αυτών, είπεν αυτοίς ο πιλάτος. τίνα θέλετε απολύσω υμίν, βαραβάν, η ιησούν τον λεγόμενον χριστόν. ήδει γαρ ότι διά φθόνον παρέδωκαν αυτόν. καθημένου δε αυτού επί του βήματος απέστειλε προς αυτόν η γυνή αυτού λέγουσα μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω. πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ όναρ δι αυτόν. οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, έπεισαν τους όχλους ίνα αιτήσωνται τον βαραββάν, τον δε ιησούν απολέσωσιν. αποκριθείς δε ο ηγεμών είπεν αυτοίς. τίνα θέλετε από των δύο απολύσω υμίν. οι δε είπον. βαραββάν. λέγει ουν αυτοίς ο πιλάτος. τι ουν ποιήσω ιησούν τον λεγόμενον χριστόν. λέγουσιν αυτώ πάντες. σταυρωθήτω. ο δε ηγεμών έφη. τι γαρ κακόν εποίησεν. οι δε περισσώς έκραζον λέγοντες. σταυρωθήτω. ιδών δε ο πιλάτος ότι ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου λέγων. αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου, υμείς όψεσθε. και αποκριθείς πας ο λαός είπε. το αίμα αυτού εφ ημάς και επί τα τέκνα ημών. τότε απέλυσεν αυτοίς τον βαραββάν, τον δε ιησούν φραγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή. τότε οι στρατιώται του ηγεμόνος παραλαβόντες τον ιησούν εις το πραιτώριον, συνήγαγον επ αυτόν όλην την σπείραν. και εκδύσαντες αυτόν περιέθηκαν αυτώ χλαμύδα κοκκίνην. και πλέξαντες στέφανον εξ ακανθών επέθηκαν επί την κεφαλήν αυτού, και κάλαμον επί την δεξιάν αυτού. και γονυπετήσαντες έμπροσθεν αυτού, ενέπαιζον αυτώ λέγοντες. χαίρε ο βασιλεύς των ιουδαίων. και εμπτύσαντες εις αυτόν, έλαβον τον κάλαμον, και έτυπτον εις την κεφαλήν αυτού. και ότε ενέπαιξαν αυτώ, εξέδυσαν αυτόν την χλαμύδα. και ενέδυσαν αυτόν τα ιμάτια αυτού, και απήγαγον αυτόν εις το σταυρώσαι. εξερχόμενοι δε, εύρον άνθρωπον κυρηναίον ονόματι σίμωνα, τούτον ηγγάρευσαν ίνα άρη τον σταυρόν αυτού. και ελθόντες εις τόπον λεγόμενον γολγοθά. ο εστί λεγόμενος κρανίου τόπος, έδωκαν αυτώ πιείν όξος μετά χολής μεμιγμένον. και γευσάμενος ουκ ήθελε πιείν. σταυρώσαντες δε αυτόν, διεμερίσαντο τα ιμάτια αυτού βάλοντες κλήρον. {} και καθήμενοι ετήρουν αυτόν εκεί, και επέθηκαν επάνω της κεφαλής αυτού την αιτίαν αυτού γεγραμμέ{} ούτος εστίν ιησούς ο βασιλεύς των ιουδαίων. τότε σταυρούνται συν αυτώ δύο λησταί, εις εκ δεξιών, και εις εξ ευωνύμων. οι δε παραπορευόμενοι εβλασφήμουν αυτόν κινούντες τας κεφαλάς αυτών και λέγοντες. ο καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών, σώσον σεαυτόν. ει υιός ει του θεού, κατάβηθι από του σταυρού. ομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες μετά των γραμματεέων και πρεσβυτέρων και φαρισαίων, έλεγον. άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι. ει βασιλεύς ισραήλ εστί, καταβάτω νυν από του σταυρού, και πιστεύσομεν επ αυτώ, πέποιθεν επί τον θεόν, ρυσάσθω νυν αυτόν ει θέλει αυτόν. είπε γαρ ότι θεού ειμί υιός. το δαυτό και οι λησταί οι συσταυρωθέντες αυτώ ωνείδιζον αυτόν. από δε έκτης ώρας σκότος εγένετο επί πάσαν την γην, έως ώρας ενάτης. περί δε την ενάτην ώραν, ανεβόησεν ο ιησούς φωνή μεγάλη λέγων. ηλί ηλί λιμά σαβαχθανί. τουτέστι θεέ μου θεέ μου ίνα τι με εγκατέλιπες. τινές δε των εκεί εστώτων ακούσαντες έλεγον, ότι ηλίαν φωνεί ούτος. και ευθέως δραμών εις εξ αυτών και λαβών σπόγγον πλήσας τε όξους, και περιθείς καλάμω, επότιζεν αυτόν. οι δε λοιποί έλεγον. άφες ίδωμεν ει έρχεται ηλίας σώσων αυτόν. ο δε ιησούς πάλιν κράξας φωνή μεγάλη, αφήκε το πνεύμα. και ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο, από άνωθεν έως κάτω. και η γη εσείσθη, και αι πέτραι εσχίσθησαν. και τα μνημεία ανεώχθησαν. και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη. και εξελθόντες εκ των μνημείων, μετά την έγερσιν αυτού, εισήλθον εις την αγίαν πόλιν, και ενεφανίσθησαν πολλοίς. ο δε εκατόνταρχος και οι μετ αυτού τηρούντες τον ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα, εφοβήθησαν σφόδρα, λέγοντες. αληθώς θεού υιός ην ούτος ήσαν δε εκεί γυναίκες πολλαί από μακρόθεν θεωρούσαι, αίτινες ηκολούθησαν τω ιησού από της γαλιλαίας διακονούσαι αυτώ, εν αις ην μαρία η μαγδαληνή, και μαρία η του ιακώβου και ιωσή μήτηρ, και η μήτηρ των υιών ζεβεδαίου. οψίας δε γενομένης, ήλθεν άνθρωπος πλούσιος από αριμαθαίας τούνομα ιωσήφ ος και αυτός εμαθήτευσε τω ιησού. ούτος προσελθών τω πιλάτω, ητήσατο το σώμα του ιησού. τότε ο πιλάτος εκέλευσεν αποδοθήναι το σώμα, και λαβών το σώμα ο ιωσήφ, ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά, και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω, ο ελατόμησεν εν τη πέτρα. και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου, απήλθεν. ην δε εκεί μαρία η μαγδαληνή, και η άλλη μαρία καθήμεναι απέναντι του τάφου. τη δε επαύριον ήτις εστί μετά την παρασκευήν, συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι προς πιλάτον, λέγοντες. κύριε. εμνήσθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν έτι ζων, μετά τρεις ημέρας εγείρομαι. κέλευσον ουν ασφαλισθήναι τον τάφον έως της τρίτης ημέρας, μήποτε ελθόντες οι μαθηταί αυτού νυκτός, κλέψωσιν αυτόν, και είπωσι τω λαώ, ηγέρθη από των νεκρών. και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. έφη δε αυτοίς ο πιλάτος. έχετε κουστωδίαν, υπάγετε ασφαλίσασθε ως οίδατε. οι δε πορευθέντες, ησφαλίσαντο τον τάφον, σφραγίσαντες τον λίθον μετά της κουστωδίας.

