Προοίμιον του αγίου λουκά εις το αυτού ευαγγέλιον.
Επειδήπερ πολλοί επεχείρησαν ανατάξασθαι διήγησιν περί των πεπληροφορημένων εν ημίν πραγμάτων, καθώς παρέδωσαν ημίν οι απ αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του λόγου, έδοξε καμοί παρηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς, καθεξής σοι γράψαι κράτιστε θεόφιλε, ινα επιγνώς περί ων κατηχήθης λόγων την ασφάλειαν.
Το κατά λουκάν άγιον ευαγγέλιον.
Chapter 1Εγένετο εν ταις ημέραις ηρώδου του βασιλέως της ιουδαίας ιερεύς τις ονόματι ζαχαρίας, εξ εφημερίας αβιά, και η γυνή αυτού εκ των θυγατέρων ααρών, και το όνομα αυτής ελισάβετ. ήσαν δε δίκαιοι αμφότεροι ενώπιον του θεού, πορευόμενοι εν πάσαις ταις εντολαίς και δικαιώμασι του κυρίου άμεμπτοι. και ουκ ην αυτοίς τέκνον, καθότι η ελισάβετ ην στείρα, και αμφότεροι προβεβηκότες εν ταις ημέραις αυτών ήσαν. εγένετο δε εν τω ιερατεύειν αυτόν εν τη τάξει της εφημερίας αυτού έναντι του θεού, κατά το έθος της ιερατείας, έλαχε του θυμιάσαι εισελθών εις τον ναόν του κυρίου. και παν το πλήθος του λαού ην προσευχόμενον έξω τη ώρα του θυμιάματος. ώφθη δε αυτώ άγγελος κυρίου εστώς εκ δεξιών του θυσιαστηρίου του θυμιάματος. και εταράχθη ζαξαρίας ιδών, και φόβος επέπεσεν επ αυτόν. είπε δε προς αυτόν ο άγγελος, μη φοβού ζαχαρία, διότι εισηκούσθη η δέησις σου, και η γυνή σου ελισάβετ γεννήσει υιόν σοι, και καλέσεις το όνομα αυτού ιωάννην, και έσται χαρά σοι και αγαλλίασις, και πολλοί επί τη γεννήσει αυτού χαρήσονται. έσται γαρ μέγας ενώπιον του κυρίου, και οίνον και σίκερα ουμή πίη, και πνεύματος αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού, και πολλούς των υιών ισραήλ επιστρέψει επί κύριον τον θεόν αυτών, και αυτός προελεύσεται ενώπιον αυτού εν πνεύματι και δυνάμει ηλίου, επιστρέψαι καρδίας πατέρων επί τέκνα, και απειθείς εν φρονήσει δικαίων, ετοιμάσαι κυρίω λαόν κατεσκευασμένον. και είπε ζαχαρίας προς τον άγγελον. κατά τι γνώσομαι τούτο, εγώ γαρ ειμί πρεσβύτης, και η γυνή μου προβεβηκύια εν ταις ημέραις αυτής. και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτώ. εγώ ειμί γαβριήλ ο παρεστηκώς ενώπιον του θεού, και απεστάλην λαλήσαι προς σε, και ευαγγελίσασθαι σοι ταύτα, και ιδού έση σιωπών, και μη δυνάμενος λαλήσαι άχρι ης ημέρας γένηται ταύτα, ανθ ών ουκ επίστευσας τοις λόγοις μου. οίτινες πληρωθήσονται εις τον καιρόν αυτών. και ην ο λαός προσδοκών τον ζαχαρίαν, και εθαύμαζον εν τω χρονίζειν αυτόν εν τω ναώ. εξελθών δε, ουκ ηδύνατο λαλήσαι αυτοίς. και επέγνωσαν ότι οπτασίαν εώρακεν εν τω ναώ, και αυτός ην διανεύων αυτοίς, και διέμενε κωφός. και εγένετο ως επλήσθησαν αι ημέραι της λειτουργίας αυτο, απήλθεν εις τον οίκον αυτού. μετά δε ατύτας τας ημέρας, συνέλαβεν ελισάβετ η γυνή αυτού. και περιέκρυβεν εαυτήν μήνας πέντε, λέγουσα. ότι ούτως μοι πεποίηκεν ο κύριος, εν ημέραις αις επείδεν αφελείν το όνειδος μου εν ανθρώποις, εν δε τω μηνί τω έκτω απεστάλη ο άγγελος γαβριήλ υπό του θεού εις πόλιν της γαλιλαίας η όνομα ναζαρέτ, προς παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί, ω όνομα ιωσήφ, εξ οίκου δαυίδ, και το όνομα της παρθένου μαριάμ. και εισελθών ο άγγελος προς αυτήν, είπε, χαίρε κεχαριτωμένη ο κύριος μετά σου. ευλογημένη συ εν γυναιξίν. η δε ιδούσα, διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος. και είπεν ο άγγελος αυτή. μη φοβού μαριάμ, εύρες γαρ χάριν παρά τω θεώ. και ιδού συλλήψη εν γαστρί, και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού ιησούν. ούτος έσται μέγας, και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ κύριος ο θεός τον θρόνον δαυίδ του πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος. είπε δε μαριάμ προς τον άγγελον. πως έσται τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω. και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή. πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι. διό και το γεννώμενον εκ σού άγιον, κληθήσεται υιός θεού. και ιδού ελισάβετ η συγγενής σου και αύτη συνειληφύια υιόν εν γήρει αυτής και ούτος μην έκτος εστίν αυτή τη καλουμένη στείρα, ότι ουκ αδυνατήσει παρά τω θεώ παν ρήμα. είπε δε μαριάμ. ιδού η δούλη κυρίου γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου και απήλθεν απ αυτής ο άγγελος. αναστάσα δε μαριάμ εν ταις ημέραις ταύταις, επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής εις πόλιν ιούδα, και εισήλθεν εις τον οίκον ζαχαρίου, και ησπάσατο την ελισάβετ. και εγένετο ως ήκουσεν η ελισάβετ τον ασπασμόν της μαρίας, εσκίρτησε το βρέφος εν τη κοιλία αυτής. και επλήσθη πνεύματος αγίου η ελισάβετ, και ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπεν. ευλογημένη συ εν γυναιξί, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. και πόθεν μοι τούτο, ίνα έλθη η μήτηρ του κυρίου μου προς με. ιδού γαρ ως εγένετο η φωνή του ασπασμού σου εις τα ώτα μου, εσκίρτησε το βρέφος εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία μου. και μακαρία η πιστεύσασα, ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά κυρίου. και είπε μαριάμ. μεγαλύνει η ψυχή μου τον κύριον. και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω θεώ τω σωτήρι μου. ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού, ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί. ότι εποίησε μοι μεγαλεία ο δυνατός, και άγιον το όνομα αυτού. και το έλεος αυτού εις γενεάς γενεών τοις φοβουμένοις αυτόν. εποίησε κράτος εν βραχίονι αυτού, διεσκόρπισεν υπερηφάνους διανοία καρδίας αυτών. καθείλε δυνάστας από θρόνων, και ύψωσε ταπεινούς. πεινώντας ενέπλησεν αγαθών, και πλουτούντας εξαπέστειλε κενούς. αντελάβετο ισραήλ παιδός αυτού μνησθήναι ελέους. καθώς ελάλησε προς τους πατέρας ημών τω αβραάμ και τω σπέρματι αυτού εις τον αιώνα. έμεινε δε μαριάμ συν αυτή ωσεί μήνας τρεις και υπέστρεψεν εις τον οίκον αυτής. τη δε ελισάβετ επλήσθη ο χρόνος του τεκείν αυτήν, και εγέννησεν υιόν. και ήκουσαν οι περίοικοι και οι συγγενείς αυτής ότι εμεγάλυνε κύριος το έλεος αυτού μετ αυτής, και συνέχαιρον αυτή. και εγένετο εν τη ογδόη ημέρα ήλθον περιτεμείν το παιδίον, και εκάλουν αυτό επί τω ονόματι του πατρός αυτού ζαχαρίαν. και αποκριθείσα η μήτηρ αυτού είπεν, ουχί. αλλά κληθήσεται ιωάννης. και είπον προς αυτήν. ότι ουδαίς εστίν εν τη συγγενεία σου ος καλείται τω ονόματι τούτω. ενένευον δε τω πατρί αυτού το τι αν θέλοι καλείσθαι αυτόν. και αιτήσας πινακίδιον έγραψε λέγων. ιωάννης εστί το όνομα αυτού. και εθαύμασαν πάντες. ανεώχθη δε το στόμα αυτού παραχρήμα, και η γλώσσα αυτού διηρθρώθη, και ελάλει ευλογών τον θεόν. και εγένετο επί πάντας φόβος τους περιοικούντας αυτούς. και εν όλη τη ορεινή της ιουδαίας διελαλείτο πάντα τα ρήματα ταύτα. και έθεντο πάντες οι ακούσαντες εν τη καρδία αυτών λέγοντες. τι άρα το παιδίον τούτο έσται. και χείρ κυρίου ην μετ αυτού. και ζαχαρίας ο πατήρ αυτού επλήσθη πνεύματος αγίου, και προεφήτευσε λέγων. ευλογητός κύριος ο θεός του ισραήλ ότι επεσκέψατο και εποίησε λύτρωσιν τω λαώ αυτού. και ήγειρε κέρας σωτηρίας ημίν εν τω οίκω δαυίδ του παιδός αυτού. καθώς ελάλησε διά στόματος των αγίων των απ αιώνος προφητών αυτού. σωτηρίαν εξ εχθρών ημών, και εκ χειρός πάντων των μισούντων ημάς, ποιήσαι έλεος μετά των πατέρων ημών, και μνησθήναι διαθήκης αγίας αυτού. όρκον ον ώμοσε προς αβραάμ τον πατέρα ημών του δούναι ημίν αφόβως εκ χειρός των εχθρών ημών ρυσθέντας λατρεύειν αυτώ εν οσιότητι και δικαιοσύνη ενώπιον αυτού πάσας τας ημέρας της ζωής ημών. και συ παιδίον προφήτης υψίστου κληθήση, προπορεύση γαρ προ προσώπου κυρίου ετοιμάσαι οδούς αυτού. του δούναι γνώσιν σωτηρίας τω λαώ αυτού εν αφέσει αμαρτιών αυτών διά σπλάγχνα ελέους θεού ημών, εν οις επεσκέψατο ημάς ανατολή εξ ύψους. επιφάναι τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις του κατευθύναι τους πόδας ημών εις οδόν ειρήνης. το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι, και ην εν ταις ερήμοις έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον ισραήλ.
Chapter 2Εγένετο δε εν ταις ημέραις εκείναις, εξήλθε δόγμα παρά καίσαρος αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην, αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο ηγεμονεύοντος της συρίας κυρηνίου. και επορεύοντο πάντες απογράφεσθαι έκαστος εις την ιδίαν πολίν. ανέβη δε και ιωσήφ από της γαλιλαίας εκ πόλεως ναζαρέτ εις την ιουδαίαν εις πόλιν δαυίδ ήτις καλείται βηθλεέμ, διά το είναι αυτόν εξ οίκου και πατριάς δαυίδ απογράψασθαι συν μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτώ γυναικί ούση εγγύω. εγένετο δε εν τω είναι αυτούς εκεί, επλήσθησαν αι ημέραι του τεκείν αυτήν, και έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν, και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι. και ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγραυλούντες και φυλάσσοντες τας φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών. και ιδού άγγελος κυρίου επέστη αυτοίς, και δόξα κυρίου περιέλαμψεν αυτούς, και εφοβήθησαν φόβον μέγαν. και είπεν αυτοίς ο άγγελος. μη φοβείσθε. ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ. ότι ετέχθη υνίν σήμερον σωτήρ, ος εστι χριστός κύριος εν πόλει δαυίδ. και τούτο υμίν το σημείον. ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον κείμενον εν φάτνη. και εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον θεόν και λεγόντων. δόξα εν υψίστοις θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία. και εγένετο ως απήλθον απ αυτών εις τον ουρανόν οι άγγελοι, και οι άνθ{ρω}ποι οι ποιμένες είπον προς αλλήλους, διέλθωμεν δη έως εις βηθλεέμ, και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ο ο κύριος εγνώρισεν ημίν. και ήλθον σπεύσαντες, και ανεύρον την τε μαριάμ και τον ιωσήφ, και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη. ιδόντες δε διεγνώρισαν περί του ρήματος του λαληθέντος αυτοίς περί του παιδίου τούτου. και πάντες οι ακούσαντες εθαύμασαν περί των λαληθέντων υπό των ποιμένων προς αυτούς. η δε μαριάμ πάντα συνετήρει τα ρήματα ταύτα συμβάλλουσα εν τη καρδία αυτής. και υπέστρεψαν οι ποιμένες δοξάζοντες και αινούντες τον θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον καθώς ελαλήθη προς αυτούς. και ότε επλήσθησαν ημέραι οκτώ του περιτεμείν αυτόν, και εκλήθη το όνομα αυτού ιησούς το κληθέν υπό του αγγέλου προ του συλληφθήναι αυτόν εν τη κοιλία. και ότε επλήσθησαν αι ημέραι του καθαρισμού αυτής κατά τον νόμον μωσέως, ανήγαγον αυτόν εις ιεροσόλυμα παραστήσαι τω κυρίω καθώς γέγραπται εν νόμω κυρίου. ότι παν άρσεν διανοίγον μήτραν, άγιον τω κυρίω κληθήσεται. και του δούναι θυσίαν κατά το ειρημένον εν νόμω κυρίου, ζεύγος τρυγόνων η δύο νεοσσούς περιστερών. και ιδού ην άνθρωπος εν ιερουσαλήμ ω όνομα συμεών. και ο άνθρωπος ούτος δίκαιος και ευλαβής προσδεχόμενος παράκλησιν του ισραήλ. και πνεύμα ην άγιον επ αυτόν. και ην αυτώ κεχρηματισμένον υπό του πνεύματος του αγίου μη ιδείν θάνατον, πριν η ίδη τον χριστόν κυρίου. και ήλθεν εν τω πνεύματι εις το ιερόν. και εν τω εισαγαγείν τους γονείς το παιδίον ιησούν του ποιήσαι αυτούς κατά το ειθισμένον του νόμου περί αυτού, και αυτός εδέξατο αυτό εις τας αγκάλας αυτού, και ευλόγησε τον θεόν και είπε. νυν απολύεις τον δούλον σου δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη. ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριον σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών. φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου ισραήλ. και ην ιωσήφ και η μήτηρ αυτού θαυμάζοντες επί τοις λαλουμένοις περί αυτού. και ευλόγησεν αυτούς συμεών, και είπε προς μαριάμ την μητέρα αυτού. ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω ισραήλ, και εις σημείον αντιλεγόμενον. και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί. και ην άννα φροφήτις θυγάτηρ φανουήλ εκ φυλής ασήρ, αύτη προβεβηκύια εν ημέραις πολλαίς ζήσασα έτη μετά ανδρός επτά από της παρθενίας αυτής. και αυτή χήρα ως ετών ογδοηκοντατεσσάρων, η ουκ αφίστατο από του ιερού νηστείαις και δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα και ημέραν. και αύτη αυτή τη ώρα επιστάσα, ανθωμολογείτο τω κυρίω, και ελάλει περί αυτού πάσι τοις προσδεχομένοις δύτρωσιν εν ιερουσαλήμ. και ως ετέλεσαν άπαντα τα κατά τον νόμον κυρίου, υπέστρεψαν εις την γαλιλαίον. εις την πόλιν εαυτών ναζαρέτ. το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι, πληρούμενον σοφίας. και χάρις θεού ην επ αυτόν. και επορεύοντο οι γονείς αυτού κατ έτος εις ιερουσαλήμ τη εορτή του πάσχα. και ότε εγένετο ετών δώδεκα, αναβάντων αυτών εις ιεροσόλυμα κατά το έθος της εορτής, και τελειωσάντων τας ημέρας εν τω υποστρέφειν αυτούς, υπέμεινεν ιησούς ο παις εν ιερουσαλήμ, και ουκ έγνω ιωσήφ και η μήτηρ αυτού. νομίσαντες δε αυτόν εν τη συνοδία είναι, ήλθον ημέρας οδόν. και ανεζήτουν αυτόν εν τοις συγγενέσι και εν τοις γνωστοίς. και μη ευρόντες αυτόν, υπέστρεψαν εις ιερουσαλήμ ζητούντες αυτόν. και εγένετο μεθ ημέρας τρείς εύρον αυτόν εν τω ιερώ καθεζόμενον εν μέσω των διδασκάλων, και ακούοντα αυτών, και επερωτώντα αυτούς. εξίσταντο δε πάντες οι ακούοντες αυτού επί τη συνέσει και ταις αποκρίσεσιν αυτού και ιδόντες αυτόν, εξεπλάγησαν. και προς αυτόν η μήτηρ αυτού είπε τέκνον. τι εποίησας ημίν ούτως. ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμεν σε. και είπε προς αυτούς. τι ότι εζητείτε με. ουκ ήδειτε ότι εν τοις του πατρός μου δει είναι με. και αυτοί ου συνήκαν το ρήμα ο ελάλησεν αυτοίς. και κατέβη μετ αυτών και ήλθεν εις ναζαρέτ, και ην υποτασσόμενος αυτοίς. και η μήτηρ αυτού διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής. και ιησούς προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά θεώ και ανθρώποις.
Chapter 3Εν έτει δε πέντε και δεκάτω της ηγεμονίας τιβερίου καίσαρος ηγεμονεύοντος ποντίου πιλάτου της ιουδαίας, και τετραρχούντος της γαλιλαίας ηρώδου. φιλίππου δε του αδελφού αυτού τετραρχούντος της ιτουραίας και τραχωνίτιδος χώρας, και λησανίου της αβιλινής τετραρχούντος, επι αρχιερέως άννα και καϊάφα, εγένετο ρήμα θεού επί ιωάννην τον του ζαχαρίου υιόν εν τη ερήμω, και ήλθεν εις πάσαν την περίχωρον του ιορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών ως γέγραπται εν βίβλω λόγων ησαΐου του προφήτου λέγοντος. φωνή βοώντος εν τη ερήμω. ετοιμάσατε την οδόν κυρίου ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού. πάσα φάραγξ πληρωθήσεται, και παν όρος και βουνός ταπεινωθήσεται. και έσται τα σκολιά εις ευθείαν, και αι τραχείαι εις οδούς λείας. και όψεται πάσα σαρξ το σωτήριον του θεού. έλεγεν ουν τοις εκπορευομένοις όχλοις βαπτισθήναι υπ αυτού. γεννήματα εχιδνών, τις υπέδειξεν υμίν φυγείν από της μελλούσης οργής. ποιήσατε ουν καρπούς αξίους της μετανοίας, και μη άρξησθε λέγειν εν εαυτοίς πατέρα έχομεν τον αβραάμ. λέγω γαρ υμίν, ότι δύναται ο θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω αβραάμ. ήδη δε και η αξίνη προς την ρίζαν των δένδρων κείται. παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. και επηρώτων αυτόν οι όχλοι λέγοντες, τι ουν ποιήσομεν. αποκριθείς δε λέγει αυτοίς. ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι, και ο έχων βρώματα ομοίως ποιείτω. ήλθον δε και τελώναι βαπτισθήναι, και είπον προς αυτόν. διδάσκαλε τι ποιήσομεν. ο δε είπε προς αυτούς. μηδέν πλέον παρά το διατεταγμένον υμίν πράσσετε. επηρώτων δε αυτόν και στρατευόμενοι λέγοντες. και ημείς τι ποιήσομεν. και είπε προς αυτούς. μηδένα διασείσητε, μη δε συκοφαντήσητε, και αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών. προσδοκώντος δε του λαού και διαλογιζομένων πάντων εν ταις καρδίαις αυτών περί του ιωάννου μήποτε αυτός είη ο χριστός, απεκρίνατο ο ιωάννης άπασι λέγων. εγώ μεν ύδατι βαπτίζω υμάς, έρχεται δε ο ισχυρότερος μου, ου ουκ ειμί ικανός λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού, αυτός υμάς βαπτίσει εν πνεύματι αγίω και πυρί. ου το πτύον εν τη χειρί αυτού, και διακαθαριεί την άλωνα αυτού, και συνάξει τον σίτον εις την αποθήκην αυτού το δε άχυρον κατακαύσει πυρί ασβέστω. πολλά μεν ουν και έτερα παρακαλών, ευηγγελίζετο τον λαόν. ο δε ηρώδης ο τετράρχης, ελεγχόμενος υπ αυτού περί ηρωδιάδος της γυναικός του αδελφού αυτού φιλίππου και περί πάντων ων εποίησε πονηρών ο ηρώδης, προσέθηκε και τούτο επί πάσι, και κατέκλεισε τον ιωάννην εν τη φυλακή. εγένετο δε εν τω βαπτισθήναι άπαντα τον λαόν, και ιησού βαπτισθέντος και προσευχομένου, ανεωχθήναι τον ουρανόν, και καταβήναι το πνεύμα το αγίον σωματικώ είδει ωσεί περιστεράν επ αυτόν, και φωνήν εξ ουρανού γενέσθαι λέγουσαν. συ ει ο υιός μου ο αγαπητός, εν σοι ευδόκησα. και αυτός ην ωσεί ετών τριάκοντα αρχόμενος ων ως ενομίζετο υιός ιωσήφ. του ηλί, του ματθάτ, του λευί, του μελχί, του ιαννά, του ιωσήφ, του ματταθίου, του αμώς, του ναούμ, του εσλί, του ναγγαί, του μαάθ του ματταθίου, του σεμεΐ, του ιωσήφ, του ιούδα του ιωανάν, του ρησά, του ζοροβάβελ, του σαλαθιήλ, του νηρί, του μελχί, του αδδί, του κωσάμ, του ελμωδάμ, του ηρ, του ιωσή, του ελιέζερ, του ιωρείμ, του ματθάτ, του λευί, του συμεών, του ιούδα, του ιωσήφ, του ιωνάν, του ελιακείμ, του μελεά, του μαϊνάν, του ματταθά, του ναθάν, του δαυίδ, του ιεσσαί, του ωβήδ, του βοόζ, του σαλμών, του ναασσών, του αμιναδάβ, του αράμ, του εσρώμ , του φαρές, του ιούδα, του ιακώβ, του ισαάκ, του αβραάμ, του θάρρα, του ναχώρ, του σερούχ, του ραγαύ, τού φαλέκ, του έβερ, του σαλά, του καϊνάν, του αρφαξάδ, του σημ, του νώε, του λάμεχ, του μαθουσάλα, του ενώχ, του ιάρεδ, του μαλελεήλ, του καϊνάν, του ενώς, του σηθ, του αδάμ, του θεού,{.}
Chapter 4Ιησούς δε πλήρης πνεύματος αγίου υπέστρεψεν από του ιορδάνου, και ήγετο εν τω πνεύματι εις την έρημον ημέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος υπό του διαβόλου. και ουκ έφαγεν ουδέν εν ταις ημέραις εκείναις, και συντελεσθεισών αυτών ύστερον επείνασε. και είπεν αυτώ ο διάβολος. ει υιός ει του θεού, ειπέ τω λίθω τούτω ίνα γένηται άρτος. και απεκρίθη ιησούς προς αυτόν λέγων. γέγραπται. ότι ουκ επ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ επί παντί ρήματι θεού. και αναγαγών αυτόν ο διάβολος εις όρος υψηλόν, έδειξεν αυτώ πάσας τας βασιλείας της οικουμένης εν στιγμή χρόνου, και είπεν αυτώ ο διάβολος, σοι δώσω την εξουσίαν ταύτην άπασαν και την δόξαν αυτών, ότι εμοί παραδέδοται, και ω εάν θέλω δίδωμι αυτήν. συ ουν εάν προσκυνήσης ενώπιον εμού, έσται σου πάσα. και αποκριθείς αυτώ είπεν ο ιησούς. ύπαγε οπίσω μου σατανά. γέγραπται. προσκυνήσεις κύριον τον θεόν σου, και αυτώ μόνω λατρεύσεισ, και ήγαγεν αυτόν εις ιερουσαλήμ, και έστησεν αυτόν επί το πτερύγιον του ιερού, και είπεν αυτώ. ει υιός ει του θεού, βάλε σε αυτόν εντεύθεν κάτω. γέγραπται γαρ. ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαι σε, και επί χειρών αρούσι σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου. και αποκριθείς είπεν αυτώ ο ιησούς. ότι είρηται ουκ εκπειράσεις κύριον τον θεόν σου. και συντελέσας πάντα πειρασμόν ο διάβολος, απέστη απ αυτού άχρι καιρού. και υπέστρεψεν ο ιησούς εν τη δυνάμει του πνεύματος εις την γαλιλαίαν και φήμη εξήλθε κατ όλης της περιχώρου περί αυτού. και αυτός εδίδασκεν εν ταις συναγωγαίς αυτών δοξαζόμενος υπό πάντων. και ήλθεν εις την ναζαρέτ ου ην τεθραμμένος, και εισήλθε κατά το ειωθός αυτώ εν τη ημέρα των σαββάτων εις την συναγωγήν, και ανέστη αναγνώναι. και επεδόθη αυτώ βιβλίον ησαΐου του προφήτου. και αναπτύξας το βιβλίον, εύρε τον τόπον ου ην γεγραμμένον. πνεύμα κυρίου επ εμέ, ου είνεκεν έχρισε με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκε με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν, και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν κυρίου δεκτόν. και πτύξας το βιβλίον, αποδούς τω υπηρέτη, εκάθισε. και πάντων εν τη συναγωγή οι οφθαλμοί ήσαν ατενίζοντες αυτώ. ήρξατο δε λέγειν προς αυτούς, ότι σήμερον πεπλήρωται η γραφή αύτη εν τοις ωσίν υμών. και πάντες εμαρτύρουν αυτώ, και εθαύμαζον επί τοις λόγοις της χάριτος τοις εκπορευομένοις εκ του στόματος αυτού, και έλεγον. ουχ ούτος εστίν ο υιός ιωσήφ. και είπε προς αυτούς. πάντως ερείτε μοι την παραβολήν ταύτην. ιατρέ θεράπευσον σεαυτόν. όσα ηκούσαμεν γενόμενα εν τη καπερναούμ ποίησον και ώδε εν τη πατρίδι σου. είπε δε. αμήν λέγω υμίν, ότι ουδείς προφήτης δεκτός εστίν εν τη πατρίδι αυτού. επ αληθείας λέγω υμίν, πολλαί χήραι ήσαν εν ταις ημέραις ηλιού εν τω ισραήλ, ότε εκλείσθη ο ουρανός επί έτη τρία και μήνας εξ, ως εγένετο λιμός μέγας επί πάσαν την γην, και προς ουδεμίαν αυτών επέμφθη ηλίας ειμή εις σάρεπτε της σιδώνος προς γυναίκα χήραν. και πολλοί λεπροί ήσαν επί ελισσαίου του προφήτου εν τω ισραήλ, και ουδείς εξ αυτών εκαθαρίσθη, ειμή νεεμάν ο σύρος. και επλήσθησαν πάντες θυμού εν τη συναγωγή ακούοντες ταύτα. και αναστάντες, εξέβαλον αυτόν έξω της πόλεως, και ήγαγον αυτόν έως οφρύος του όρους εφ ου η πόλις αυτών ωκοδόμητο εις το κατακρημνίσαι αυτόν. αυτός δε διελθών διά μέσου αυτών επορεύετο. και κατήλθεν εις καπερναούμ πόλιν της γαλιλαίας, και ην διδάσκων αυτούς εν τοις σάββασι. και εξεπλήσσοντο επί τη διδαχή αυτού, ότι εν εξουσία ην ο λόγος αυτού. και εν τη συναγωγή ην άνθρωπος έχων πνεύμα δαιμονίου ακαθάρτου, και ανέκραξε φωνή μεγάλη λέγων. έα, τι ημίν και σοι ιησού ναζαρηνέ. ήλθες απολέσαι ημάς. οίδε σε τις ει, ο άγιος του θεού. και επετίμησεν αυτώ ο ιησούς λέγων. φιμώθητι και έξελθε εξ αυτού. και ρίψαν αυτόν το δαιμόνιον εις μέσον, εξήλθεν απ αυτού μηδέν βλάψαν αυτόν. και εγένετο θάμβος επί πάντας, και συνελάλουν προς αλλήλους λέγοντες. τις ο λόγος ούτος, ότι εν εχουσία και δυνάμει επιτάσσει τοις ακαθάρτοις πνεύμασι, και εχέρχονται. και εχεπορεύετο ήχος περί αυτού εις πάντα τόπον της περιχώρου. αναστάς δε εκ της συναγωγής εισήλθεν εις την οικίαν σίμωνος. πενθερά δε{}του σίμωνος ην συνεχομένη πυρετώ μεγάλω, και ηρώτησαν αυτόν περί αυτής. και επιστάς επάνω αυτής, επετίμησε τω πυρετώ, και αφήκεν αυτήν. παραχρήμα δε άναστάσα διηκόνει αυτοίς. δύνοντος δε του ηλίου, πάντες όσοι είχον ασθενούντας νόσοις ποιηίλαις, ήγαγον αυτούς προς αυτόν, ο δε ενί εκάστω αυτών τας χείρας επιθείς, εθεράπευσεν αυτούς. εξήρχετο δε και δαιμόνια από πολλών κράζοντα και λέγοντα. ότι συ ει ο χριστός ο υιός του θεού. και επιτιμών ουκ εία αυτά λαλείν, ότι ήδεισαν τον χριστόν αυτόν είναι. γενομένης δε ημέρας, εξελθών επορεύθη εις έρημον τόπον, και οι όχλοι εζήτουν αυτόν, και ήλθον έως αυτού, και κατείχον αυτόν του μη πορεύεσθαι απ αυτών. ο δε είπε προς αυτούς. ότι και ταις ετέραις πόλεσιν ευαγγελίσασθαι με δει την βασιλείαν του θεού, ότι εις τούτο απέσταλμαι. και ην κηρύσσων εν ταις συναγωγαίς της γαλιλαίας.
Chapter 5Εγένετο δε εν τω τον όχλον επικείσθαι αυτώ του ακούειν τον λόγον του θεού, και αυτός ην εστώς παρά την λίμνην γεννησαρέτ, και είδε δύο πλοία εστώτα παρά την λίμνην οι δε αλιείς αποβάντες απ αυτών απέπλυναν τα δίκτυα. εμβάς δε εις εν των πλοίων ο ην του σίμωνος, ηρώτησεν αυτόν από της γης επαναγαγείν ολίγον, και καθίσας, εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους. ως δε επαύσατο λαλών, είπε προς τον σίμωνα, επανάγαγε εις το βάθος, και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν. και αποκριθείς ο σίμων είπεν αυτώ. επιστάτα, δι όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν, επί δε τω ρήματι σου χαλάσω το δίκτυον. και τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ. διερρήγνυτο δε το δίκτυον αυτών, και κατένευσαν τοις μετόχοις τοις εν τω ετέρω πλοίω του ελθόντας συλαβέσθαι αυτοίς. και ήλθον και έπλησαν αμφότερα τα πλοία, ώστε βυθίζεσθαι αυτά. ιδών δε σίμων πέτρος, προσέπεσε τοις γόνασιν ιησού λέγων. έξελθε απ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί κύριε. θάμβος γαρ περιέσχεν αυτόν, και πάντας τους συν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων η συνέλαβον. ομοίως δε και ιάκωβον και ιωάννην υιούς ζεβεδαίου, οι ήσαν κοινωνοί τω σίμωνι. και είπε προς τον σίμωνα ο ιησούς. μη φοβού. από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών. και καταγαγόντες τα πλοία επί την γην, αφέντες άπαντα, ηκολούθησαν αυτώ. και εγένετο εν τω είναι αυτόν εν μιά των πόλεων, και ιδού ανήρ πλήρης λέpας και ιδών τον ιησούν πεσών επί πρόσωπον εδεήθη αυτού λέγων. κύριε εάν θέλης, δύνασαι με καθαρίσαι. και εκτείνας την χείρα ήψατο αυτού ειπών. θέλω. καθαρίσθητι. και ευθέως η λέπρα απήλθεν απ αυτού. και αυτός παρήγγειλεν αυτώ μηδενί ειπείν, αλλά απελθών δείξον σεαυτόν τω ιερεί, και προσένεγκε περί του καθαρισμού σου καθώς προσέταξε μωσής εις μαρτύριον αυτοίς. διήρχετο δε μάλλον ο λόγος περί αυτού, και συνήρχοντο όχλοι πολλοί ακούειν και θεραπεύεσθαι υπ αυτού από των ασθενειών αυτών. αυτός δε ην υποχωρών εν ταις ερήμοις, και προσευχόμενος. και εγένετο εν μιά των ημερών, και αυτός ην διδάσκων. και ήσαν καθήμενοι φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι οι ήσαν εληλυθότες εκ πάσης κώμης της γαλιλαίας και ιουδαίας και ιερουσαλήμ, και δύναμις κυρίου ην εις το ιάσθαι αυτούς. και ιδού άνδρες φέροντες επί κλίνης άνθρωπον ος ην παραλελυμένος, και εζήτουν αυτόν εισενεγκείν και θείναι ενώπιον αυτού. και μή ευρόντες ποίας εισενέγκωσιν αυτόν διά τον όχλον, αναβάντες επί το δώμα, διά των κεράμων καθήκαν αυτόν συν τω κλινιδίω εις το μέσον έμπροσθεν του ιησού. και ιδών την πίστιν αυτών, είπεν αυτώ. άνθρωπε, αφέωνται σοι αι αμαρτίαι σου. και ήρξαντο διαλογίζεσθαι οι γραμματείς και οι φαρισαίοι λέγοντες. τις εστίν ούτος ος λαλεί βλασφημίας. τις δύναται αφιέναι αμαρτίας, ειμή μόνος ο θεός. επιγνούς δε ο ιησούς τους διαλογισμούς αυτών, αποκριθείς είπε προς αυτούς. τι διαλογίζεσθε εν ταις καρδίαις υμών. τι εστίν ευκοπώτερον, ειπείν αφέωνται σοι αι αμαρτίαι σου, η ειπείν έγειραι και περιπάτει. ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου επί της γης αφιέναι αμαρτίας, είπε τω παραλελυμένω. σοι λέγω. έγειραι, και άρας το κλινίδιον σου πορεύου εις τον οίκον σου. και παραχρήμα αναστάς ενώπιον αυτών, άρας εφ ω κατέκειτο απήλθεν εις τον οίκον αυτού δοξάζων τον θεόν, και έκστασις έλαβεν άπαντας, και εδόξαζον τον θεόν, και επλήσθησαν φόβου λέγοντες ότι είδομεν παράδοξα σήμερον. και μετά ταύτα εξήλθε, και εθεάσατο τελώνην ονόματι λευΐν, καθήμενον επί το τελώνιον, και είπεν αυτώ. ακολούθει μοι και καταλιπών άπαντα, αναστάς ηκολούθησεν αυτώ. και εποίησε δοχήν μεγάλην λευίς αυτώ εν τη οικία αυτού. και ην όχλος τελωνών πολύς, και άλλων οι ήσαν μετ αυτών κατακείμενοι. και εγόγγυζον οι γραμματείς αυτών και οι φαρισαίοι προς τους μαθητάς αυτού λέγοντες. δια τι μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίετε και πίνετε. και αποκριθείς ο ιησούς, είπε προς αυτούς. ου χρείαν έχουσιν οι υγιαίνοντες ιατρού, αλλ οι κακώς έχοντες. ουκ ελήλυθα καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν. οι δε είπον προς αυτόν. διά τι οι μαθηταί ιωάννου νηστεύουσι πυκνά, και δεήσεις ποιούνται, ομοίως και οι των φαρισαίων, οι δε σοι εσθίουσι και πίνουσιν. ο δε είπε προς αυτούς. μη δύνασθε τους υιούς του νυμφώνος εν ω ο νυμφίος μετ αυτών εστί ποιήσαι νηστεύειν. ελεύσονται δε ημέραι, και όταν απαρθή απ αυτών ο νυμφίος, τότε νηστεύσουσιν εν εκείναις ταις ημέραις. έλεγε δε και παραβολήν προς αυτούς ότι ουδείς επίβλημα ιματίου καινού επιβάλλει επι ιμάτιον παλαιόν. ει δε μήγε. και το καινόν σχίζει, και τω παλαιώ ου συμφωνεί το από του καινού. και ουδείς βάλλει οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς. ει δε μήγε, ρήξει ο νέος οίνος τους ασκούς, και αυτός εκχυθήσεται, και οι ασκοί απολούνται. αλλά οίνον νέον εις ασκούς καινούς βλητέον, και αμφότεροι συντηρούνται. και ουδείς πίων παλαιόν, ευθέως θέλει νέον. λέγει γαρ ο παλαιός χρηστότερος εστίν.
Chapter 6Εγένετο δε εν σαββάτω δευτεροπρώτω διαπορεύεσθαι αυτόν διά των σπορίμων, και έτιλλον οι μαθηταί αυτού τους στάχυας και ήσθιον ψώχοντες ταις χερσί. τινές δε των φαρισαίων, είπον αυτοίς. τι ποιείτε ο ουκ έξεστι ποιείν εν τοις σάββασι. και αποκριθείς προς αυτούς είπεν ο ιησούς. ουδέ τούτο ανέγνωτε ο εποίησε δαυίδ, οπότε επείνασεν αυτός και οι μετ αυτού όντες, ως εισήλθεν εις τον οίκον του θεού και τους άρτους της προθέσεως έλαβε και έφαγε, και έδωκε και τοις μετ αυτού, ους ουκ έξεστι φαγείν ειμή μόνους τους ιερείς. και έλεγεν αυτοίς, ότι κύριος εστίν ο υιός του ανθρώπου και του σαββάτου. εγένετο δε εν ετέρω σαββάτω εισελθείν αυτόν εις την συναγωγήν και διδάσκειν, και ην εκεί άνθρωπος, και η χειρ αυτού η δεξιά ην ξηρά. παρετήρουν δε οι γραμματείς και οι φαρισαίοι ει εν τω σαββάτω θεραπεύσει αυ{}τόν, ίνα εύρωσι κατηγορίαν αυτού. αυτός δε ήδει τους διαλογισμούς αυτών, και είπε τω ανθρώπω τω ξηράν έχοντι την χείρα. έγειραι και στήθι εις το μέσον. ο δε αναστάς έστη. είπεν ουν ο ιησούς προς αυτούς. επερωτήσω υμάς τι έξεστι τοις σάββασιν. αγαθοποιήσαι η κακοποιήσαι, ψυχήν σώσαι η αποκτείναι. και περιβλεψάμενος πάντας αυτούς είπεν αυτώ. έκτεινον την χείρα σου. ο δε εποίησεν ούτως, και αποκατεστάθη η χειρ αυτού υγιής ως η άλλη. αυτοί δε επλήσθησαν ανοίας, και διελάλουν προς αλλήλους τι αν ποιήσειαν τω ιησού. εγένετο δε εν ταις ημέραις ταύταις εξήλθεν εις το όρος προσεύξασθαι, και ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του θεού. και ότε εγένετο ημέρα, προσεφώνησε τους μαθητάς αυτού, και εκλεξάμενος απ αυτών δώδεκα ους και αποστόλους ωνόμασε, σίμωνα ον και ωνόμασε πέτρον, και ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, ιάκωβον, και ιωαννην, φίλιππον, και βαρθολομαίον, ματθαίον, και θωμάν, ιάκωβον τον του αλφαίου, και σίμωνα τον καλούμενον ζηλωτήν, ιούδαν ιακώβου, και ιούδαν ισκαριώτην ος και εγένετο προδότης. και καταβάς μετ αυτών έστη επί τόπου πεδινού, και όχλος μαθητών αυτού και πλήθος πολύ του λαού, από πάσης της ιουδαίας και ιερουσαλήμ, και της παραλίου τύρου και σιδώνος, οι ήλθον ακούσαι αυτού, και ιαθήναι από των νόσων αυτών. και οι οχλούμενοι υπό πνευμάτων ακαθάρτων, και εθεραπεύοντο. και πας ο όχλος εζήτει άπτεσθαι αυτού, ότι δύναμις παρ αυτού εξήρχετο και ιάτο πάντας. και αυτός επάρας τους οφθαλμούς αυτού εις τους μαθητάς αυτού, έλεγε. μακάριοι οι πτωχοί ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία του θεού. μακάριοι οι πεινώντες νυν, ότι χορτασθήσεσθε. μακάριοι οι κλαίοντες νυν ότι γελάσετε. μακάριοι εστέ όταν μισήσωσιν υμάς οι άνθρωποι, και όταν αφορίσωσιν υμάς και ονειδίσωσι, και εκβάλωσι το όνομα υμών ως πονηρόν, ένεκεν του υιού του ανθρώπου. χάρητε εν εκείνη τη ημέρα και σκιρτήσατε, ιδού γαρ ο μισθός υμών πολύς εν τω ουρανώ. κατά ταύτα γαρ εποίουν τοις προφήταις οι πατέρες αυτών. πλήν ουαί υμίν τοις πλουσίοις, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών. ουαί υμίν οι εμπεπλησμένοι, ότι πεινάσετε. ουαί υμίν οι γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε. ουαί όταν καλώς είπωσιν υμάς οι άνθρωποι. κατα ταύτα γαρ εποίουν τοις ψευδοπροφήταις οι πατέρες αυτών. αλλά υμίν λέγω τοις ακούουσιν. αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς. ευλογείτε τους καταρωμένους υμίν, προσεύχεσωθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς. τω τύπτοντι σε επί την σιαγόνα, πάρεχε και την άλλην. και από του αίροντος σου το ιμάτιον, και τον χιτώνα μη κωλύσης. παντί δε τω αιτούντι σε δίδου, και από του αίροντος τα σα μη απαίτει. και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως. και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί. και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσε. και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί. και γαρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι. και εάν δανείζητε παρ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί. και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα. πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών, και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε οι υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχαρίστους και πονηρούς. γίνεσθε ουν οικτίρμονες καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί. και μη κρίνετε και ουμή κριθήτε. μη καταδικάζετε, και ουμή καταδικασθήτε. απολύετε, και απολυθήσεσθε. δίδοτε και δοθήσεται υμίν. μέτρον καλόν πεπιεσμένον και σεσαλευμένον και υπερεκχυνόμενον, δώσουσιν εις τον κόλπον υμών. τω γαρ αυτώ μέτρω ω μετρείτε, αντιμετρηθήσεται υμίν. είπε δε παραβολήν αυτοίς. μήτι δύναται τυφλός τυφλόν οδηγείν. ουχί αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται. ουκ εστί μαθητής υπέρ τον διδάσκαλον αυτού. κατηρτισμένος δε πας έσται ως ο διδάσκαλος αυτού. τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε δοκόν την εν τω ιδίω οφθαλμώ ου κατανοείς. η πως δύνασαι λέγειν τω αδελφώ σου, αδελφέ άφες εκβάλω το κάρφος το εν τω οφθαλμώ σου, αυτός την εν τω οφθαλμώ σου δοκόν ου βλέπων. υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου. ου γαρ εστί δένδρον καλόν ποιούν καρπόν σαπρόν, ουδε δένδρον σαπρόν ποιούν καρπόν καλόν. έκαστον γαρ δένδρον εκ του ιδίου καρπού, γινώσκεται. ου γαρ εξ ακανθών συλλέγουσι σύκα, ουδέ εκ βάτου τρυγώσι σταφυλήν. ο αγαθός άνθρωπος εκ του αγαθού θησαυρού της καρδίας αυτού προφέρει το αγαθόν, και ο πονηρός άνθρωπος εκ του πονηρού θησαυρού της καρδίας αυτού, προφέρει το πονηρόν. εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί το στόμα αυτού τι δε με καλείτε κύριε κύριε, και ου ποιείτε α λέγω. πας ο ερχόμενος προς με, και ακούων μου των λόγων και ποιών αυτούς, υποδείξω υμίν τίνι εστίν όμοιος. όμοιος εστίν ανθρώπω οικοδομούντι οικίαν, ος έσκαψε και εβάθυνε, και έθηκε θεμέλιον επί την πέτραν. πλημμύρας δε γενομένης προσέρρηξεν ο ποταμός τη οικία εκείνη, και ουκ ίσχυσε σαλεύσαι αυτήν, τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν. ο δε ακούσας και μη ποιήσας, όμοιος εστίν ανθρώπω οικοδομήσαντι οικίαν επί την γην χωρίς θεμελίου, η προσέρρηξεν ο ποταμός, και ευθέως έπεσε, και εγένετο το ρήγμα της οικίας εκείνης μέγα.