Chapter 28

Οψέ δε σαββάτων τη επιφωσκούση εις μίαν σαββάτων, ήλθε μαρία η μαγδαληνή και η άλλη μαρία θεωρήσαι τον τάφον. και ιδού σεισμός εγένετο μέγας. άγγελος γαρ κυρίου καταβάς εξ ουρανού προσελθών, απεκύλισε τον λίθον από της θύρας, και εκάθητο επάνω αυτού. ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπή, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών. από δε του φόβου αυτού εσείσθησαν οι τηρούντες, και εγένοντο ωσεί νεκροί. αποκριθείς δε ο άγγελος, είπε ταις γυναιξί. μη φοβείσθε υμείς. οίδα γαρ ότι ιησούν τον εσταυρωμένον ζητείτε. ουκ εστίν ώδε, ηγέρθη γαρ καθώς είπε. δεύτε ίδετε τον τόπον όπου έκειτο ο κύριος. και ταχύ πορευθείσαι, είπατε τοις μαθηταίς αυτού, ότι ηγέρθη από των νεκρών. και ιδού προάγει υμάς εις την γαλιλαίαν. εκεί αυτόν όψεσθε, ιδού είπον υμίν. και εξελθούσαι ταχύ από του μνημείου μετά φόβου και χαράς μεγάλης, έδραμον απαγγείλαι τοις μαθηταίς αυτού. ως δε επορεύοντο απαγγείλαι τοις μαθηταίς αυτού, και ιδού ιησούς απήντησεν αυταίς, λέγων. χαίρετε. αι δε προσελθούσαι, εκράτησαν αυτού τους πόδας, και προσεκύνησαν αυτώ. τότε λέγει αυταίς ο ιησούς. μη φοβείσθε. υπάγετε απαγγείλατε τοις αδελφοίς μου ίνα απέλθωσιν εις την γαλιλαίαν, κακεί με όψονται. πορευομένων δε αυτών, ιδού τινές της κουστωδίας ελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν τοις αρχιερεύσιν άπαντα τα γενόμενα. και συναχθέντες μετά των πρεσβυτέρων, συμβούλιον τε λαβόντες, αργύρια ικανά έδωκαν τοις στρατιώταις λέγοντες. είπατε ότι οι μαθηταί αυτού νυκτός ελθόντες, έκλεψαν αυτόν ημών κοιμωμένων. και εάν ακουσθή τούτο επί του ηγεμόνος, ημείς πείσομεν αυτόν και υμάς αμερίμνους ποιήσομεν. οι δε λαβόντες τα αργύρια, εποίησαν ως εδιδάχθησαν. και διεφημίσθη ο λόγος ούτος παρά ιουδαίοις μέχρι της σήμερον. οι δε ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν εις την γαλιλαίαν εις το όρος ου ετάξατο αυτοίς ο ιησούς. και ιδόντες αυτόν προσεκύνησαν αυτώ. οι δε εδίστασαν. και πρόσελθών ο ιησούς ελάλησεν αυτοίς λέγων. εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης. πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν. και ιδού εγώ μεθ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. αμήν.

Τέλος του κατά ματθαίον αγίου ευαγγελίου.