Chapter 7Επεί δε επλήρωσε πάντα τα ρήματα αυτού εις τας ακοάς του λαού, εισήλθεν είς καπερναούμ. εκατοντάρχου δε τινός δούλος κακώς έχων έμελλε τελευτάν, ος ην αυτώ έντιμος. ακούσας δε περί του ιησού, απέστειλε προς αυτόν πρεσβυτέρους των ιουδαίων ερωτών αυτόν όπως ελθών διασώση τον δούλον αυτού. οι δε παραγενόμενοι προς τον ιησούν, παρεκάλουν αυτόν σπουδαίως λέγοντες. ότι άξιος εστίν ω παρέξει τούτο. αγαπά γαρ το έθνος ημών, και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν ημίν. ο δε ιησούς επορεύετο συν αυτοίς. ήδη δε αυτού ου μακράν απέχοντος από της οικίας, έπεμψε προς αυτόν ο εκατόνταρχος φίλους, λέγων αυτώ. κύριε μη σκύλλου, ου γαρ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης. διό ουδέ εμαυτόν ηξίωσα προς σε ελθείν, αλλ ειπέ λόγω, και ιαθήσεται ο παις μου. και γαρ εγώ άνθρωπος ειμί υπό εξουσίαν τασσόμενος, έχων υπ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω πορεύθητι και πορεύεται, και άλλω έρχου και έρχεται, και τω δούλω μου ποίησον τούτο, και ποιεί. ακούσας δε ταύτα ο ιησούς εθαύμασεν αυτόν, και στραφείς τω ακολουθούντι αυτώ όχλοω είπε. λέγω υμίν, ούτε εν τω ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον. και υποστρέψαντες οι πεμφθέντες εις τον οίκον, εύρον τον ασθενούντα δούλον υγιαίνοντα. και εγένετο εν τη εχής, επορεύετο εις πόλιν καλουμένην ναΐν, και συνεπορεύοντο αυτώ οι μαθηταί αυτού ικανοί, και όχλος πολύς. ως δε ήγγισε τη πύλη της πόλεως, και ιδού εχεκομίζετο τεθνηκώς υιός μονογενής τη μητρί αυτού. και αυτή χήρα, και όχλος της πόλεως ικανός συν αυτή. και ιδών αυτήν ο κύριος εσπλαγχνίσθη επ αυτή, και είπεν αυτή. μη κλαίε. και προσελθών ήψατο της σορού. οι δε βαστάζοντες έστησαν, και είπε. νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι. και ανεκάθισεν ο νεκρός, και ήρξατο λαλείν, και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού έλαβε δε φόβος πάντας, και εδόξαζον τον θεόν λέγοντες. ότι προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν, και ότι επεσκέψατο ο θεός τον λαόν αυτού. και εξήλθεν ο λόγος ούτος εν όλη τη ιουδαία περί αυτού, και εν πάση τη περιχώρω. και απήγγειλαν ιωάννη οι μαθηταί αυτού περί πάντων τούτων. και προσκαλεσάμενος δύο τινάς των μαθητών αυτού ο ιωάννης, έπεμψεν προς τον ιησούν λέγων. συ ει ο ερχόμενος, η άλλον προσδοκώμεν, παραγενόμενοι δε προς αυτόν οι άνδρες, είπον. ιωάννης ο βαπτιστής απέσταλκεν ημάς προς σε λέγων. συ ει ο ερχόμενος, η άλλον προσδοκώμεν. εν αυτή δε τη ώρα εθεράπευσε πολλούς από νόσων και μαστίγων και πνευμάτων πονηρών, και τυφλοίς πολλοίς εχαρίσατο το βλέπειν. και αποκριθείς ο ιησούς είπεν αυτοίς. πορευθέντες απαγγείλατε ιωάννη α είδετε και ηκούσατε. ότι τυφλοί αναβλέπουσι χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζοντι. και μακάριος εστίν ος εάν μη σκανδαλισθή εν εμοί. απελθόντων δε των αγγέλων ιωάννου, ήρξατο λέγειν τοις όχλοις περί ιωάννου. τι εξεληλύθατε εις την έρημον θεάσασθαι. κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον. αλλά τι εξεληλύθατε ιδείν. άνθρωπον εν μαλακοίς ιματίοις ημφιεσμένον. ιδού οι εν ιματισμώ ενδόξω και τρυφή υπάρχοντες, εν τοις βασιλείοις εισίν. αλλά τι εξεληλύθατε ιδείν, προσφήτην. ναι λέγω υμίν και περισσότερον προφήτου. ούτος εστί περί ου γέγραπται. ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελον μου προ προσώπου σου, ος κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθεν σου. λέγω γαρ υμίν, μείζων εν γεννητοίς γυναικών προφήτης ιωάννου του βαπτιστού, ουδείς εστίν. ο δε μιρότερος εν τη βασιλεία του θεού μείζων αυτού εστί και πας ο λαός ακούσας και οι τελώναι, εδικαίωσαν τον θεόν βαπτισθέντες το βάπτισμα ιωάννου. οι δε φαρισαίοι και οι νομικοί την βουλήν του θεού ηθέτησαν εις εαυτούς, μη βαπτισθέντες υπ αυτού. τίνι ουν ομοιώσω τους ανθρώπους της γενεάς ταύτης, και τίνι εισίν όμοιοι, όμοιοι εισί παιδίοις τοις εν αγορά καθημένοις, και προσφωνούσιν αλλήλοις και λέγουσιν. ηυλήσαμεν υμίν και ουκ ωρχήσασθε. εθρηνήσαμεν υμίν, και ουκ εκλαύσατε. ελήλυθε γαρ ιωάννης ο βαπτιστής μήτε άρτον εσθίων μήτε οίνον πίνων, και λέγετε δαιμόνιον έχει. ελήλυθεν ο υιός του ανθρώπου εσθίων και πίνων, και λέγετε ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών. και εδικαιώθη η σοφία από των τέκνων αυτής πάντων. ηρώτα δε τις αυτόν των φαρισαίων ίνα φάγη μετ αυτού. και εισελθών εις την οικίαν του φαρισαίου, ανεκλίθη. και ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην αμαρτωλός. επιγνούσα ότι ανάκειται εν τη οικία του φαρισαίου, κομίσασα αλάβαστρον μύρου, και στάσα παρά τους πόδας αυτού οπίσω κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι, και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε, και κατεφίλει τους πόδας αυτού, και ήλειφε τω μύρω. ιδών δε ο φαρισαίος ο καλέσας αυτόν, είπεν εν εαυτώ λέγων, ούτος ει ην προφήτης, εγίνωσκεν αν τις και ποταπή η γυνή ήτις άπτεται αυτού, ότι αμαρτωλός αστί. και αποκριθείς ο ιησούς, είπε προς αυτόν. σίμων έχω σοι τι ειπείν. ο δε φησί. διδάσκαλε ειπέ. δύο χρεωφειλέται ήσαν δανειστή τινί, ο εις ώφειλε δηνάρια πεντακόσια. ο δε έτερος, πεντήκοντα. μη εχόντων δε αυτών αποδούναι, αμφοτέροις εχαρίσατο. τις ουν αυτών ειπέ πλείον αυτόν αγαπήσει. αποκριθείς δε ο σίμων είπεν. υπολαμβάνω ότι ω το πλείον εχαρίσατο. ο δε είπεν αυτώ. ορθώς έκρινας. και στραφείς προς την γυναίκα τω σίμωνι έφη. βλέπεις ταύτην την γυναίκα. εισήλθον σου εις την οικίαν, ύδωρ επί τους πόδας μου ουκ έδωκας, αύτη δε της δάκρυσιν έβρεξε μου τους πόδας, και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμαξε. φίλημα μοι ουκ έδωκας, αύτη δε αφ ης εισήλθον, ου διέλιπε καταφιλούσα μου τους πόδας. ελαίω την φεφαλήν μου ουκ ήλειψας, αύτη δε μύρω ήλειψε μου τους πόδας. ου χάριν λέγω σοι. αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί ότι ηγάπησε πολύ. ω δε ολίγον αφίεται, ολίγον αγαπά. είπε δε αυτή. αφέωνται σου αι αμαρτίαι. και ήρξαντο οι συνανακείμενοι λέγειν εν εαυτοίς. τις ούτος εστίν ος και αμαρτίας αφίησιν. είπε δε προς την γυναίκα. η πίστις σου σέσωκε σε. πορεύου εις ειρήνην.
Chapter 8Και εγένετο εν τω καθεξής και αυτός διώδευε κατά πόλιν και κώμην κηρύσσων και ευαγγελιζόμενος την βασιλείαν του θεού και οι δώδεκα συν αυτώ, και γυναίκες τινές αι ήσαν τεθεραπευμέναι από πνευμάτων πονηρών και ασθενειών. μαρία η καλουμένη μαγδαληνή, αφ ης δαιμόνιο επτά εξεληλύθει, και ιωάννα γυνή χουσά επιτρόπου ηρώδου, και σουσάννα, και έτεραι πολλαί αίτινες διηκόνουν αυτώ από των υπαρχόντων αυταίς. συνιόντος δε όχλου πολλού, και των κατά πόλιν επιπορευομένων προς αυτόν, είπε διά παραβολής. εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον εαυτού, και εν τω σπείρειν αυτόν, ο μεν έπεσε παρά την οδόν και κατεπατήθη και τα πετεινά του ουρανού κατέφαγεν αυτό. και έτερον έπεσεν επί την πέτραν, και φυέν εξηράνθη διά το μη έχειν ικμάδα. και έτερον έπεσεν εν μέσω των ακανθών, και συμφυείσαι αι άκανθαι απέπνιξαν αυτό. και έτερον έπεσεν επί την γην την αγαθήν, και φυέν εποίησε καρπόν εκατονταπλασίονα. ταύτα λέγων εφώνει. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω. επηρώτων δε αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες. τις είη η παραβολή αύτη. ο δε είπεν. υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του θεού, τοις δε λοιποίς εν παραβολαίς, ίνα βλέποντες μη βλέπωσι, και ακούοντες μη συνιώσιν. έστι δε αύτη η παραβολή· ο σπόρος εστίν ο λόγος του θεού. οι δε παρά την οδόν εισίν οι ακούοντες. είτα έρχεται ο διάβολος, και αίρει τον λόγον από της καρδίας αυτών ίνα μη πιστεύσαντες σωθώσιν. οι δε επί της πέτρας, οι όταν ακούσωσι μετά χαράς δέχονται τον λόγον. και ούτοι ρίζαν ουκ έχουσιν, οι προς καιρόν πιστεύουσι, και εν καιρώ πειρασμού αφίστανται. το δε εις τας ακάνθας πεσόν, ούτοι εισίν οι ακούσαντες, και υπό μεριμνών και πλούτου και ηδονών του βίου πορευόμενοι συμπνίγονται, και ου τελεσφορούσι. το δε εν τη καλή γη, ούτοι εισίν οίτινες εν καρδία καλή και αγαθή ακούσαντες τον λόγον κατέχουσι, και καρποφορούσιν εν υπομονή. ταύτα λέγων εφώνει, ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω. ουδείς δε λύχνον άψας καλύπτει αυτόν σκεύει η υποκάτω κλίνης τίθησιν, αλλ επί λυχνίας επιτίθησιν, ίνα οι εισπορευόμενοι βλέπωσι το φως. ου γαρ εστί κρυπτόν ο ου φανερόν γενήσεται, ουδέ απόκρυφον ο ου γνωσθήσεται και εις φανερόν έλθη. βλέπετε ουν πως ακούετε. ος γαρ εάν έχη, δοθήσεται αυτώ. και ος εάν μη έχη, και ο δοκεί έχειν αρθήσεται απ αυτού. παρεγένοντο δε προς αυτόν η μήτηρ και οι αδελφοί αυτού, και ουκ εδύναντο συντυχείν αυτώ δια τον όχλον. και απηγγέλη αυτώ λεγόντων. η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ιδείν σε θέλοντες. ο δε αποκριθείς είπε προς αυτούς. μήτηρ μου και αδελφοί μου ούτοι εισίν οι τον λόγον του θεού ακούοντες και ποιούντες αυτόν. και εγένετο εν μιά των ημερών και αυτός ενέβη εις πλοίον και οι μαθηταί αυτού, και είπε προς αυτούς. διέλθωμεν εις το πέραν της λίμνης. και ανήχθησαν. πλεόντων δε αυτών αφύπνωσε, και κατέβη λαίλαψ ανέμου εις την λίμνην, και συνεπληρούντο και εκινδύνευσον. προσελθόντες δε διήγειραν αυτόν λέγοντες. επιστάτα απολλύμεθα. ο δε εγερθείς επετίμησε τω ανέμω και τω κλύδωνι του ύδατος, και επαύσαντο, και εγένετο γαλήνη. είπε δε αυτοίς. που εστίν η πίστις υμών. φοβηθέντες δε εθαύμασαν λέγοντες προς αλλήλους. τις άρα ούτος εστίν, ότι και τοις ανέμοις απιτάσσει και τω ύδατι, και υπακούουσιν αυτώ. και κατέπλευσαν εις την χώραν των γαδαρηνών. ήτις εστίν αντιπέραν της γαλιλαίας. εξελθόντι δε αυτώ επί την γην, υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο, και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ εν τοις μνήμασιν. ιδών δε τον ιησούν και ανακράξας, προσέπεσεν αυτώ. και φωνή μεγάλη είπε. τι εμοί και σοι ιησού υιέ του θεού του υψίστου. δέομαι σου μη με βασανίσης. παρήγγελλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από του ανθρώπου. πολλοίς γαρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν, και εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσσων τα δεσμά, ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους. επηρώτησε δε αυτόν ο ιησούς λέγων. τι σοι εστίν όνομα. ο δε είπε. λεγεών. ότι δαιμόνια πολλά εσιήλθεν εις αυτόν. και παρεκάλει αυτόν ίνα μη επιτάξη αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν. ην δε εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τω όρει και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν, και επέτρεψεν αυτοίς. εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου, εισήλθεν εις τους χοίρους, και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη. ιδόντες δε οι βόσκοντες το γενόμενον έφυγον, και απελθόντες απήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς. εξήλθον δε ιδείν το γεγονός, και ήλθον προς τον ιησούν, και εύρον καθήμενον τον άνθρωπον αφ ου τα δαιμόνια εξεληλύθει ιματισμένον και σωφρονούντα παρά τους πόδας του ιησού, και εφοβήθησαν. απήγγειλαν δε αυτοίς και οι ιδόντες πώς εσώθη ο δαιμονισθείς. και ηρώτησαν αυτόν άπαν το πλήθος της περιχώρου των γαδαρηνών απελθείν απ αυτών ότι φόβω μεγάλώ συνείχοντο. αυτός δε εμβάς εις το πλοίον υπέστρεψεν. εδέετο δε αυτού ο ανήρ αφ ου τα δαιμόνια εξεληλύθει, είναι συν αυτώ. απελύσε δε αυτόν ο ιησούς λέγων. υπόστρεφε εις τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησε σοι ο θεός. και απήλθε καθ όλην την πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο ιησούς. εγένετο δε εν τω υποστρέψαι τον ιησούν, απεδέξατο αυτόν ο όχλος. ήσαν γαρ πάντες προσδοκώντες αυτόν. και ιδού ήλθεν ανήρ ω όνομα ιάειρος, και αυτός άρχων της συναγωγής υπήρχε, και πεσών παρά τους πόδας του ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού, ότι θυγάτηρ μονογενής ην αυτώ ως ετών δώδεκα, και αύτη απέθνησκεν. εν δε τω υπάγειν αυτόν οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν. και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τον βίον, ουκ ίσχυσεν υπ ουδενός θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν, ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού, και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής. και είπεν ο ιησούς τις ο αψάμενος μου. αρνουμένων δε πάντων, είπεν ο πέτρος και οι μετ αυτού. επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσι σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενος μου. ο δε ιησούς είπεν. ήψατο μου τις. εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ εμού. ιδούσα δε η γυνή ότι ουκ έλαθε, τρέμουσα ήλθε, και προσπεσούσα αυτώ δι ην αιτιαν ήψατο αυτού απήγγειλεν αυτώ ενώπιον παντός του λαού, και ως ιάθη παραχρήμα. ο δε είπεν αυτή. θάρσει θύγατερ. η πίστις σου σέσωκε σε. πορέυου εις ειρήνην έτι δε αυτού λαλούντος, έρχεται τις παρά του αρχισυναγώγου λέγων αυτώ. ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μη σκύλλε τον διδάσκαλον. ο δε ιησούς ακούσας απεκρίθη αυτώ λέγων. μη φοβού. μόνον πίστευε και σωθήσεται. εισελθών δε εις την οικίαν, ουκ αφήκεν εισελθείν ουδένα, ειμή πέτρον και ιωάννην και ιάκωβον και τον πατέρα τηνς παιδός και την μητέρα. έκαιον δε πάντες και εκόπτοντο αυτήν. ο δε είπε. μη κλαίετε. ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει. και κατεγέλων αυτού ειδότες ότι απέθανεν. αυτός δε εκβαλών έξω πάντας, και κρατήσας της χειρός αυτής εφώνησε λέγων. η παις εγείρου. και επέστρεψε το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα. και διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν. και εξέστησαν οι γονείς αυτής ο δε παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν το γεγονός.
Chapter 9Συγκαλεσάμενος δε τους δώδεκα μαθητάς αυτού, έδωκεν αυτοίς δύναμιν και εξουσίαν επί πάντα τα δαιμόνια, και νόσους θεραπεύειν. και απέστειλεν αυτούς κηρύσσειν την βασιλείαν του θεού, και ιάσθαι τους ασθενούντας. και είπε προς αυτούς. μηδέν αίρετε εις την οδόν μήτε ράβδους, μήτε πήραν, μήτε άρτον, μήτε αργύριον, μήτε ανά δύο χιτώνας έχειν. και εις ην αν οικίαν εισέλθητε, εκεί μένετε και εκείθεν εξέρχεσθε. και όσοι εάν μη δέξωνται υμάς, εξερχόμενοι από της πόλεως εκείνης, και τον κονιορτόν από των ποδών υμών αποτινάξατε εις μαρτύριον επ αυτούς. εξερχόμενοι δε, διήρχοντο κατά τας κώμας ευαγγελιζόμενοι και θεραπεύοντες πανταχού. ήκουσε δε ηρώδης ο τετράρχης τα γινόμενο υπ αυτού πάντα, και διηπόρει. διά το λέγεσθαι υπό τινών, ότι ιωάννης εγήγερται από των νεκρών, υπό τινών δε ότι ηλίας εφάνη, άλλων δε ότι ότι προφήτης εις των αρχαίων ανέστη. και είπεν ηρώδης. ιωάννην εγώ απεκεφάλισα. τις δε εστίν ούτος περί ου εγώ ακούω τοιαύτα. και εζήτει ιδείν αυτόν. και υποστρέψαντες οι απόστολοι, διηγήσαντο αυτώ όσα εποίησαν. και παραλαβών αυτούς, υπεχώρησε κατιδίαν εις τόπον έρημον πόλεως καλουμένης βηθσαϊδά. οι δε όχλοι γνόντες ηκολούθησαν αυτώ. και δεξάμενος αυτούς, ελάλει αυτοίς περί της βασιλείας του θεού, και τους χρείαν έχοντας θεραπείας ιάτο. η δε ημέρα ήρξατο κλίνειν. προσελθόντες δε οι δώδεκα, είπον αυτώ. απόλυσον τον όχλον, ίνα απελθόντες εις τας κύκλω κώμας και τους αγρούς καταλύσωσι, και εύρωσιν επισιτισμόν, ότι ώδε εν ερήμω τόπω εσμέν. είπε δε προς αυτούς. δότε αυτοίς υμείς φαγείν. οι δε είπον ουκ εισίν ημίν πλείον η πέντε άρτοι και ιχθύες δύο. ειμήτι πορευθέντες ημείς αγοράσομεν εις πάντα τον λαόν τούτον βρώματα. ήσαν γαρ ωσεί άνδρες πεντακισχίλιοι. είπε δε προς τους μαθητάς αυτού. κατακλίνατε αυτούς κλισίας ανά πεντήκοντα. και εποίησαν ούτως. και ανέκλιναν άπαντας. λαβών δε τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησεν αυτούς, και κατέκλασε. και εδίδου τοις μαθηταίς παρατιθέναι τω όχλοω. και έφαγον και εχορτάσθησαν πάντες. και ήρθη το περισσεύσαν αυτοίς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα. και εγένετο εν τω είναι αυτόν προσευχόμενον καταμόνας, συνήσαν αυτώ οι μαθηταί, και επηρώτησεν αυτούς λέγων. τίνα με λέγουσιν οι όχλοι είναι. οι δε αποκριθέντες είνου. ιωάννην τον βαπτιστήν. άλλοι δε ηλίαν. άλλοι δε ότι προφήτης τις των αρχαίων ανέστη. είπε δε αυτοίς. υμείς δε τίνα με λέγετε είναι. αποκριθείς δε πέτρος είπε. τον χριστόν του φθεού. ο δε επιτιμήσας αυτοίς, παρήγγειλε μηδενί ειπείν τούτο. ειπών ότι δει τον υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν, και αποδοκιμασθήναι από των πρεσβυτέρων, και αρχιερέων και γραμματέων, και αποκτανθήναι, και τη τρίτη ημέρα εγερθήναι. έλεγε δε προς πάντας. ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι. ος γαρ εάν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν. ος δαν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ούτος σώσει αυτήν. τι γαρ ωφελείται άνθρωπος κερδήσας τον κόσμον όλον, εαυτόν δε απολέσας η ζημιωθείς. ος γαρ αν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους, τούτον ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται όταν έλθη εν τη δόξη αυτού και του πατρός και των αγίων αγγέλων. λέγω δε υμίν αληθώς, εισί τινές των ώδε εστώτων, οι ουμή γεύσονται θνάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του θεού. εγένετο δε μετά τους λόγους τούτους ωσεί ημέραι οκτώ, και παραλαβών πέτρον και ιωάννην και ιάκωβον ανέβη εις το όρος προσεύξασθαι. και εγένετο εν τω προσεύχεσθαι αυτόν το είδος του προσώπου αυτού έτερον, και ο ιματισμός αυτού λευκός εξαστράπτων. και ιδού άνδρες δύο συνελάλουν αυτώ οίτινες ήσαν μωσής και ηλίας, οι οφθέντες εν δόξη έλεγον την έξοδον αυτού ην έμελλε πληρούν εν ιερουσαλήμ. ο δε πέτρος και οι συν αυτώ ήσαν βεβαρημένοι ύπνω. διαγρηγορήσαντες δε, είδον την δόξαν αυτού, και τους δύο άνδρας τους συνεστώτας αυτώ, και εγένετο εν τω διαχωρίζεσθαι αυτούς απ αυτού, είπεν ο πέτρος προς τον ιησούν. επιστάτα. καλόν εστίν ημάς ώδε είναι, και ποιήσωμεν σκηνάς τρείς, μίαν σοι, και μίαν μωσεί, και μίαν ηλία. μη ειδώς ο λέγει. ταύτα δε αυτού λέγοντος εγένετο νεφέλη και επεσκίασεν αυτούς. εφοβήθησαν δε εν τω εκείνους εισελθείν εις την νεφέλην. και φωνή εγένετο εκ της νεφέλης λέγουσα. ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός αυτού ακούετε. και εν τω γενέσθαι την φωνήν, ευρέθη ο ιησούς μόνος, και αυτοί εσίγησαν, και ουδενί απήγγειλαν εν εκείναις ταις ημέραις ουδέν ων εωράκασι. εγένετο δε εν τη εξής ημέρα κατελθόντων αυτών από του όρους, συνήντησεν αυτώ όχλος πολύς. και ιδού ανήρ από του όχλου ανεβόησε λέγων. διδάσκαλε, δέομαι σου επίβλεψαι επί τον υιόν μου, ότι μονογενής εστί μοι. και ιδού πνεύμα λαμβάνει αυτόν, και εξαίφνης κράζει, και σπαράσσει αυτόν μετά αφρού, και μόγις αποχωρεί απ αυτού συντρίβον αυτόν. και εδεήθην των μαθητών σου ίνα εκβάλωσιν αυτό, και ουκ ηδυνήθησαν. αποκριθείς δε ο ιησούς είπεν. ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη, έως πότε έσομαι προς υμάς, και ανέξομαι υμών. προσάγαγε τον υιόν σου ώδε. έτι δε προσερχομένου αυτού, έρρηξεν αυτόν το δαιμόνιον και συνεσπάραξεν. επετίμησε δε ο ιησούς τω πνεύματι τω ακαθάρτω, και ιάσατο τον παίδα, και απέδωκεν αυτόν τω πατρί αυτού. εξεπλήσσοντο δε πάντες επί τη μεγαλειότητι του θεού. πάντων δε θαυμαζόντων επί πάσιν οις εποίησεν ο ιησούς, είπε προς τους μαθητάς αυτού. θέσθε υμείς εις τα ώτα υμών τους λόγους τούτους. ο γαρ υιός του ανθρώπου μέλλει παραδίδοσθαι εις χείρας ανθρώπων. οι δε ηγνόουν το ρήμα τούτο, και ην παρακεκαλυμμένον απ αυτών ίνα μη αίσθωνται αυτό, και εφοβούντο ερωτήσαι αυτόν περί του ρήματος τούτου. εισήλθε δε διαλογισμός εν αυτοίς το τις αν είη μείζων αυτών. ο δε ιησούς ιδών τον διαλογισμόν της καρ{λ,δ}ίας αυτών επιλαβόμενος παιδίον, έστησεν αυτό παρ εαυτώ, και είπεν αυτοίς. ος εάν δέξηται τούτο το παιδίον επί τω ονόματι μου, εμέ δέχεται. και ος εάν εμέ δέξηται, δέχεται τον αποστείλαντα με. ο γαρ μικρότερος εν πάσιν υμίν υπάρχων, ούτος έσται μέγας. αποκριθείς δε ο ιωάννης είπεν. επιστάτα. είδομεν τινά επί τω ονόματι σου εκβάλλοντα δαιμόνια, και εκωλύσαμεν αυτόν ότι ουκ ακολουθεί μεθ ημών. και είπε προς αυτόν ο ιησούς. μη κωλύετε. ος γαρ ουκ έστι καθ ημών υπέρ ημών εστίν. εγένετο δε εν τω συμπληρούσθαι τας ημέρας της αναλήψεως αυτού, και αυτός το πρόσωπον αυτού εστήριξε του πορεύεσθαι εις ιερουσαλήμ. και απέστειλεν αγγέλους προ προσώπου αυτού. καιι πορευθέντες, εισήλθον εις κώμην σαμαρειτών, ώστε ετοιμάσαι αυτώ. και ουκ εδέξαντο αυτόν, ότι το πρόσωπον αυτού ην πορευόμενον εις ιερουσαλήμ. ιδόντες δε οι μαθηταί αυτού ιάκωβος και ιωάννης είπον. κύριε θέλεις είπωμεν πυρ καταβήναι από του ουρανού και αναλώσαι αυτούς ως και ηλίας εποίησεν. στραφείς δε επετίμησεν αυτοίς, και είπεν. ουκ οίδατε οίου πνεύματος εστέ υμείς. ο γαρ υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε ψυχάς ανθρώπων απολέσαι, αλλά σώσαι. και επορεύθησαν εις ετέραν κώμην εγένετο δε πορευομένων αυτών εν τη οδώ, είπε τις προς αυτόν. ακολουθήσω σοι όπου αν απέρχη κύριε. και είπεν αυτώ ο ιησούς. αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι, και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη. είπε δε προς έτερον. ακολούθει μοι. ο δε είπε, κύριε επίτρεψον μοι απελθόντι πρώτον θάψαι τον πατέρα μου είπε δε αυτώ ο ιησούς. άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς. συ δε απελθών διάγγελε την βασιλείαν του θεού. είπε δε και έτερος, ακολουθήσω σοι κύριε. πρώτον δε επίτρεψον μοι αποτάξασθαι τοις εις τον οίκον μου. είπε δε ο ιησούς προς αυτόν. ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ άρωτρον και βλέπων εις τα οπίσω, εύθετος εστίν εις την βασιλείαν του θεού.
Chapter 10Μετά δε ταύτα ανέδειξεν ο κύριος και ετέρους εβδομήκοντα, και απέστειλεν αυτούς ανά δύο προ προσώπου αυτού εις πάσαν πόλιν και τόπον ου έμελλεν αυτός έρχεσθαι. έλεγεν ουν προς αυτούς. ο μεν θερισμός πολύς. οι δε εργάται ολίγοι. δεήθητε ουν του κυρίου του θερισμού όπως εκβάλη εργάτας εις τον θερισμόν αυτού. υπάγετε, ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως άρνας εν μέσω λύκων. μη βαστάζετε βαλλάντιον, μη πήραν, μη δε υποδήματα, και μηδένα κατά την οδόν ασπάσησθε. εις ην δανοικίαν εισέρχησθε, πρώτον λέγετε ειρήνη τω οίκω τούτω, και εάν η εκεί υιός ειρήνης επαναπαύσεται επ αυτόν η ειρήνη υμών, ει δε μήγε εφ υμάς ανακάμψει. εν αυτή δε τη οικία μένετε εσθίοντες και πίνοντες τα παρ αυτών.άξιος γαρ ο εργάτης του μισθού αυτού εστί. μη μεταβαίνετε εξ οικίας εις οικίαν και εις ην δαν πόλιν εισέρχησθε και δέχωνται υμάς, εσθίετε τα παρατιθέμενα υμίν, και θεραπεύετε τους εν αυτή ασθενείς, και λέγετε αυτοίς, ήγγικεν εφ υμάς η βασιλεία του θεού. εις ην δαν πόλιν εισέρχησθε, και μη δέχωνται υμάς, εξελθόντες εις τας πλατείας αυτής, είπατε. και τον κονιορτόν κολληθέντα ημίν εκ της πόλεως υμών απομασσόμεθα υμίν. πλήν τούτο γινώσκετε ότι ήγγικεν εφ υμάς η βασιλεία του θεού. λέγω δε υμίν, ότι σοδόμοις εν τη ημέρα εκείνη ανεκτότερον έσται η τη πόλει εκείνη. ουαί σοι χωραζίν, ουαί σοι βηθσαϊδά, ότι ει εν τύρω και σιδώνι εγένοντο αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν, πάλαι αν εν σάκκω και σποδώ καθήμεναι μετενόησαν. πλην τύρω και σιδώνι ανεκτότερον έσται εν τη κρίσει η υμίν. και συ καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα έως άδου καταβιβασθήση. ο ακούων υμών, εμού ακούει. και ο αθετών υμάς, εμέ αθετεί. ο δε εμέ αθετών, αθετεί τον αποστείλαντα με. υπέστρεψαν δε οι εβδομήκοντα μετά χαράς λέγοντες. κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματι σου. είπε δε αυτοίς. εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα. ιδού δίδωμι υμίν την εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων, και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, και ουδέν υμάς ουμή αδικήση. πλην εν τούτω μη χαίρετε ότι τα πνεύματα υμίν υποτάσσεται. χαίρετε δε ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις ουρανοίς. εν αυτή τη ώρα ηγαλλιάσατο τω πνεύματι ο ιησούς και είπεν. εξομολογούμαι σοι πάτερ κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις. ναι ο πατήρ ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθεν σου. και στραφείς προς τους μαθητάς είπε. πάντα μοι παρεδόθη υπό του πατρός μου. και ουδείς γινώσκει τις εστίν ο υιός ειμή ο πατήρ, και τις εστίν ο πατήρ ειμή ο υιός, και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι. και στραφείς προς τους μαθητάς κατιδίαν είπε. μακάριοι οι οφθαλμοί οι βλέποντες α βλέπετε. λέγω γαρ υμίν, ότι πολλοί προφήται και βασιλείς ηθέλησαν ιδείν α υμείς βλέπετε, και ουκ είδον, και ακούσαι α ακούετε, και ουκ ήκουσαν. και ιδού νομικός τις ανέστη εκπειράζων αυτόν και λέγων. διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω. ο δε είπε προς αυτόν. εν τω νόμω τι γέγραπται. πως αναγινώσκεις. ο δε αποκριθείς είπεν. αγαπήσεις κύριον τον θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της ισχύος σου, και εξ όλης της διανοίας σου. και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. είπε δε αυτώ. ορθώς απεκρίθης. τούτο ποίει και ζήση. ο δε θέλων δικαιούν εαυτόν, είπε προς τον ιησούν. και τις εστί μου πλησίον. υπολαβών δε ο ιησούς είπεν. άνθρωπος τις κατέβαινεν από ιερουσαλήμ εις ιεριχώ και λησταίς περιέπεσεν, οι και εκδύσαντες αυτόν και πληγάς επιθέντες απήλθον αφέντες ημιθανή τυγχάνοντα. κατά συγκυρίαν δε ιερεύς τις κατέβαινεν εν τή οδώ εκείνη, και ιδών αυτόν αντιπαρήλθεν. ομοίως δε και λευΐτης γενόμενος κατά τον τόπον, ελθών και ιδών, αντιπαρήλθε. σαμαρείτης δε τις οδεύων ήλθε κατ αυτον, και ιδών αυτόν εσπλαγχνίσθη. και προσελθών κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον. επιβιβάσας δε αυτόν επί το ίδιον κτήνος, ήγαγεν εις πανδοχείον, και επεμελήθη αυτού. και επί την αύριον εξελθών εκβαλών δύο δηνάρια, έδωκε τω πανδοχεί και είπεν αυτώ. επιμελήθητι αυτού, και ότι αν προσδαπανήσης, εγώ εν τω επανέρ χεσθαι με αποδώσω σοι. τις ουν τούτων των τριών πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους ληστάς. ο δε είπεν. ο ποιήσας το έλεος μετ αυτού. είπεν ουν αυτώ ο ιησούς. πορεύου και συ ποίει ομοίως. εγένετο δε εν τω πορεύεσθαι αυτούς, και αυτός εισήλθεν εις κώμην τινά. γυνή δε τις ονόματι μάρθα υπεδέξατο αυτόν εις τον οίκον αυτής. και τήδε ην αδελφή καλουμένη μαρία, η και παρακαθίσασα παρά τους πόδας του ιησού ήκουε των λόγων αυτού. η δε μάρθα περιεσπάτο περί πολλήν διακονίαν. επιστάσα δε είπε. κύριε, ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν. ειπέ ουν αυτή ίνα μοι συναντιλάβηται. αποκριθείς δε ο ιησούς είπεν αυτή. μάρθα μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά. ενός δε εστί χρεία. μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ αυτής.
Chapter 11Και εγένετο εν τω είναι αυτόν εν τόπω τινί προσευχόμενον, ως επαύσατο, είπε τις των μαθητών αυτού προς αυτόν. κύριε δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι, καθώς και ιωάννης εδίδαξε τους μαθητάς αυτού. είπε δε αυτοίς όταν προσεύχησθε, λέγετε. πάτερ ημών ο εντοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομα σου. ελθέτω η βασιλεία σου. γενηθήτω το θέλημα σου ως εν ουρανώ και επί της γης. τον άρτον ημών τον επιούσιον δίδου ημίν το καθ ημέραν. και άφες ημίν τας αμαρτίας ημών, και γαρ αυτοί αφίεμεν παντί οφείλοντι ημίν. και μή εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. και είπε προς αυτούς. τις εξ υμών έξει φίλον, και πορεύσεται προς αυτόν μεσονυκτίου, και είπη αυτώ. φίλε χρήσον μοι τρείς άρτους επειδή φίλος παρεγένετο εξ οδού προς με, και ουκ έχω ο παραθήσω αυτώ. κακείνος έσωθεν αποκριθείς είπη. μη μοι κόπους πάρεχε, ήδη η θύρα κέκλεισται και τα παιδία μου μετ εμού εις την κοίτην εισίν, ου δύναμαι αναστάς δούναι σοι. λέγω υμίν, εικαί ου δώσει αυτώ αναστάς διά το είναι αυτού φίλον, διάγε την αναίδειαν αυτού εγερθείς δώσει αυτώ όσον χρήζει. καγώ υμίν λέγω. αιτείτε και δοθήσεται υμίν. ζητείτε και ευρήσετε. κρούετε και ανοιγήσεται υμίν. πας γαρ ο αιτών λαμβάνει, και ο ζητών ευρΐσκει, και τω κρούοντι ανοιγήσεται. τίνα δε υμών τον πατέρα αιτήσει ο υιός άρτον, μη λίθον δώσει αυτώ. η και ιχθύν, μη αντί ιχθύος όφιν επιδώσει αυτώ. η και εάν αιτήση ωόν, μη επιδώσει αυτώ σκορπίον. ει ουν υμείς πονηροί υπάρχοντες οίδατε δώματα αγαθά διδόναι τοις τέκνοις υμών, πόσω μάλλον ο πατήρ ο εξ ουρανού δώσει πνεύμα άγιον τοις αιτούσιν αυτόν. και ην εκβάλλων δαιμόνιον, και αυτό ην κωφόν. εγένετο δε του δαιμονίου εξελθόντος ελάλησεν ο κωφός, και εθαύμασαν οι όχλοι. τινές δε εξ αυτών είπον. εν βεελζεβούλ άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια. έτεροι δε πειράζοντες σημείον παρ αυτού εζήτουν εξ ουρανού. αυτός δε ειδώς τα δαινοήματα αυτών είπεν αυτοίς. πάσα βασιλεία εφ εαυτήν μερισθείσα ερημούται, και οίκος επί οίκον πίπτει. ει δε και ο σατανάς εφ εαυτόν εμερίσθη, πως σταθήσεται η βασιλεία αυτού, ότι λέγετε εν βεελζεβούλ εκβάλλειν με τα δαιμόνια. ει δε εγώ εν βεελζεβούλ εκβάλλω τα δαιμόνια, οι υιοί υμών εν τίνι εκβάλλουσι. διά τούτο κριταί υμών αυτοί έσονται. ει δε εν δακτύλω θεού εκβάλλω τα δαιμόνια, άρα έφθασεν εφ υμάς η βασιλεία του θεού. όταν ο ισχυρός καθωπλισμένος φυλάσση την εαυτού αυλήν, εν ειρήνη εστί τα υπάρχοντα αυτού. επάν δε ο ισχυρότερος αυτού επελθών νικήση αυτόν, την πανοπλίαν αυτού αίρει εφ η επεποίθει, και τα σκύλα αυτού διαδίδωσιν. ο μη ων μετ εμού, κατ εμού εστί, και ο μη συνάγων μετ εμού σκορπίζει. όταν το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από του ανθρώπου, διέρχεται δι ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, και μη ευρίσκων λέγει. υποστρέψω εις τον οίκον μου όθεν εξήλθον. και ελθών ευρίσκει σεσαρωμένον και κεκοσμημένον. τότε πορεύεται και παραλαμβάνει επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων. και εγένετο εν τω λέγειν αυτόν ταύτα, επάρασα τις γυνή φωνήν εκ του όχλου είπεν αυτώ. μακαρία η κοιλία η βαστάσασα σε, και μαστοί ους εθήλασας. αυτός δε είπε. μενούνγε μακάριοι οι ακούον τες τον λόγον του θεού, και φυλάσσοντες αυτόν των δε όχλων επαθροιζομένων, ήρξατο λέγειν. η γενεά αύτη πονηρά εστίν. σημείον επιζητεί, και σημείον ου δοθήσεται αυτή ειμή το σημείον ιωνα του προφήτου. καθώς γαρ εγένετο ιωνάς σημείον τοις νινευΐταις, ούτως έσται και ο υιός του ανθρώπου τη γενεά ταύτη. βασίλισσα νότου εγερθήσεται εν τη κρίσει μετά των ανδρών της γενεάς ταύτης, και κατακρινεί αυτούς ότι ήλθεν εκ των περάτων της γης ακούσαι την σοφίαν σολομώνος. και ιδού πλείον σολομώνος ώδε. άνδρες νινευΐ αναστήσονται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και κατακρινούσιν αυτήν, ότι μετενόησαν εις το κήρυγμα ιωνά, και ιδού πλείον ιωνά ώδε. ουδείς δε λύχνον άψας εις κυρπτήν τίθησιν ουδέ υπό τον μόδιον, αλλ επί την λυχνίαν, ίνα οι εισπορευόμενοι το φέγγος βλέπωσιν. ο λύχνος του σώματος εστίν ο οφθαλμός. όταν ουν ο οφθαλμός σου απλούς η, όλον το σώμα σου φωτεινόν εστίν. επάν δε πονηρός η, και το σώμα σου σκοτεινόν. σκόπει ουν μη το φως το εν σοι σκότος εστίν. ει ουν το σώμα σου όλον φωτεινόν μη έχον τι μέρος σκοτεινόν, έσται φωτεινόν όλον, ως όταν ο λύχνος τη αστραπή φωτίζη σε. εν δε τω λαλήσαι, ηρώτα αυτόν φαρισαίος τις όπως αριστήση παρ αυτώ. εισελθών δε ανέπεσεν. ο δε φαρισαίος ιδών εθαύμασεν ότι ου πρώτον εβαπτίσθη προ του αρίστου. είπε δε ο κύριος προς αυτόν. νυν υμείς οι φαρισαίοι το έξωθεν του ποτηρίου και του πίνακος καθαριζετε, το δε έσωθεν υμών γέμει αρπαγής και πονηρίας. άφρονες, ουχ ο ποιήσας το έξωθεν και το έσωθεν εποίησε. πλήν τα ενόντα δότε ελεημοσύνην, και ιδού πάντα καθαρά υμίν εστίν. αλλ ουαί υμίν τοις φαρισαίοις, ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμον και το πήγανον, και παν λάχανον, και παρέρχεσθε την κρίσιν και την αγάπην του θεού. ταύτα έδει ποιήσαι, κακείνα μη αφιέναι. ουαί υμίν τοις φαρισαίοις ότι αγαπάτε την πρωτοκαθεδρίαν εν ταις συναγωγαίς και τους ασπασμούς εν ταις αγοραίς. ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί ότι εστέ ως τα μνημεία τα άδηλα, και οι άνθρωποι περιπατούντες επάνω ουκ οίδασιν. αποκριθείς δε τις των νομικών, λέγει αυτώ. διδάσκαλε, ταύτα λέγων και ημάς υβρίζεις. ο δε είπε. και υμίν τοις νομικοίς ουαί, ότι φορτίζετε τους ανθρώπους φορτία δυσβάστακτα, και αυτοί ενί των δακτύλων υμών ου προσψαύετε τοις φορτίοις. ουαί υμίν, ότι οικοδομείτε τα μνημεία των προφητών οι δε πατέρες υμών απέκτειναν αυτούς. άρα μαρτυρείτε και συνευδοκείτε τοις έργοις των πατέρων υμών, ότι αυτοί μεν απέκτειναν αυτούς, υμείς δε οικοδομείτε αυτών τα μνημεία. διά τούτο και η σοφία του θεού είπεν. αποστελώ εις αυ{}τους προφήτας και αποστόλους, και εξ αυτών αποκτενούσι, και εκδιώξουσιν, ίνα εκζητηθή το αίμα πάντων των προφητών το εκχυνόμενον από καταβολής κόσμου από της γενεάς ταύτης από του αίματος άβελ, έως του αίματος ζαχαρίου του απολομένου μεταξύ του θυσιαστηρίου και του οίκου. ναι λέγω υμίν εκζητηθήσεται από της γενεάς ταύτης. ουαί υμίν τοις νομικοίς ότι ήρατε την κλείδα της γνώσεως, αυτοί ουκ εισήλθετε και τους εισερχομένους εκωλύσατε. λέγοντος δε αυτού ταύτα προς αυτούς, ήρξαντο οι γραμματείς και οι φαρισαίοι δεινώς συνέχειν και αποστοματίζειν αυτόν, περί πλειόνων ενεδρεύοντες αυτόν, ζητούντες θηρεύσαι τι εκ του στόματος αυτού, ίνα κατηγορήσωσιν αυτού.
Chapter 12Εν οις επισυναχθεισών των μυριάδων του όχλου ώστε καταπατείν αλλήλους, ήρξατο λέγειν προς τους μαθητάς αυτού πρώτον.προσέχετε εαυτοίς από της ζύμης των φαρισαίων ήτις εστίν υπόκρισις ουδέν δε συγκεκαλυμμένον εστίν, ο ουκ αποκαλυφθήσεται, και κρυπτόν ο ου γνωσθήσεται. ανθ ων όσα εν τη σκοτία είπατε εν τω φωτί ακουσθήσεται, και ο προς το ους ελαλήσατε εν τοις ταμιείοις, κηρυχθήσεται επί των δωμάτων. λέγω δε υμίν τοις φίλοις μου μη φοβηθήτε από των αποκτενόντων το σώμα, και μετά ταύτα μη εχόντων περισσότερον τι ποιήσαι. υποδείξω δε υμίν τίνα φοβηθήτε. φοβήθητε τον μετά το αποκτείναι εξουσίαν έχοντα εμβαλείν εις την γέενναν. ναι λέγω υμίν τούτον φοβήθητε. ουχί πέντε στρουθία πωλείται ασσαρίων δύο, και εν εξ αυτών ουκ εστίν επιλελησμένον ενώπιον του θεού, αλλά και αι τρίχες της κεφαλής υμών πάσαι ηρίθμηνται. μη ουν φοβείσθε, πολλώ στρουθίων διαφέρετε υμείς. λέγω δε υμίν πάς ος αν αμολογήση εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, και ο υιός του ανθρώπου ομολογήσει εν εαυτώ έμπροσθεν των αγγέλων του θεού. ο δε αρνησάμενος με ενώπιον των ανθρώπων, απαρνηθήσεται ενώπιον των αγγέλων του θεού. και πας ος ερεί λόγον εις τον υιόν του ανθρώπου, αφεθήσεται αυτώ. τω δε εις το άγιον πνεύμα βλασφημήσαντι, ουκ αφεθήσεται. όταν δε προσφέρωσιν υμάς επί τας συναγωγάς και τας αρχάς και τας εξουσίας μη μεριμνάτε πως η τι απολογήσεσθε, η τι είπητε. το γαρ άγιον πνεύμα διδάξει υμάς εν αυτή τη ώρα α δει ειπείν. είπε δε τις αυτώ εκ του όχλου. διδάσκαλε, ειπέ τω αδελφώ μου μερίσασθαι μετ εμού την κληρονομίαν. ο δε είπεν αυτώ. άνθρωπε, τις με κατέστησε δικαστήν η μεριστήν εφ υμάς. είπε δε προς αυτούς. οράτε και φυλάσσεσθε από της πλεονεξίας, ότι ουκ εν τω περισσέυειν τινί η ζωή αυτού εστίν εκ των υπαρχόντων αυτού. είπε δε παραβολήν προς αυτούς λέγων. ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα. και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων. τι ποιήσω, ότι ουκ έχω που συνάξω τους καρπούς μου. και είπε. τούτο ποιήσω. καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματα μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου, ψυχή έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά. αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. είπε δε αυτώ ο θεός, άφρον ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου. α δε ητοίμασας τίνι έσται. ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ και μη εις θεόν πλουτών. είπε δε προς τους μαθητάς αυτού. διά τούτο υμίν λέγω. μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε, μη δε τω σώματι τι ενδύσησθε. η ψυχή πλείον εστί της τροφής, και το σώμα του ενδύματος. κατανοήσατε τους κόρακας, ότι ου σπείρουσιν, ου δε θερίζουσιν, οις ουκ εστί ταμείον ουδέ αποθήκη, και ο θεός τρέφει αυτούς. πόσω μάλλον υμείς διαφέρετε των πετεινών. τις δε εξ υμών μεριμνών, δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα. ει ουν ούτε ελάχιστον δύνασθε, τι περί των λοιπών μεριμνάτε. κατανοήσατε τα κρίνα πως αυξάνει, ου κοπιά ουδέ νήθει{·} λέγω δε υμίν, ουδέ σολομών εν πάση τη δόξη αυτού, περιεβάλετο ως εν τούτων. ει δε τον χόρτον εν τω αγρώ σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον, ο θεός ούτως αμφιέννυσι, πόσω μάλλον υμάς ολιγόπιστοι. και υμείς μη ζητείτε τι φάγητε, η τι πίητε, και μη μετεωρίζεσθε. ταύτα γαρ πάντα τα έθνη του κόσμου επιζητεί. υμών δε ο πατήρ οίδεν ότι χρήζετε τούτων. πλην ζητείτε την βασιλείαν του θεού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν. μη φοβού το μικρόν ποίμνιον, ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν. πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών, και δότε ελεημοσύνην. ποιήσατε εαυτοίς βαλλάντια μη παλαιούμενα, θησαυρόν ανέκλειπτον εν τοις ουρανοίς. όπου κλέπτης ουκ εγγίζει, ουδε σης διαφθείρει. όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται. έστωσαν υμών αι οσφύες περιεζωσμέναι, και οι λύχνοι καιόμενοι, και υμείς όμοιοι ανθρώποις προσδεχομένοις τον κύριον εαυτών πότε αναλύσει εκ των γάμων, ίνα ελθόντος και κρούσαντος, ευθέως ανοίξωσιν αυτώ. μακάριοι οι δούλοι εκείνοι ους ελθών ο κύριος ευρήσει γρηγορούντας. αμήν λέγω υμίν, ότι περιζώσεται και ανακλινεί αυτούς, και παρελθών διακονήσει αυτοίς. και εάν έλθη εν τη δευτέρα φυλακή, και εν τη τρίτη φυλακή έλθη και εύρη ούτως, μακάριοι εισίν οι δούλοι εκείνοι. τούτο δε γινώσκετε, ότι ει ήδει ο οικοδεσπότης ποία ώρα ο κλέπτης έρχεται, εγρηγόρησεν αν, και ουκ αφήκε διορυγήναι τον οίκον αυτού, και υμείς ουν γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκείτε ο υιός του ανθρώπου έρχεται. είπε δε αυτώ ο πέτρος. κύριε προς ημάς την παραβολήν ταύτην λέγεις η και προς πάντας. είπε δε ο κύριος, τις άρα εστίν ο πιστός οικονόμος και φρόνιμος ον καταστήσει ο κύριος επί της θεραπείας αυτού του διδόναι εν καιρώ το σιτομέτριον. μακάριος ο δούλος εκείνος ον ελθών ο κύριος αυτού ευρήσει ποιούντα ούτως. αληθώς λέγω υμίν, ότι επι πάσι τοις υπάρχουσιν αυτού καταστήσει αυτόν. εάν δε είπη ο δούλος εκείνος εν τη καρδία αυτού, χρονίζει ο κύριος μου έρχεσθαι, και άρξηται τύπτειν τους παίδας και τας παιδίσκας εσθίειν τε και πίνειν και μεθύσκεσθαι, ήξει ο κύριος του δούλου εκείνου, εν ημέρα η ου προσδοκά, και εν ώρα η ου γινώσκει, και διχοτομήσει αυτόν, και το μέρος αυτού μετά των απίσων θήσει. εκείνος δε ο δούλσο ο γνούς το θέλημα του κυρίου αυτού, και μη ετοιμάσας μη δε ποιήσας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς. ο δε μη γνούς ποιήσας δε άξια πληγών, δαρήσεται ολίγας. παντί δε ω εδόθη πολύ, πολύ ζητηθήσεται παρ αυτού, και ω παρέθεντο πολύ, περισσότερον αιτήσουσιν αυτόν. πυρ ήλθον βαλείν εις την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη. βάπτισμα δε έχω βαπτισθήναι, και πως συνέχομαι εως ου τελεσθή. δοκείτε ότι ειρήνην παρεγενόμην δούναι εν τη γη, ουχί λέγω υμίν, αλλ η διαμερισμόν. έσονται γαρ από του νυν πέντε εν οίκω ενί διαμεμερισμένοι τρεις επί δυσί, και δύο επί τρισί διαμερισθήσεται πατήρ επί υιώ, και υιός επί πατρί μήτηρ επί θυγατρί, και θυγάτηρ επί μητρί πενθερά επί την νύμφην αυτής, και νύμφη επί την πενθεράν αυτής. έλεγε δε και τοις όχλοις. όταν ίδητε την νεφέλην ανατέλλουσαν από δυσμών, ευθέως λέγετε όμβρος έρχεται, και γίνεται ούτως. και όταν νότον πνέοντα, λέγετε ότι καύσων έσται, και γίνεται. υποκριταί το πρόσωπον του ουρανού και της γης οίδατε δοκιμάζειν τον δε καιρόν τούτον πως ου δοκιμάζετε. τι δε και αφ εαυτών ου κρίνετε το δίκαιον. ως γαρ υπάγεις μετά του αντιδίκου σου επ άρχοντα εν τη οδώ, δος εργασίαν απηλλάχθαι απ αυτού, μήποτε κατασύρη σε προς τον κριτήν, και ο κριτής σε παραδώ τω πράκτορι, και ο πράκτωρ βάλη σε εις φυλακήν. λέγω σοι, ουμή εξέλθης εκείθεν έως ου και τον έσχατον λεπτόν αποδώς.
Chapter 13Παρήσαν δε τινές εν αυτώ τω καιρώ απαγγέλλοντες αυτώ περί των γαλιλαίων, ων το αίμα πιλάτος έμιξε μετά των θυσιών αυτών. και αποκριθείς ο ιησούς είπεν αυτοίς. δοκείτε ότι οι γαλιλαίοι ούτοι αμαρτωλοί παρά πάντας τους γαλιλαίους εγένοντο, ότι τοιαύτα πεπόνθασιν. ουχί λέγω υμίν. αλλ εάν μη μετανοήτε, πάντες ωσαύτως απολείσθε. η εκείνοι οι δέκα και οκτώ εφ ους έπεσεν ο πύργος εν τω σιλωάμ και απέκτεινεν αυτούς. δοκείτε ότι ούτοι οφειλέται εγένοντο παρά πάντας ανθρώπους τους κατοικούντας εν ιερουσαλήμ. ουχί λέγω υμίν. αλλ εάν μη μετανοήτε, πάντες ομοίως απολείσθε. έλεγε δε ταύτην την παραβολήν. συκήν είχε τις εν τω αμπελώνι αυτού πεφυτευμένην, και ήλθε ζητών καρπόν εν αυτή, και ουχ εύρεν. είπε δε προς τον αμπελουργόν. ιδού τρία έτη έρχομαι ζητών καρπόν εν τη συκή ταύτη, και ουκ ευρίσκω. έκκοψον αυτήν ίνα τι και την γην καταργεί. ο δε αποκριθείς λέγει αυτώ. κύριε άφες αυτήν και τούτο το έτος, έως ότου σκάψω περί αυτήν και βάλω κόπρια. καν μεν ποιήση καρπόν, ει δε μήγε, εις το μέλλον εκκόψεις αυτήν. ην δε διδάσκων εν μιά των συναγωγών εν τοις σάββασι. και ιδού γυνή ην πνεύμα έχουσα ασθενίας έτη δέκα και οκτώ, και ην συγκύπτουσα, και μη δυναμένη ανακύψαι εις το παντελές. ιδών δε αυτήν ο ιησούς προσεφώνησε και είπεν αυτή. γύναι απολέλυσαι της ασθενείας σου. και επέθηκεν αυτή τας χείρας, και παραχρήμα ανωρθώθη, και εδόξαζε τον θεόν. αποκριθείς δε ο αρχισυνάγωγος αγανακτών ότι τω σαββάτω εθεράπευσεν ο ιησούς, έλεγε τω όχλω. εξ ημέραι εισίν εν αις δει εργαζεσθαι. εν ταύταις ουν ερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μη τη ημέρα του σαββάτου. απεκρίθη ουν αυτώ ο κύριος και είπεν. υποκριταί έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βούν αυτού η τον όνον από της φάτνης, και απαγαγών ποτίζει. ταύτην δε θυγατέρα αβραάμ ούσαν ην έδησεν ο σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη, ουκ έδει λυθήναι από του δεσμού τούτου τη ημέρα του σαββάτου. και ταύτα λέγοντος αυτού, κατησχύνοντο πάντες οι αντικείμενοι αυτώ, και πας ο όχλος έχαιρεν επί πάσι τοις ενδόξοις τοις γινομένοις υπ αυτού. έλεγε δε τίνι ομοία εστίν η βασιλεία του θεού, και τίνι ομοιώσω αυτήν. ομοία εστί κόκκω σινάπεως, ον λαβών άνθρωπος έβαλεν εις κήπον εαυτού, και ήυξησε, και εγένετο εις δένδρον μέγα. και τα πετεινά του ουρανού κατεσκήνωσεν εν τοις κλάδοις αυτού. πάλιν είπε. τίνι ομοιώσω την βασιλείαν του θεού. ομοία εστί ζύμη ην λαβούσα γυνή έκρυψεν εις αλεύρου σάτα τρία έως ου εζυμώθη όλον. και διεπορεύετο κατά πόλεις και κώμας διδάσκων και πορείαν ποιούμενος εις ιερουσαλήμ. είπε δε τις αυτώ. κύριε ει ολίγοι οι σωζόμενοι. ο δε είπε προς αυτούς. αγωνίζεσθε εισελθείν διά της στενής πύλης, ότι πολλοί λέγω υμίν ζητήσουσιν εισελθείν και ουκ ισχύσουσιν. αφ ου αν εγερθή ο οικοδεσπότης και αποκλείση την θύραν, και άρξησθε έξω εστάναι και κρούειν την θύραν λέγοντες κύριε κύριε άνοιξον ημίν, και αποκριθείς ερεί υμίν. ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ. τότε άρξεσθε λέγειν. εφάγομεν ενώπιον σου και επίομεν, και εν ταις πλατείαις ημών εδίδαξας. και ερεί, λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ. απόστητε απ εμού πάντες οι εργάται της αδικίας. εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. όταν όψεσθε αβραάμ και ισαάκ και ιακώβ και πάντας τους προφήτας εν τη βασιλεία του θεού, υμάς δε εκβαλλομένους έξω. και ήξουσιν από ανατολών και δυσμών και βορρά και νότου, και ανακλιθήσονται εν τη βασιλεία του θεού. και ιδού εισίν έσχατοι οι έσονται πρώτοι, και εισί πρώτοι, οι έσονται έσχατοι. εν αυτή τη ημέρα προσήλθον τινές φαρισαίοι λέγοντες αυτώ. έξελθε και πορεύου εντεύθεν, ότι ηρώδης θέλει σε αποκτείναι. και είπεν αυτοίς. πορευθέντες είπατε τη αλώπεκι ταύτη. ιδού εκβάλλω δαιμόνια και ιάσεις επιτελώ σήμερον και αύριον, και τη τρίτη τελειούμαι. πλην δει με σήμερον και αύριον και τη εχομένη πορεύεσθαι, ότι ουκ ενδέχεται προφήτην απολέσθαι έξω ιερουσαλήμ. ιερουσαλήμ ιερουσαλήμ η αποκτέννουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν. ποσάκις ηθέλησα επισυνάξαι τα τέκνα σου ον τρόπον όρνις επισυνάγει την εαυτής νοσσιάν υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε. ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος. λέγω δε υμίν, ότι ουμή με ίδητε έως αν ήξη ότε είπητε, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι κυρίου.
Chapter 14Και εγένετο εν τω ελθείν αυτόν εις οίκον τινός των αρχόντων των φαρισαίων σαββάτω φαγείν άρτον, και αυτοί ήσαν παρατηρούμενοι αυτόν. και ιδού άνθρωπος τις ην υδρωπικός έμπροσθεν αυτού. και αποκριθείς ο ιησούς, είπε προς τους νομικούς και φαρισαίους λέγων. ει έξεστι τω σαββάτω θεραπεύειν. οι δε ησύχασαν. και επιλαβόμενος ιάσατο αυτόν, και απέλυσεν. και αποκριθείς προς αυτούς είπε. τίνος υμών όνος η βους εις φρέαρ εμπεσείται, και ουκ ευθέως ανασπάσει αυτόν εν τη ημέρα του σαββάτου. και ουκ ίσχυσαν ανταποκριθήναι αυτώ προς ταύτα. έλεγε δε προς τους κεκλημένους παραβολήν, επέχων πως τας πρωτοκλισίας εξελέγοντο λέγων προς αυτούς. όταν κληθής υπό τινός εις γάμους, μη κατακλιθής εις την πρωτοκλισίαν, μήποτε εντιμότερος σου η κεκλημένος υπ αυτού, και ελθών ο σε και αυτόν καλέσας, ερεί σοι. δος τούτω τόπον, και τότε άρξη μετ αισχύνης τον έσχατον τόπον κατέχειν. αλλ όταν κληθής, πορευθείς ανάπεσε εις τον έσχατον τόπον, ίνα όταν έλθη ο κεκληκώς σε, είπη σοι. φίλε προσανάβηθι ανώτερον. τότε έσται σοι δόξα ενώπιον των συνανακειμένων σοι. ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται. έλεγε δε και τω κεκληκότι αυτόν. όταν ποιής άριστον η δείπνον μη φώνει τους φίλους σου, μη δε τους αδέλφούς σου, μη δε τους συγγενείς σου, μη δε γείτονας πλουσίους μήποτε και αυτοί σε αντικαλέσωσι και γένηται σοι ανταπόδομα. αλλ όταν ποιής δοχήν κάλει πτωχούς, αναπήρους, χωλούς, τυφλούς, και μακάριος έση, ότι ουκ έχουσιν ανταποδούναι σοι. ανταποδοθήσεται γαρ σοι εν τη αναστάσει των δικαίων. ακούσας δε τις των συνανακειμένων ταύτα, είπεν αυτώ. μακάριος ος φάγεται άριστον εν τη βασιλεία του θεού. ο δε είπεν αυτώ άνθρωπος τις εποίησε δείπνον μέγα, και εκάλεσε πολλούς, και απέστειλε τον δούλον αυτού τη ώρα του δείπνου ειπείν τοις κεκλημένοις έρχεσθε ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα. και ήρξαντο απομιάς παραιτείσθαι πάντες. ο πρώτος είπεν αυτώ, αγρόν ηγόρασα και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν. ερωτώ σε έχε με παρητημένον. και έτερος είπε. ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε, και πορέυομαι δοκιμάσαι αυτά. ερωτώ σε έχε με παρητημένον. και έτερος είπε. γυναίκα έγημα, και διά τούτο ου δύναμαι ελθείν. και παραγενόμενος ο δούλος εκείνος, απήγγειλε τω κυρίω αυτού ταύτα. τότε οργισθείς ο οικοδεσπότης, είπε τω δούλω αυτού. έξελθε ταχέως εις τας πλατείας και ρύμας της πόλεως, και τους πτωχούς και αναπήρους και τυφλούς και χωλούς εισάγαγε ώδε. και είπεν ο δούλος. κύριε γέγονεν ως επέταξας, και έτι τόπος εστί. και είπεν ο κύριος προς τον δούλον. έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς, και ανάγκασον εισελθείν ίνα γεμισθή ο οίκος μου. λέγω γαρ υμίν, ότι ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεται μου του δείπνου συνεπορεύοντο δε αυτώ όχλοι πολλοί, και στραφείς είπε προς αυτούς. ει τις έρχεται προς με, και ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και την γυναίκα και τα τέκνα, και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται μου είναι μαθητής. και όστις ου βαστάζει τον σταυρόν αυτού και έρχεται οπίσω μου, ου δύναται είναι μου μαθητής. τις γαρ εξ υμών ο θέλων πύργον οικοδομήσαι, ουχί πρώτον καθίσας ψηφίζει την δαπάνην ει έχει τα προς απαρτισμόν, ίνα μήποτε θέντος αυτού θεμέλιον και μη ισχύοντος εκτελέσαι, πάντες οι θεωρούντες άρξωνται εμπαίζειν αυτώ λέγοντες ότι ούτος ο άνθρωπος ήρξατο οικοδομείν και ουκ ίσχυσεν εκτελέσαι. η τις βασιλεύς πορευόμενος συμβαλείν ετέρω βασιλεί εις πόλεμον, ουχί καθίσας πρώτον βουλεύεται ει δυνατός εστίν εν δέκα χιλιάσιν απαντήσαι τω μετά είκοσι χιλιάδων ερχομένω επ αυτόν. ει δε μήγε, έτι πόρρω αυτού όντος, πρεσβείαν αποστείλας ερωτά τα προς ειρήνην. ούτως ουν πας εξ υμών ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται μου είναι μαθητής. καλόν το άλας εάν δε το άλας μωρανθή, εν τίνι αρτυθήσεται. ούτε εις γην ούτε εις κοπρίαν εύθετον εστίν, έξω βάλλουσιν αυτό. ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω.
Chapter 15Ησαν δε εγγίζοντες αυτώ πάντες οι τελώναι και οι αμαρτωλοί ακούειν αυτού. και διεγόγγυζον οι φαρισαίοι και οι γραμματείς λέγοντες. ότι ούτος αμαρτωλούς προσδέχεται και συνεσθίει αυτοίς. είπε δε προς αυτούς την παραβολήν ταύτην λέγων. τις άνθρωπος εξ υμών έχων εκατόν πρόβατα, και απολέσας εν εξ αυτών ου καταλείπει τα ενενήκοντα εννέα εν τη ερήμω, και πορεύεται επί το απολωλός έως εύρη αυτό. και ευρών επιτίθησιν επί τους ώμουις εαυτού χαίρων, και ελθών εις τον οίκον, συγκαλεί τους φίλους και τους γείτονας λέγων αυτοίς. συγχάρητε μοι ότι εύρον το πρόβατον μου το απολωλός. λέγω υμίν, ότι ούτως χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι, η επί ενενήκοντα εννέα δικαίοις οίτινες ου χρείαν έχουσι μετανοίας. η τις γυνή δραχμάς έχουσα δέκα εάν απολέση δραχμήν μίαν, ουχί άπτει λύχνον και σαροί την οικίαν, και ζητεί επιμελώς έως ότου εύρη. και ευρούσα συγκαλείται τας φίλας και τας γείτονας λέγουσα. συγχάρητε μοι, ότι εύρον την δραχμήν ην απώλες. ούτως λέγω υμίν, χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι. είπε δε. άνθρωπος τις είχε δύο υιούς, και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί. πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας, και διείλεν αυτοίς τον βίον. και μετ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός, απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζών ασώτως. δαπανήσαντος δε αυτού πάντα, εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι. και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους. και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ. εις εαυτόν δε ελθών είπε. πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι. αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ. πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου ποίησον με ως ένα των μισθίων σου. και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. έτι δε αυτού μακράν απέχοντος, είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού, και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. είπε δε αυτώ ο υιός. πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. είπε δε ο πατήρ προς τους δούλους αυτού. εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού, και υποδήματα εις τους πόδας. και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη. και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. ην δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ. και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών. και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα. ο δε είπεν αυτώ. ότι ο αδελφός σου ήκει, και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν. ο ουν πατήρ αυτού εξελθών, παρεκάλει αυτόν. ο δε αποκριθείς είπε τω πατρί. ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι, και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ, ότε δε ο υιός σου ούτος ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν. ο δε είπεν αυτώ. τέκνον, συ πάντοτε μετ εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστίν. ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και αένεζησε και απολωλώς ην και ευρέθη.
Chapter 16Ελεγε δε και προς τους μαθητάς αυτού άνθρωπος τις ην πλούσιος ός είχεν οικονόμον, και ούτος διεβλήθη αυτώ, ως διασκορπίζων τα υπάρχοντα αυτού. και φωνήσας αυτόν είπεν αυτώ. τι τούτο ακούω περί σου. απόδος τον λόγον της οικονομίας σου. ου γαρ δυνήση έτι οικονομείν. είπε δε εν εαυτώ ο οικονόμος. τι ποιήσω, ότι ο κύριος μου αφαιρείται την οικονομίαν απ εμού. σκάπτειν ουκ ισχύω, επαιτείν αισχύνομαι. έγνων τι ποιήσω, ίνα όταν μεταστώ της οικονομίας, δέξωνται με εις τους οίκους αυτών. και προσκαλεσάμενος ένα έκαστον των χρεωφειλετών του κυρίου εαυτού έλεγε τω πρώτω. πόσον οφείλεις τω κυρίω μου. ο δε είπεν. εκατόν βάτους ελαίου. και είπεν αυτώ. δέξαι σου το γράμμα, και καθίσας ταχέως γράψον πεντήκοντα. έπειτα ετέρω είπε. συ δε πόσον οφείλεις. ο δε είπεν. εκατόν κόρους σίτου. και λέγει αυτώ δέξαι σου το γράμμα, και γράψον ογδοήκοντα. και επήνεσεν ο κύριος τον οικονόμον της αδικίας, ότι φρονίμως εποίησεν. ότι οι υιοί του αιώνος τούτου φρονιμώτεροι υπέρ τους υιούς του φωτός εις την γενεάν την εαυτών εισί, καγώ υμίν λέγω. ποιήσατε εαυτοίς φίλους εκ του μαμωνά της αδικίας ίνα όταν εκλείπητε δέξωνται υμάς εις τας αιωνίους σκηνάς. ο πιστός εν ελαχίστω, και εν πολλώ πιστός εστί. και ο εν ελαχίστω άδικος, και εν πολλώ άδικος εστίν. ει ούν εν τω αδίκω μαμωνά πιστοί ουκ εγένεσθε, το αληθινόν τις υμίν πιστεύσει. και ει εν τω αλλοτρίω πιστοί ουκ εγένεσθε, το υμέτερον τις υμίν δώσει. ουδείς οικέτης δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν. η γαρ τον ένα μισήσει, και τον έτερον αγαπήσει. η ενός ανθέξεται, και του ετέρου καταφρονήσει. ου δύνασθε θεώ δουλεύειν και μαμωνά. ήκουον δε ταύτα πάντα και οι φαρισαίοι φιλάργυροι υπάρχοντες, και εξεμυκτήριζον αυτόν. και είπεν αυτοίς. υμείς εστέ οι δικαιούντες εαυτούς ενώπιον των ανθρώπων, ο δε θεός γινώσκει τας καρδίας υμών. ότι το εν ανθρώποις υψηλόν βδέλυγμα ενώπιον του θεού ην. ο νόμος και οι προφήται έως ιωάννου. από τότε η βασιλεία του θεού ευαγγελίζεται, και πας εις αυτήν βιάζεται. ευκοπώτερον δε εστί τον ουρανόν και την γην παρελθείν η του νόμου μίαν κεραίαν πεσείν. πας ο απολύων την γυναίκα αυτού και γαμών ετέραν μοιχεύει. και πας ο απολελυμένην από ανδρός γαμών μοιχεύει. άνθρωπος δε τις ην πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθημέραν λαμπρώς. πτωχός δε τις ην ονόματι λάζαρος, ος εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος, και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου. αλλά και οι κύνες ερχόμενοι, απέλειχον τα έλκη αυτού. εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν, και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον του αβραάμ. απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον αβραάμ από μακρόθεν, και λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού, και αυτός φωνήσας είπε. πάτερ αβραάμ ελέησον με, και πέμψον λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος, και καταψύξη την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. είπε δε αβραάμ. τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και λάζαρος αμοίως τα κακά. νυν δε όδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι.και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μη δε οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. είπε δε. ερωτώ ουν σε πάτερ ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου. έξω γαρ πέντε αδελφούς, όπως διαμαρτύρηται αυτοίς ίνα μή και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. λέγει αυτώ αβραάμ. έχουσι μωσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών. ο δε είπεν. ουχί πάτερ αβραάμ, αλλ εάν τις από νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. είπε δε αυτώ. ει μωσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.
Chapter 17Είπε δε προς τους μαθητάς. ανένδεκτον εστί του μη ελθείν τα σκάνδαλα. ουαί δε δι ου έρχεται. λυσιτελεί αυτώ ει μύλος ονικός περίκειται περί τον τράχηλον αυτού, και έρριπται εις την θάλασσαν, η ίνα σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων. προσέχετε εαυτοίς. εάν δε αμάρτη εις σε ο αδελφός σου, επιτίμησον αυτώ, και εάν μετανοήση άφες αυτώ. και εάν επτάκις της ημέρας αμάρτη εις σε, και επτάκις της ημέρας επιστρέψη λέγων μετανοώ, αφήσεις αυτώ, και είπον οι απόστολοι τω κυρίω. πρόσθες ημίν πίστιν. είπε δε ο κύριος. ει είχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ελέγετε αν τη συκαμίνω ταύτη εκριζώθητι και φυτεύθητι εν τη θαλάσση, και υπήκουσεν αν υμίν. τις δε εξ υμών δούλον έχων αροτριώντα η ποιμαίνοντα, ος εισελθόντι εκ του αγοού, ερεί ευθέως παρελθών ανάπεσε, αλλ ουχί ερεί αυτώ ετοίμασον τι δειπνήσω, και περιζωσάμενος διακόνει μοι έως φάγω και πίω, και μετά ταύτα φάγεσαι και πίεσαι συ. μη χάριν έχει τω δούλω εκείνω, ότι εποίησε τα διαταχθέντα. ου δοκώ. ούτως και υμείς όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι εσμέν. ότι ο οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν. και εγένετο εν τω πορεύεσθαι αυτόν εις ιερουσαλήμ, και αυτός διήρχετο διά μέσου σαμαρείας και γαλιλαίας. και εισερχομένου αυτού εις τινά κώμην, απήντησαν αυτώ δέκα λεπροί άνδρες οι έστησαν πόρρωθεν, και αυτοί ήραν φωνήν λέγοντες. ιησού επιστάτα ελέησον ημάς. και ιδών είπεν αυτοίς. πορευθέντες επιδείξατε εαυτούς τοις ιερεύσι. και εγένετο εν τω υπάγειν αυτούς εκαθαρίσθησαν. εις δε εξ αυτών ιδών ότι ιάθη υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον θεόν, και έπεσεν επί πρόσωπον παρά τους πόδας αυτού ευχαριστών αυτώ. και αυτός ην σαμαρείτης. αποκριθείς δε ο ιησούς είπεν. ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν, οι δε εννέα που ουχ ευρέθησαν υποστρέψαντες δούναι δόξαν τω θεώ ειμή ο αλλογενής ούτος. και είπεν αυτώ. αναστάς πορεύου, η πίστις σου δέσωκε σε. επερωτηθείς δε υπό των φαρισαίων πότε έρχεται η βασιλεία του θεού, απεκρίθη αυτοίς και είπεν. ουκ έρχεται η βασιλεία του θεού μετά παρατηρήσεως, ουδέ ερούσιν ιδού ώδε, ιδού εκεί. ιδού γαρ η βασιλεία του θεού εντός υμών εστίν. είπε δε και προς τους μαθητάς. ελεύσονται ημέραι ότε επιθυμήσετε μίαν των ημερών του υιού του ανθρώπου ιδείν, και ουκ όψεσθε. και ερούσιν υμίν ιδού ώδε, ιδού εκεί. μη απέλθητε μη δε διώξητε. ώσπερ γαρ η αστραπή η αστράπτουσα εκ της υπουρανόν εις την υπουρανόν λάμπει, ούτως έσται ο υιός του ανθρώπου εν τη ημέρα αυτού. πρώτον δε δει αυτόν πολλά παθείν, και αποδοκιμασθήναι από της γενεάς ταύτης. και καθώς εγένετο εν ταις ημέραις νώε, ούτως έσται και εν ταις ημέραις του υιού του ανθρώπου. ήσθιον, έπινον, εγάμουν, εξεγαμίζοντο, άχρι ης ημέρας εισήλθε νώε εις την κιβωτόν, και ήλθεν ο κατακλυσμός και απώλεσεν άπαντας. ομοίως και ως εγένετο εν ταις ημέραις λώτ ήσθιον, έπινον, ηγόραζον, επώλουν, εφύτευον, ωκοδόμουν, η δε ημέρα εξήλθε λώτ από σοδόμων, έβρεξε πυρ και θείον απ ουρανού, και απώλεσεν άπαντας. κατά ταύτα έσται η ημέρα ο υιός του ανθρώπου αποκαλύπτεται. εν εκείνη τη ημέρα ος έσται επί του δώματος και τα σκεύη αυτού εν τη οικία, μη καταβάτω άραι αυτά, και ο εν τω αγρώ, ομοίως μη επιστρεψάτω εις τα οπίσω. μνημονεύετε της γυναικός λωτ. ος εάν ζητήση την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν. και ος εάν απολέση αυτήν, ζωογονήσει αυτήν. λέγω υμίν, ταύτη τη νυκτί έσονται δύο επί κλίνης μιάς, εις παραληφθήσεται και ο έτερος αφεθήσεται. δύο έσονται αλήθουσαι επι το αυτό, μία παραληφθήσεται, και η ετέρα αφεθήσεται. δύο έσονται εν τω αγρώ, ο εις παραληφθήσεται, και η ετέρα αφεθήσεται, δύο έσονται εν τω αγρώ, ο εις παραληφθήσεται, και ο έτερος αφεθήσεται. και αποκριθέντες λέγουσιν αυτώ. που κύριε. ο δε είπεν αυτοίς. όπου το σώμα, εκεί συναχθήσονται και οι αετοί.
Chapter 18Ελεγε δε και παραβολήν αυτοίς προς το δειν πάντοτε προσεύχεσθαι και μη εκκακείν, λέγων. κριτής τις ην εν τινί πόλει τον θεόν μη φοβούμενος, και άνθρωπον μη εντρεπόμενος. χήρα δε ην εν τη πόλει εκείνη, και ήρχετο προς αυτόν λέγουσα. εκ δίκησον με από του αντιδίκου μου, και ουκ ηθέλησεν επί χρόνον. μετά δε ταύτα είπεν εν εαυτώ. ει καί τον θεόν ου φοβούμαι και άνθρωπον ουκ εντρέπομαι, διάγε το παρέχειν μοι κόπον την χήραν ταύτην εκδικήσω αυτήν, ίνα μη εις τέλος ερχομένη υποπιάζη με. είπε δε ο κύριος. ακούσατε τι ο κριτής της αδικίας λέγει. ο δε θεός ουμή ποιήση την εκδίκησιν των εκλεκτών αυτού των βοώντων προς αυτόν ημέρας και νυκτός, και μακροθευμών επ αυτοίς. ναι λέγω υμίν ότι ποιήσει την εκδίκησιν αυτών εν τάχει. πλήν ο υιός του ανθρώπου ελθών, άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης. είπε δε προς τινάς τους πεποιθότας εφ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι, και εξουθενούντας τους λοιπούς την παραβολήν ταύτην. άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο εις φαρισαίος, και ο έτερος τελώνης. ο φαρισαίος σταθείς, προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο. ο θεός ευχαριστώ σοι, ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι μοιχοί, η και ως ούτος ο τελώνης. νηστεύω δις του σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. και ο τελώνης μακρόθεν εστώς, ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι. αλλ έτυπτεν εις το στήθος αυτού, λέγων. ο θεός ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ. λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού, η γαρ εκείνος. ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται. προσέφερον δε αυτώ και τα βρέφη, ίνα αυτών άπτηται. ιδόντες δε οι μαθηταί επετίμησαν αυτοίς. ο δε ιησούς προσκαλεσάμενος αυτά, είπεν. άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με, και μη κωλύετε αυτά. των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του θεού. αμήν λέγω υμίν, ος εάν μη δέξηται την βασιλείαν του θεού ως παιδίον, ουμή εισέλθη εις αυτήν. και επηρώτησε τις αυτόν άρχων λέγων. διδάσκαλε αγαθέ τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω. είπε δε αυτώ ο ιησούς. τι με λέγεις αγαθόν. ουδείς αγαθός ειμή εις ο θεός. τας εντολάς οίδας. μη μοιχεύσης, μη φονεύσης, μη κλέψης, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. ο δε είπε. ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητος μου. ακούσας δε ταύτα ο ιησούς είπεν αυτώ. έτι εν σοι λείπει. πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι. ο δε ακούσας ταύτα περίλυπος εγένετο. ην γαρ πλούσιος σφόδρα. ιδών δε αυτόν ο ιησούς περίλυπον γενόμενον, είπε. πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του θεού. ευκοπώτερον γαρ εστί κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν, η πλούσιον εις την βασιλείαν του θεού εισελθείν. είπον δε οι ακούσαντες, και τις δύναται σωθήναι. ο δε είπε τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω θεώ. είπε δε πέτρος ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμεν σοι. ο δε είπεν αυτοίς. αμήν λέγω υμίν ότι ουδείς εστίν ος αφήκεν οικίαν, η γονείς η αδελφούς, η γυναίκα, η τέκνα ένεκεν της βασιλείας του θεού, ος ουμή απολάβη πολλαπλασίονα εν τω καιρώ τούτω, και εν τω αιώνι τω ερχομένω ζωήν αιώνιον. παραλαβών δε τους δώδεκα είπε προς αυτούς. ιδού αναβαίνομεν εις ιεροσόλυμα, και τελεσθήσεται πάντα τα γεγραμμένα διά των προφητών τω υιώ του ανθρώπου. παραδοθήσεται γαρ τοις έθνεσι, και εμπαιχθήσεται, και υβρισθήσεται, και εμπτυσθήσεται και μαστιγώσαντες αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται. και αυτοί ουδέν τούτων συνήκαν. και ην το ρήμα τούτο κεκρυμμένον απ αυτών, και ουκ εγίνωσκον τα λεγόμενα. εγένετο δε εν τω εγγίζειν αυτόν εις ιεριχώ, τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών. ακούσας δε όχλου διαπορευομένου, επυνθάνετο τι είη τούτο. απήγγειλαν δε αυτώ, ότι ιησούς ο ναζωραίος παρέρχεται. και εβόησε λέγων. ιησού υιέ δαυίδ ελέησον με και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση, αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν. υιέ δαυίδ ελέησον με. σταθείς δε ο ιησούς εκέλευσεν αυτόν αχθήναι προς αυτόν. εγγίσαντος δε αυτού επηρώτησεν αυτόν λέγων. τι σοι θέλεις ποιήσω. ο δε είπε. κύριε ίνα αναβλέψω. και ο ιησούς είπεν αυτώ. ανάβλεψον. η πίστις σου σέσωκε σε. και παραχρήμα ανέβλεψε, και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον θεόν. και πας ο λαός ιδών έδωκεν αίνον τω θεώ.
Chapter 19Και εισελθών διήρχετο την ιεριχώ. και ιδού ανήρ ονόματι καλούμενος ζακχαίος, και αυτός ην αρχιτελώνης, και ούτος ην πλούσιος. και εζήτει ιδείν τον ιησούν τις εστί. και ουκ ηδύνατο από του όχλου, ότι τη ηλικία μικρός ην. και προσδραμών έμπροσθεν ανέβη επί συκομωρέαν ίνα ίδη αυτόν, ότι εκείνης έμελλε διέρχεσθαι. και ως ήλθεν επί τον τόπον, αναβλέψας ο ιησούς{ }είδεν αυτόν, και είπε προς αυτόν. ζακχαίε σπεύσας κατάβηθι, σήμερον γαρ εν τω οίκω σου δει με μείναι. και σπεύσας κατέβη, και υπεδέξατο αυτόν χαίρων. και ιδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες, ότι παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι. σταθείς δε ζακχαίος είπε προς τον κύριον. ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου κύριε δίδωμι τοις πτωχοίς, και ει τινός τι εσυκοφάντησα αποδίδωμι τετραπλούν. είπε δε προς αυτόν ο ιησούς. ότι σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο, καθότι και αυτός υιός αβραάμ εστίν. ήλθε γαρ ο υιός του ανθρώπου ζητείσαι και σώσαι το απολωλός. ακουόντων δε αυτών ταύτα, προσθείς είπε παραβολήν διά το εγγύς αυτόν είναι ιερουσαλήμ και δοκείν αυτούς ότι παραχρήμα μέλλει η βασιλεία του θεού αναφαίνεσθαι. είπεν ουν. άνθρωπος τις ευγενής επορεύθη εις χώραν μακράν λαβείν εαυτώ βασιλείαν και υποστρέψαι. καλέσας δε δέκα δούλους εαυτού έδωκεν αυτοίς δέκα μνάς, και είπε προς αυτούς. πραγματεύσασθε έως έρχομαι. οι δε πολίται αυτού εμίσουν αυτόν. και απέστειλαν πρεσβείαν οπίσω αυτού λέγοντες. ου θέλομεν τούτον βασιλεύσαι εφ ημάς. και εγένετο εν τω επανελθείν αυτόν λαβόντα την βασιλείαν, είπε φωνηθήναι αυτώ τους δούλους τούτους οις έδωκε το αργύριον, ίνα γνω τις τι διεπραγματεύσατο. παρεγένετο δε ο πρώτος λέγων. κύριε η μνα σου προσειργάσατο δέκα μνας. και είπεν αυτώ. ευ αγαθέ δούλε, ότι εν ελαχίστω πιστός εγένου ίσθι εξουσίαν έχων επάνω δέκα πόλεων, και ήλθεν ο δεύτερος λέγων. κύριε η μνα σου εποίησε πέντε μνάς. είπε δε και τούτω. και συ γίνου επάνω πέντε πόλεων. και έτερος ήλθε λέγων. κύριε ιδού η μνά σου ην είχον αποκειμένην εν σουδαρίω. εφοβούμην γαρ σε ότι άνθρωπος αυστηρός ει. αίρεις ο ουκ έθηκας, και θερίζεις ο ουκ έσπειρας. λέγει δε αυτώ. εκ του στόματος σου κρινώ σε πονηρέ δούλε. ήδεις ότι εγώ άνθρωπος αυστηρός ειμί, αίρων ο ουκ έθηκα, και θερίζων ο ουκ έσπειρα. και διά τι ουκ έδωκας το αργύριον μου τοις τραπεζίταις, και ελθών εγώ συν τόκω αν έπραξα αυτό, και τοις παρεσώσιν είπεν. άρατε απ αυτού την μναν, και δότε τω τας δέκα μνας έχοντι, και είπον αυτώ. κύριε έχει δέκα μνάς. λέγω γαρ υμίν ότι παντί τω έχοντι δοθήσεται, από δε του μη έχοντος, και ο έχει αρθήσεται απ αυτού. πλήν τους εχθρούς μου εκείνους τους μη θελήσαντας με βασιλεύσαι επ αυτούς, αγάγετε ώδε, και κατασφάξατε έμπροσθεν μου. και ειπών ταύτα επορεύετο έμπροσθεν, αναβαίνων εις ιεροσόλυμα. και εγένετο ως ήγγισεν εις βηθσφαγή και γηθανίαν προς το όρος το καλούμενον ελαιών, απέστειλε δύο των μαθητών αυτού ειπών. υπάγετε εις την κατέναντι κώμην. εν η εισπορευόμενοι, ευρήσετε πώλον δεδεμένον, εφ ον ουδείς πώποτε ανθρώπων εκάθισε. λύσαντες αυτόν αγάγετε. και εάν τις υμάς ερωτά, δια τι λύετε, ούτως ερείτε αυτώ. ότι ο κύριος αυτού χερείαν έχει. απελθόντες δε οι απεσταλμένοι, εύρον καθώς είπεν αυτοίς. λυόντων δε αυτών τον πώλον, είπον οι κύριοι αυτού προς αυτούς. τι λύετε τον πώλον. οι δε είπον. ο κύριος αυτού χρείανέχει. και ήγαγον αυτόν προς τον ιησούν. και επιρρίψαντες εαυτών τα ιμάτια επί τον πώλον, επεβίβασαν τον ιησούν. πορευομένου δε αυτού, υπεστρώννουν τα ιμάτια αυτών εν τη οδώ. εγγίζοντος δε αυτού ήδη προς τη καταβάσει του όρους των ελαιών ήρξαντο άπαν το πλήθος των μαθητών χαίροντες αινείν τον θεόν´ φωνή μεγάλη περί πασών ων είδον δυνάμεων λέγοντες. ευλογημένος ο ερχόμενος βασιλεύς εν ονόματι κυρίου. ειρήνη εν ουρανώ, και δόξα εν υψίστοις. και τινές των φαρισαίων από του όχλου είπον προς αυτόν. διδάσκαλε. επιτίμησον τοις μαθηταίς σου. και αποκριθείς είπεν αυτοίς. λέγω υμίν, ότι εάν ούτοι σιωπήσωσιν, οι λίθοι κεκράξονται. και ως ήγγισεν ιδών την πόλιν έκλαυσεν επ αυτη λέγων. ότι ει έγνως και συ και γε εν τη ημέρα σου ταύτη τα προς ειρήνην σου, νυν δε εκρύβη από οφθαλμών σου. ότι ήξουσιν ημέραι επί σε, και περιβαλούσιν οι εχθροί σου χάρακα σοι, και περικυκλώσουσι σε, και συνέξουσι σε πάντοθεν, και εδαφιούσι σε, και τα τέκνα σου εν σοι. και ουκ αφήσουσιν εν σοι λίθον επί τλίθω, ανθ ων ουκ έγνως τον καιρόν της επισκοπής σου. και εισελθών εις το ιερόν ήρξατο εκβάλλειν τους πωλούντας εν αυτώ και αγοράζοντας, λέγων αυτοίς. γέγραπται, ο οίκος μου οίκος προσευχής εστίν. υμείς δε αυτόν εποιήσατε σπήλαιον ληστών. και ην διδάσκων το καθημέραν εν τω ιερώ. οι δε αρχιερείς και οι γραμματείς εζήτουν αυτόν απολέσαι και οι πρώτοι του λαού, και ουχ εύρισκον το τι ποιήσουσιν. ο λαός γαρ άπας εξεκρέματο αυτού ακούων.
Chapter 20Και εγένετο εν μιά των ημερών εκείνων διδάσκοντος αυτού τον λαόν εν τω ιερώ και ευαγγελιζομένου, επέστησαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς συν τοις πρεσβυτέροις, και είπον προς αυτόν λέγοντες. ειπέ ημίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς. η τις εστίν ο δους σοι την εξουσίαν ταύτην. αποκριθείς δε είπε προς αυτούς. ερωτήσω υμάς καγώ ένα λόγον. και είπατε μοι. το βάπτισμα ιωάννου εξ ουρανού ην, η εξ ανθρώπων. οι δε συνελογίσαντο πρός εαυτούς λέγοντες. ότι εάν είπωμεν εξ ουρανού, ερεί διά τι ουκ επιστεύσατε αυτώ. εάν δε είπωμεν εξ ανθρώπων, πας ο λαός καταλιθάσει ημάς. πεπεισμένος γαρ εστίν ιωάννην προφήτην είνα. και απεκρίθησαν μη ειδέναι πόθεν. και ο ιησούς είπεν αυτοίς. ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ. ήρξατο δε προς τον λαόν λέγειν την παραβολήν ταύτην. άνθρωπος εφύτευσεν αμπελώνα, και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς, και απεδήμησε χρόνους ικανούς, και εν καιρώ απέστειλε προς τους γεωργούς δούλον ίνα από του καρπού του αμπελώνος δώσιν αυτώ. οι δε γεωργοί δείραντες αυτόν εξαπέστειλαν κενόν. και προσέθετο πέμψαι έτερον δούλον. οι δε κακείνον δείραντες και ατιμάσαντες, εξαπέστειλαν κενόν. και προσθ´θετο πέμψαι τρίτον οι δε και τούτον τραυματίσαντες εξέβαλον. είπε δε ο κύριος του αμπελώνος. τι ποιήσω πέμψω τον υιόν μου τον αγαπητόν , ίσως τούτον ιδόντες εντραπήσονται. ιδόντες δε αυτόν οι γεωργοί, διελογίζοντο προς εαυτούς λέγοντες. ούτος εστίν ο κληρονόμος. δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν, ίνα ημών γένηται η κληρονομία. και εκβαλόντες αυτόν έξω του αμπελώνος απέκτειναν. τι ουν ποιήσει αυτοίς ο κύριος του αμπελώνος. ελεύσεται και απολέσει τους γεωργούς τούτους, και δώσει τον αμπελώνα άλλοις. ακούσαντες δε είπον. μη γένοιτο. ο δε εμβλέψας αυτοίς είπε. τι ουν εστί το γεγραμμένον τούτο. λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας. πας ο πεσών επ εκείνον τον λίθον συνθλασθήσεται, εφ ον δάν πέση λικμήσει αυτόν. και εζήτησαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς επιβαλείν επ αυτόν τας χείρας εν αυτή τη ώρα, και εφοβήθησαν. έγνωσαν γαρ ότι προς αυτούς την παραβολήν ταύτην είπε. και παρατηρήσαντες απέστειλαν εγκαθέτους υποκρινομένους εαυτούς δικαίους είναι, ίνα επιλάβωνατι αυτού λόγου, εις το παραδούναι αυτόν τη αρχή και τη εξουσία του ηγεμόνος. και επηρώτησαν αυτόν λέγοντες. διδάσκαλε οίδαμεν ότι ορθώς λέγεις κει διδάσκεις, και ου λαμβάνεις πρόσωπον, αλλ επ αληθείας την οδόν του θεού διδάσκεις. έξεστιν ημίν καίσαρι φόρον δούναι, η ου. κατανοήσας δε αυτών την πανουργίαν, είπε προς αυτούς. τι με πειράζετε. επιδείξατε μοι δηνάριον. τίνος έχει εικόνα και επιγραφήν. αποκριθέντες δε είπον, καίσαρος. ο δε είπεν αυτοίς. απόδοτε τοίνυν τα καίσαρος καίσαρι, και τα του θεού τω θεώ. και ουκ ίσχυσαν επιλαβέσθαι αυτού ρήματος εναντίον του λαού. και θαυμάσαντες επί τη αποκρίσει αυτού εσίγησαν. προσελθόντες δε τινές των σαδδουκαίων οι αντιλέγοντες ανάστασιν μη είναι, επηρώτησαν αυτόν λέγοντες. διδάσκαλε μωυσής έγραψεν ημίν. εάν τινός αδελφός αποθάνη έχων γυναίκα, και ούτος άτεκνος αποθάνη ίνα λάβη ο αδελφός αυτού την γυναίκα, και εξαναστήση σπέρμα τω αδελφώ αυτού επτά ουν αδελφοί ήσαν, και ο πρώτος λαβών γυναίκα απέθανεν άτεκνος, και έλαβεν ο δεύτερος την γυναίκα, και ούτος απέθαναν άτεκνος, και ο τρίτος έλαβεν αυτήν. ωσαύτως δε και οι επτά ου κατελιπον τέκνα, και απέθανον. ύστερον δε πάντων απέθανε και η γυνή. εν τη ουν αναστάσει τίνος αυτών γίνεται γυνή. οι γαρ επτά έσχον αυτήν γυναίκα. και αποκριθείς είπεν αυτοίς ο ιησούς οι υιοί του αιώνος τούτου γαμούσι και εκγαμίσκονται οι δε καταξιωθέντες του αιώνος εκείνου τυχείν και της αναστάσεως της εκ νεκρών, ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται, ούτε γαρ αποθανείν έτι δύνανται. ισάγγελοι γαρ εισί, και υιοί εισί του θεού της αναστάσεως υιοί όντες. ότι δε εγείρονται οι νεκροί, και μωυσής εμήνυσεν επί της βάτου ως λέγει. κύριον τον θεόν αβραάμ, και τον θεόν ισαάκ, και τον θεόν ιακώβ. θεός δε ουκ εστί νεκρών αλλά ζώντων, πάντες γαρ αυτώ ζώσιν. αποκριθέντες δε τινές των γραμματέων είπον. διδάσκαλε, καλώς είπας. ουκ έτι δε ετόλμων επερωτάν αυτόν ουδέν. είπε δε προς αυτούς, πως λέγουσι τον χριστόν υιόν δαυίδ είναι, και αυτός δαυίδ λέγει εν βίβλω ψαλμών. είπεν ο κύριος τω κυρίω μου κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου. δαυίδ ουν κύριον αυτόν καλεί, και πως υιός αυτού εστίν. ακούοντος δε παντός του λαού, είπε τοις μαθηταίς αυτού. προσέχετε από των γραμματέων των θελόντων περιπατείν εν στολαίς, και φιλούντων ασπασμούς εν ταις αγοραίς και πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς, και πρωτοκλισίας εν τοις δείπνοις. οι κατεσθίουσι τας οικίας των χηρών, και προφάσει μακρά προσεύχονται. ούτοι λήψονται περισσότερον κρίμα.
Chapter 21Αναβλέψας δε είδε τους βάλλοντας τα δώρα αυτών εις το γαζοφυλάκιον πλουσίους. είδε δε τινά και χήραν πενιχράν βάλλουσαν εκεί δύο λεπτά, και είπεν. αληθώς λέγω υμίν ότι η χήρα αύτη η πτωχή πλείον πάντων έβαλεν. άπαντες γαρ ούτοι εκ του περισσεύοντος αυτοίς έβαλον εις τα δώρα του θεού. αύτη δε εκ του υστερήματος αυτής άπαντα τον βίον ον είχεν έβαλε. και τινών λεγόντων περί του ιερού ότι λίθοις καλοίς και αναθήμασι κεκόσμηται είπε. ταύτα α θεωρείτε, ελεύσονται ημέραι εν αίς ουκ αφεθήσεται λίθος επί λίθον ος ου καταλυθήσεται. επηρώτησαν δε αυτόν λέγοντες. διδάσκαλε πότε ουν ταύτα έσται, και τι το σημείον όταν μέλλη ταύτα γίνεσθαι. ο δε είπε. βλέπετε μη πλανηθήτε. πολλοί γαρ ελεύσονται επί τω ονόματι μου λέγοντες ότι εγώ ειμί, και ο καιρός ήγγικε. μη ουν πορευθήτε οπίσω αυτών. όταν δε ακούσητε πολέμους και ακαταστασίας μη πτοηθήτε. δει γαρ ταύτα γενέσθαι πρώτον, αλλ ουκ ευθέως το τέλος. τότε έλεγεν αυτοίς. εγερθήσεται έθνος επί έθνος, και βασιλεία επί βασιλείαν, σεισμοί τε μεγάλοι κατά τόπους και λιμοί και λοιμοί έσονται. φόβητρα τε και σημεία απ ουρανού μεγάλα έσται. προ δε τούτων απάντων επιβαλούσιν εφ υμάς τας χείρας αυτών, και διώξουσι παραδιδόντες εις συναγωγάς και φυλακάς, αγομένους επι βασιλείς και ηγεμόνας ένεκεν του ονόματος μού. αποβήσεται δε υμίν εις μαρτύριον. θέσθε ουν εις τας καρδίας υμών μη προμελετάν απολογηθήναι. εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν, η ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν. παραδοθήσεσθε δε και υπό γονέων και συγγενών και φίλων και αδελφών, και θανατώσουσιν εξ υμών. και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων διά το όνομα μου. και θριξ εκ της κεφαλής υμών ουμή απόληται. εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών. όταν δε ίδητε κυκλουμένην υπό στρατοπέδων την ιερουσαλήμ, τότε γνώτε ότι ήγγικεν η ερήμωσις αυτής. τότε οι εν τη ιουδαία φευγέτωσαν εις τα όρη, και οι εν μέσω αυτής εκχωρείτωσαν, και οι εν ταις χώραις μη εισερχέσθωσαν εις αυτήν ότι ημέραι εκδικήσεως αύται εισί, του πληρωθήναι πάντα τα γεγραμμένα. ουαί δε ταις εν γαστρί εχούσαις και ταις θηλαζούσαις εν εκείναις ταις ημέραις. έσται γαρ ανάγκη μεγάλη επί της γης, και οργή εν τω λαώ τούτω. και πεσούνται στόματι μαχαίρας, και αιχμαλωτισθήσονται εις πάντα τα έθνη. και ιερουσαλήμ έσται πατουμένη υπό εθνών άχρι πληρωθώσι καιροί εθνών. και έσται σημεία εν ηλίω και σελήνη και άστροις, και επί της γης συνοχή εθνών, εν απορία ηχούσης θαλάσσης και σάλου, αποψυχόντων ανθρώπων από φόβου και προσδοκίας των επερχομένων εν τη οικουμένη. αι γαρ δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται. και τότε όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν νεφέλη μετά δυνάμεως και δόξης πολλής. αρχομένων δε τούτων γίνεσθαι, ανακύψατε και επάρατε τας κεφαλάς υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υμών. και είπε παραβολήν αυτοίς. ίδετε την συκήν και πάντα τα δένδρα, όταν προβάλωσιν ήδη, βλέποντες αφ εαυτών γινώσκετε ότι ήδη εγγύς το θέρος εστίν. ούτω και υμείς όταν ίδητε ταύτα γινόμενα, γινώσκετε ότι εγγύς εστίν η βασιλεία του θεού. αμήν λέγω υμίν ότι ουμή παρέλθη η γενεά αύτη, έως αν πάντα γένηται. ο ουρανός και η γη παρελεύσονται οι δε λόγοι μου ουμή παρέλθωσι. προσέχετε δε εαυτοίς, μήποτε βαρηθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναις βιωτικαίς, και αιφνίδιος εφ υμάς επιστή η ημέρα εκείνη. ως παγίς γαρ επελεύσεται επί πάντας τους καθημένους επί προσωπον πάσης της γης. αγρυπνείτε ουν εν παντί καιρώ δεόμενοι, ίνα καταξιωθήτε εκφυγείν πάντα τα μέλλοντα γίνεσθαι, και σταθήναι έμπροσθεν του υιού του ανθρώπου. ην δε τας ημέρας εν τω ιερώ διδάσκων, τας δε νύκτας εξερχόμενος ηυλίζετο εις το όρος το καλούμενον ελαιών. και πας ο λαός ώρθριζε προς αυτόν εν τω ιερώ ακούειν αυτού.
Chapter 22Ηγγιζε δε η εορτή των αζύμων, η λεγομένη πάσχα, και εζήτουν οι αρχιερείς και οι γραμματείς το πως ανέλωσιν αυτόν. εφοβούντο γαρ τον λαόν. εισήλθε δε σατανάς εις ιούδαν τον επικαλούμενον ισκαριώτην, όντα εκ του αριθμού των δώδεκα, και απελθών συνελάλησε τοις αρχιερεύσι και τοις στρατηγοίς το πως αυτόν παραδώ αυτοίς. και εχάρησαν, και συνέθεντο αυτώ αργύριον δούναι. και εξωμολόγησε. και εζήτει ευκαιρίαν του παραδούναι αυτόν αυτοίς άτερ όχλου. ήλθε δε η ημέρα των αζύμων, εν η έδει θύεσθαι το πάσχα. και απέστειλε πέτρον και ιωάννην ειπών. πορευθέντες ετοιμάσατε ημίν το πάσχα, ίνα φάγωμεν. οι δε είπον αυτώ. που θέλεις ετοιμάσομεν. ο δε είπεν αυτοίς. ιδού εισελθόντων υμών εις την πόλιν συναντήσει υμίν άνθρωπος, κεράμιον ύδατος βαστάζων. ακολουθήσατε αυτώ εις την οικίαν ου εισπορεύεται, και ερείτε τω οικοδεσπότη της οικίας. λέγει σοι ο διδάσκαλος. που εστί το κατάλυμα, όπου το πάσχα μετά των μαθητών μου φάγω. κακείνος υμίν δείξει ανώγαιον μέγα εστρωμένον, εκεί ετοιμάσατε. απελθόντες δε εύρον καθώς είρηκεν αυτοίς, και ητοίμασαν το πάσχα. και ότε εγένετο η ώρα ανέπεσε, και οι δώδεκα απόστολοι συν αυτώ, και είπε προς αυτούς. επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ υμών προ του με παθείν. λέγω γαρ υμίν, ότι ουκέτι ουμή φάγω εξ αυτού, έως ότου πληρωθή εν τη βασιλεία του θεού. και δεξάμενος ποτήριον, ευχαριστήσας είπε. λάβετε τούτο και διαμερίσατε εαυτοίς. λέγω γαρ υμίν, ότι ουμή πίω από του γενήματος της αμπέλου, έως ότου η βασιλεία του θεού έλωη. και λαβών άρτον ευχαριστήσας, έκλασε και έδωκεν αυτοίς λέγων. τούτο εστί το σώμα μου το υπέρ υμών διδόμενον. τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων. τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εν τω αίματι μου το υπέρ υμών εκχυνόμενον. πλήν ιδού η χείρ του παραδιδόντος με, μετ εμού επί της τραπέζης. και ο μεν υιός του ανθρώπου πορεύεται κατά το ωρισμένον. πλήν ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι ου παραδίδοται. και αυτοί ήρξαντο συζητείν προς εαυτούς το τις άρα είη εξ αυτών ο τούτο μέλλων πράσσειν. εγένετο δε και φιλονεικία εν αυτοίς το τις αυτών δοκεί είναι μείζων. ο δε είπεν αυτοίς. οι βασιλείς των εθνών κυριεύουσιν αυτών, και οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται. υμείς δε ουκ ούτως. αλλ ο μείζων εν υμίν γενέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών. τις γαρ μείζων ο ανακείμενος, η ο διακονών. ουχί ο ανακείμενος. εγώ δε ειμί εν μέσω υμών ως ο διακονών. υμείς δε εστέ οι διαμεμενηκότες μετ εμού εν τοις πειρασμοίς μου. καγώ διατίθεμαι υμίν καθώς διέθετο μοι ο πατήρ μου βασιλείαν, ίνα εσθίητε και πίνητε επί της τραπέζης μου εν τη βασιλεία μου, και καθίσεσθε επί θρόνων, κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του ισραήλ. είπε δε ο κύριος. σίμων σίμων, ιδού ο σατανάς εξητήσατο υμάς του σινιάσαι ως τον σίτον. εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλείπη η πίστις σου. και συ ποτέ επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου. ο δε είπεν αυτώ. κύριε, μετά σου έτοιμος ειμί και εις φυλακήν και εις θάνατον πορεύεσθαι. ο δε είπε. λέγω σοι πέτρε, ουμή φωνήση σήμερον αλέκτωρ, πριν η τρις απαρνήση μη ειδέναι με. και είπεν αυτοίς. ότε απέστειλα υμάς άτερ βαλλαντίου και πήρας και υποδημάτων, μη τινός υστερήσατε. οι δε είπον. ουδενός. είπεν ουν αυτοίς. αλλά νυν ο έχων βαλλάντιον αράτω ομοίως και πήραν. και ο μη έχων πωλήσει το ιμάτιον αυτού, κ{ά}ι αγοράσει μάχαιραν. λέγω γαρ υμίν ότι έτι τούτο το γεγραμμένον δει τελεσθήναι εν εμοί το και μετά ανόμων ελογίσθη. και γαρ τα περί εμού τέλος έχει. οι δε είπον. κύριε, ιδού μάχαιραι ώδε δύο. ο δε είπεν αυτοίς. ικανόν εστί. και εξελθών επορεύθη κατά το έθος εις το όρος των ελαιών. ηκολούθησαν δε αυτώ και οι μαθηταί αυτού. γενόμενος δε επί του τόπου, είπεν αυτοίς. προσεύχεσθε μη εισελθείν εις πειρασμόν. και αυτός απεσπάσθη απ αυτών ωσεί λίθου βολήν. και θείς τα γόνατα προσηύχετο λέγων. πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν το ποτήριον τούτο απ εμού πλήν μη το θέλημα μου, αλλά το σον γενέσθω. ώφθη δε αυτώ άγγελος απ ουρανού ενισχύων αυτόν. και γενόμενος εν αγωνία, εκτενέστερον προσηύχετο. εγένετο δε ο υδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην. και αναστάς από της προσευχής ελθών προς τους μαθητάς, εύρεν αυτούς κοιμωμένους από της λύπης. και είπεν αυτοίς. τι καθεύδετε. αναστάντες προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν. έτι δε αυτού λαλούντος ιδού όχλος και ο λεγόμενος ιούδας εις των δώδεκα προήρχετο αυτούς, και ήγγισε τω ιησού φιλήσαι αυτόν. τούτο γαρ σημείον δεδώκει αυτοίς. ον αν φιλήσω, αυτός εστίν. ο δε ιησούς είπεν αυτώ. ιούδα φιλήματι τον υιόν του ανθρώπου παραδίδως. ιδόντες δε οι περί αυτόν το εσόμενον, είπον αυτώ. κύριε, ει πατάξομεν εν μαχαίρα. και επάταξεν εις τις εξ αυτών τον δούλον του αρχιερέως, και αφείλεν αυτού το ους το δεξιόν. αποκριθείς δε ο ιησούς είπεν. εάτε έως τούτου. και αψάμενος του ωτίου αυτού, ιάσατο αυτόν. είπε δε ο ιησούς προς τους παραγενομένους προς αυτόν αρχιερείς και στρατηγούς του ιερού και πρεσβυτέρους. ως επί ληστήν εξεληλύθατε μετά μαχαιρών και ξύλων. καθημέραν όντος μου μεθ υμών εν τω ιερώ, ουκ εξετείνατε τας χείρας επ εμέ. αλλ αύτη υμών εστίν η ώρα και η εξουσία του σκότους. συλλαβόντες δε αυτόν ήγαγον, και εισήγαγον εις τον οίκον του αρχιερέως. ο δε πέτρος ηκολούθει μακρόθεν. αψάντων δε πυρ εν μέσω της αυλής, και συγκαθισάντων αυτών, εκάθητο ο πέτρος εν μέσω αυτών. ιδούσα δε αυτόν παιδίσκη τις καθήμενον προς το φως, και ατενίσασα αυτώ, είπε. και ούτος συν αυτώ ην. ο δε ηρνήσατο αυτόν λέγων. γύναι ουκ οίδα αυτόν. και μετά βραχύ έτερος ιδών αυτόν έφη, και συ εξ αυτών ει. ο δε πέτρος είπεν. άνθρωπε ουκ ειμί. και διαστάσης ωσεί ώρας μιάς, άλλος τις διισχυρίζετο λέγων. επ αληθείας και ούτος μετ αυτού ην, και γαρ γαλιλαίος εστίν. είπε δε ο πέτρος άνθρωπε ουκ οίδα ο λέγεις. και παραχρήμα έτι λαλούντος αυτού, εφώνησεν αλέκτωρ. και στραφείς ο κύριος ενέβλεψε τω πέτρω. και υπεμνήσθη ο πέτρος του λόγου του κυρίου ως είπεν αυτώ, ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι, απαρνήση με τρις, και εξελθών έξω ο πέτρος έκλαυσε πικρώς. και οι άνδρες οι συνέχοντες τον ιησούν ενέπαιζον αυτώ δέροντες· και περικαλύψαντες αυτόν έτυπτον αυτού το πρόσωπον. και επηρώτων αυτόν λέγοντες. προφήτευσον τις εστίν ο παίσας σε. και έτερα πολλά βλασφημούντες έλεγον εις αυτόν. και ως εγένετο ημέρα, συνήχθη το πρεσβυτέριον του λαού αρχιερείστε και γραμματείς, και απήγαγον αυτόν εις το συνέδριον αυτών λέγοντες. ει συ ει ο χριστός ειπέ ημίν. είπε δε αυτοίς. εάν υμίν είπω ουμή πιστεύσητε, εάν δε και ερωτήσω, ουμή αποκριθήτε μοι η απολύσητε. από του νυν έσται ο υιός του ανθρώπου καθήμενος εκ δεξιών της δυνάμεως του θεού. είπον δε πάντες. συ ουν ει ο υιός του θεού. ο δε προς αυτούς έφη, υμείς λέγετε ότι εγώ ειμί. οι δε είπον. τι έτι χρείαν έχομεν μαρτυρίας, αυτοί γαρ ηκούσαμεν από του στόματος αυτού.
Chapter 23Και αναστάν άπαν το πλήθος αυτών. ήγαγον αυτόν επί τον πιλάτον. ήρξαντο δε κατηγορείν αυτού λέγοντες. τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος, και κωλύοντα καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν χριστόν βασιλέα είναι. ο δε πιλάτος επηρώτησεν αυτόν λέγων. συ εί ο βασιλεύς των ιουδαίων. ο δε αποκριθείς αυτώ έφη. συ λέγεις. ο δε πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και τους όχλους. ουδέν ευρίσκω αίτιον εν τω ανθρώπω τούτω. οι δε επίσχυον λέγοντες. ότι ανασείει τον λαόν διδάσκων καθ όλης της ιουδαίας, αρξάμενος από της γαλιλαίας έως ώδε. πιλάτος δε ακούσας γαλιλαίαν επηρώτησεν ει ο άνθρωπος γαλιλαίος εστί. και επιγνούς ότι εκ της εξουσίας ηρώδου εστίν, ανέπεμψεν αυτόν προς ηρώδην όντα και αυτόν εν ιεροσολύμοις εν ταύταις ταις ημέραις. ο δε ηρώδης ιδών τον ιησούν, εχάρη λίαν. ην γαρ θέλων εξ ικανού ιδείν αυτόν. διά το ακούειν πολλά περί αυτού, και ήλπιζε έτι σημείον ιδείν υπ αυτού γινόμενον. επηρώτα δε αυτόν εν λόγοις ικανοίς, αυτός δε ουδέν απεκρίνατο αυτώ. ειστήκεισαν δε οι αρχιερείς και οι γραμματείς ευτόνως κατηγορούντες αυτού.λ εξουθενήσας δε αυτόν ο ηρώδης συν τοις στρατεύμασιν αυτού και εμπαίξας, περιβαλών αυτόν εσθήτα λαμπράν, ενέπεμψεν αυτόν τω πιλάτω. εγένοντο δε φίλοι ότε πιλάτος και ηρώδης εν αυτή τη ημέρα μετ αλλήλων, προυπήρχον γαρ εν έχθρα όντες προς εαυτούς. πιλάτος δε συγκαλεσάμενος τους αρχιερείς και τους άρχοντας και τον λαόν είπε προς αυτούς. προσήνεγκατε μοι τον άνθρωπον τούτον ως αποστρέφοντα τον λαόν, και ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας, ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον ων κατηγορείτε κατ αυτού. αλλ ουδέ ηρώδης. ανέπεμψα γαρ υμάς προς αυτόν, και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ. παιδεύσας ουν αυτόν απολύσω. ανάγκην δε είχεν απολύειν αυτοίς κατά εορτήν ένα. ανέκραξαν δε παμπληθή λέγοντες. αίρε τούτον, απολυσον δε ημίν τον βαραββάν. όστις ην διά στάσιν τινά γενομένην εν τη πόλει και φόνον βεβλημένος εις φυλακήν. πάλιν ουν ο πιλάτος προσεφώνησε θέλων απολύσαι τον ιησούν. οι δε επεφώνουν λέγοντες. σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. ο δε τρίτον είπε προς αυτούς. τι γαρ κακόν εποίησεν ούτος. ουδέν αίτιον θανάτου εύρον εν αυτώ. παιδεύσας ουν αυτόν απολύσω. οι δε επέκειντο φωναίς μεγάλαις αιτούμενοι αυτόν σταυρωθήναι, και κατίσχυον αι φωναί αυτών και των αρχιερέων. ο δε πιλάτος επέκρινε γενέσθαι το αίτημα αυτών. απέλυσε δε τον διά στάσιν και φόνον βεβλημένον εις την φυλακήν ον ητούντο. τον δε ιησούν παρέδωκε τω θελήματι αυτών. και ως απήγαγον αυτόν επιλαβόμενοι σίμωνος τινός κυρηναίου ερχομένου απ αγρού, επέθηκαν αυτώ τον σταυρόν φέρειν όπισθεν του ιησού. ηκολούθει δε αυτώ πολύ πλήθος του λαού και γυναικών. αι και εκόπτοντο και εθρήνουν αυτόν. στραφείς δε προς αυτάς ο ιησούς είπε. θυγατέρες ιερουσαλήμ μη κλαίετε επ εμέ, πλήν εφ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών. ότι ιδού έρχονται ημέραι, εν αις ερούσι. μακάριαι αι στείραι, και κοιλίαι αι ουκ εγέννησαν, και μαστοί οι ουκ εθήλασαν. τότε άρξονται λέγειν τοις όρεσι, πέσετε εφ ημάς, και τοις βουνοίς καλύψατε ημάς. ότι ει εν τω υγρώ ξύλω ταύτα ποιούσιν, εν τω ξηρώ τι γένηται· ήγοντο δε και έτεροι δύο κακούργοι συν αυτώ αναιρεθήναι. και ότε απήλθον επί τον τόπον τον καλούμενον κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν, και τους κακούργους. ον μεν εκ δεξιών, ον δε εξ αριστερών. ο δε ιησούς έλεγε. πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι. διαμεριζόμενοι δε τα ιμάτια αυτού έβαλον κλήρον. και ειστήκει ο λαός θεωρών. εξεμυκτήριζον δε και οι άρχοντες συν αυτοίς λέγοντες. άλλους έσωσε, σωσάτω εαυτόν, ει ούτος εστίν ο χριστός ο του θεού εκλεκτός. ενέπαιζον δε αυτώ και οι στρατιώταί προσερχόμενοι, και όξος προσφέροντες αυτώ και λέγοντες. ει συ ει ο βασιλεύς των ιουδαίων, σώσον σεαυτόν. ην δε και η επιγραφή γεγραμμένη επ αυτώ γράμμασιν ελληνικοίς και ρωμαϊκοίς και εβραϊκοίς. ούτος εστίν ο βασιλεύς των ιουδαίων. εις δε των κρεμασθέντων κακούργων εβλασφήμει αυτόν λέγων. ει συ ει ο χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς. αποκριθείς δε ο έτερος, επετίμα αυτώ λέγων. ουδέ φοβή σου τον θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι ει. και ημείς μεν δικαίως, άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν. ούτος δε ουδέν άτοποον έπραξε. και έλεγε τω ιησού. μνήσθητι μου κύριε όταν έλθης εν τη βασιλεία σου. και είπεν αυτώ ο ιησούς. αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ εμού έση εν τω παραδείσω. ην δε ωσεί ώρα έκτη, και σκότος εγένετο εφ όλην την γην έως ώρας ενάτης. και εσκοτίσθη ο ήλιος, και εσχίσθη το καταπέτασμα του ναού μέσον, και φωνήσας φωνή μεγάλη ο ιησούς είπε. πάτερ εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου. και ταύτα ειπών, εξέπνευσεν. ιδών δε ο εκατόνταρχος το γενόμενον, εδόξασε τον θεόν λέγων. όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ην. και πάντες οι συμπαραγενόμενοι όχλοι επί την θεωρίαν ταύτην, θεωρούντες τα γενόμενα, τύπτοντες εαυτών τα στήθη υπέστρεφον. ειστήκεισαν δε πάντες οι γνωστοί αυτού μακρόθεν, και γυναίκες αι συνακολουθήσασαι αυτώ από της γαλιλαίας ορώσαι ταύτα. και ιδού ανήρ ονόματι ιωσήφ βουλευτής υπάρχων ανήρ αγαθός και δίκαιος, ούτος ουκ ην συγκατατεθειμένος τη βουλή και τη πράξει αυτών, από αριμαθαίας πόλεως των ιουδαίων, ος προσεδέχετο και αυτός την βασιλείαν του θεού. ούτος προσελθών τω πιλάτω ητήσατο το σώμα του ιησού. και καθελών αυτό ενετύλιξεν αυτό σινδόμι, και έθηκεν αυτό εν μνήματι λαξευτώ, ου ουκ ην ουδέπω ουδείς κείμενος. και ημέρα ην παρασκευή σάββατον επέφωσκε. κατακολουθήσασαι δε γυναίκες, αίτινες ήσαν συνεληλυθύιαι αυτώ εκ της γαλιλαίας, εθεάσαντο το μνημείον και ως ετέθη το σώμα αυτού. υποστρέψασαι δε ητοίμασαν αρώματα και μύρα, και το μεν σάββατον ησύχασαν κατά την εντολήν.
Chapter 24Τη δε μιά των σαββάτων όρθρου βαθέως ήλθον επι το μνήμα, φέρουσαι α ητοίμασαν αρώματα, και τινές συν αυταίς. εύρον δε τον δίθον αποκεκυλισμένον από του μνημείου, και εισελθούσαι ουχ εύρον το σώμα του κυρίου ιησού. και εγ´ενετο εν τω διαπορείσθαι αυτάς περί τούτου, και ιδού άνδρες δύο επέστησαν αυταίς εν εσθήσεσιν αστραπτούσαις. εμφόβων δε γενομένων αυτών και κλινουσών το πρόσωπον εις την γην, είπον προς αυτάς. τι ζητείτε τον ζώντα μετά των νεκρών. ουκ εστίν ώδε αλλ ηγέρθη. μνήσθητε ως ελάλησεν υμίν έτι ων εν τη γαλιλαία, λέγων. ότι δει τον υιόν του ανθρώπου παραδοθήναι εις χείρας ανθρώπων αμαρτωλών, και σταυρωτήναι, και τη τρίτη ημέρα αναστήναι. και εμνήσθησαν των ρημάτων αυτού. και υποστρέψασαι από του μνημείου, απήγγειλαν ταύτα πάντα τοις ένδεκα και πάσι τοις λοιποίς. ήσαν δε η μαγδαληνή μαρία και ιωάννα και μαρία ιακώβου, και αι λοιπαί συν αυταίς, αι έλεγον προς τους αποστόλους ταύτα, και εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος τα ρήματα αυτών, και ηπίστουν αυταίς. ο δε πέτρος αναστάς έδραμεν επί το μνημείον, και παρακύψας βλέπει τα οθόνια κείμενα μόνα, και απήλθε προς εαυτόν θαυμάζων το γεγονός. και ιδού δύο εξ αυτών ήσαν πορευόμενοι εν αυτή τη ημέρα εις κώμην απέχουσαν σταδίους εξήκοντα από ιερουσαλήμ, η όνομα αμμαούς. και αυτοί ωμίλουν προς αλλήλους περί πάντων των συμβεβηκότων τούτων. και εγ´ενετο εν τω ομιλείν αυτούς και συζητείν, και αυτός ο ιησούς εγγίσας συνεπορεύετο αυτοίς. οι δε οφθαλμοί αυτών εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν. είπε δε προς αυτούς. τίνες οι λόγοι ούτοι ους αντιβάλλετε προς αλλήλους περιπατούντες, και εστέ σκυθρωποί. αποκριθείς δε ο εις ω όνομα κλεόπας, είπε προς αυτόν. συ μόνος παροικείς ιερουσαλήμ, και ουκ έγνως τα γενόμενα εν αυτή εν ταις ημέραις ταύταις. και είπεν αυτοίς, ποία. οι δε είπον αυτώ τα περί ιησού του ναζωραίου, ος εγένετο ανήρ προφήτης, δυνατός εν έργω και λόγω εναντίον του θεού και παντός του λαού, όπως τε παρέδωκαν αυτόν οι αρχιερείς και οι άρχοντες ημών εις κρίμα θανάτου και εσταύρωσαν αυτόν. ημείς δε ηλπίζομεν ότι αυτός εστίν ο μέλλων λυτρούσθαι τον ισραήλ. αλλάγε συν πάσι τούτοις τρίτην ταύτην ημέραν άγει σήμερον, αφ ου ταύτα εγένετο. αλλά και γυναίκες τινές εξ ημών εξέστησαν ημάς γενόμεναι όρθριαι επί το μνημείον, και μη ευρούσαι το σώμα αυτού ήλθον λέγουσαι και οπτασίαν αγγέλων εωρακέναι, οι λέγουσιν αυτόν ζην. και απήλθον τινές των συν ημίν επί το μνημείον, και εύρον ούτως καθώς και αι γυναίκες είπον, αυτόν δε ουκ είδον. και αυτός είπε προς αυτούς. ω ανόητοι και βραδαίς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται. ουχί ταύτα έδει παθείν τον χριστόν, και εισελθείν εις την δόξαν αυτού. και αρξάμενος από μωσέως και από πάντων των προφητών διηρμήνευεν αυτοίς εν πάσαις ταις γραφαίς τα περί εαυτού. και ήγγισαν εις την κώμην ου επορεύοντο, και αυτός προσεποιείτο πορρωτέρω πορεύεσθαι. και παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες. μείνον μεθ ημών ότι προς εσπέραν εστί, και κέκλικεν η ημέρα. και εισήλθε του μείναι συν αυτοίς. και εγένετο εν τω κατακλιθήναι αυτόν μετ αυτών, λαβών τον άρτον ευλόγησε, και κλάσας επεδίδου αυτοίς. αυτών δε διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί και επέγνωσαν αυτόν, και αυτός άφαντος εγ´ενετο άπ αυτών. και είπον προς αλλήλους. ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ, και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς. και αναστάντες αυτή τη ώρα υπέστρεψαν εις ιερουσαλήμ, και εύρον συνηθροισμένους τους ένδεκα και τους συν αυτοίς λέγοντας, ότι ηγέρθη ο κύριος όντως και ώφθη σίμωνι. και αυτοί εξηγούντο τα εν τη οδώ, και ως εγνώσθη αυτοίς εν τη κλάσει του άρτου. ταύτα δε αυτών λαλούντων, και αυτός ο ιησούς έστη εν μέσω αυτών, και λέγει αυτοίς. ειρήνη υμίν. πτοηθέντες δε και έμφοβοι γενόμενοι, εδόκουν πνεύμα θεωρείν, και είπεν αυτοίς. τι τεταραγμένοι εστέ, και διά τι διαλογισμοί αναβαίνουσιν εν ταις καρδίαις υμών. ίδετε τας χείρας μου και τους πόδας μου, ότι αυτός εγώ ειμί. ψηλαφήσατε με και ίδετε, ότι πνεύμα σάρκα και οστέα ουκ έχει, καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα. και τούτο ειπών επέδειξεν αυτοίς τας χείρας και τους πόδας. έτι δε απιστούντων αυτών από της χαράς και θαυμαζόντων, είπεν αυτοίς έχετε τι βρώσιμον ενθάδε. οι δε επέδωκαν αυτώ ιχθύος οπτού μέρος, και από μελισσείου κηρίου. και λαβών ενώπιον αυτών έφαγεν. είπε δε αυτοίς. ούτοι οι λόγοι ους ελάλησα προς υμάς έτι ων συν υμίν, ότι δει πληρωθήναι πάντα τα γεγραμμένα εν τω νόμω μωσέως και προφήταις και ψαλμοίς περί εμού. τότε διηνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τας γραφάς, και είπεν αυτοίς. ότι ούτως γέγραπται, και ούτως έδει παθείν τον χριστόν, και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα, και κηρυχθήναι επί τω ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, αρξάμενον από ιερουσαλήμ. υμείς δε εστέ μάρτυρες τούτων. και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ υμάς. υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει ιερουσαλήμ, έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους. εξήγαγε δε αυτούς έξω έως εις βηθανίαν, και επάρας τας χείρας αυτού, ευλόγησεν αυτούς. και εγένετο εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ αυτών, και ανεφέρετο εις τον ουρανόν. και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης. και ήσαν διαπαντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον θεόν. αμήν.
Τέλος του κατά λουκάν αγίου ευαγγελίου.