Revelation

Αποκάλυψις του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστού ιωάννου του θεολόγου.

Chapter 1

Αποκάλυψις ιησού χριστού, ην έδωκεν αυτώ ο θεός δείξαι τοις δούλοις αυτού, α δει γενέσθαι εν τάχει, και εσήμανεν αποστείλας διά του αγγέλου αυτού τω δούλω αυτού ιωάννη, ος εμαρτύρησε τον λόγον του θεού, και την μαρτυρίαν ιησού χριστού όσα είδε, και άτινα εισί, και α χρη γενέσθαι μετά ταύτα. μακάριος ο αναγινώσκων και οι ακούοντες τους λόγους της προφητίας, και τηρούντες τα εν αυτή γεγραμμένα. ο γαρ καιρός εγγύς. ιωάννης ταις επτά εκκλησίαις ταις εν τη ασία. χάρις υμίν και ειρήνη από ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, και από των επτά πνευμάτων α εστίν ενώπιον του θρόνου αυτού, και από ιησού χριστού, ο μάρτυς ο πιστός ο πρωτότοκος εκ των νεκρών και ο άρχων των βασιλέων της γης, τω αγαπήσαντι ημάς και λούσαντι ημάς από των αμαρτιών ημών εν τω αίματι αυτού. και εποίησεν ημάς βασιλείαν ιερείς τω θεώ και πατρί αυτού. αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων αμήν. ιδού έρχεται μετά των νεφελών, και όψεται αυτόν πας οφθαλμός, και οίτινες αυτόν εξεκέντησαν. και κόψονται επ αυτόν πάσαι αι φυλαί της γης, ναι αμήν. εγώ ειμί το άλφα και το ω, λέγει κύριος ο θεός, ο ων, και ο ην, και ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ. εγώ ιωάννης ο αδελφός υμών και κοινωνός εν τη θλίψει και βασιλεία και υπομονή εν χριστώ ιησού εγενόμην εν τη νήσω τη καλουμένη πάτμω διά τον λόγον του θεού και διά την μαρτυρίαν ιησού χριστού. εγενόμην εν πνεύματι εν τη κυριακή ημέρα, και ήκουσα φωνήν οπίσω μου μεγαλήν ως σάλπιγγος λεγούσης. ο βλέπεις γράψον εις βιβλίον, και πέμψον ταις επτά εκκλησίαις, εις έφεσον, και εις σμύρναν, και εις πέργαμον, και εις θυάτειρα, και εις σάρδεις, και εις φιλαδέλφειαν, και εις λαοδίκειαν, και εκεί επέστρεψα βλέπειν την φωνήν ήτις ελάλει μετ εμού, και επιστρέψας είδον επτά λυχνίας χρυσάς, και εν μέσω των επτά λυχνιών όμοιον υιώ ανθρώπου ενδεδυμένον ποδήρη, και περιεζωσμένον προς τοις μαζοίς ζώνην χρυσήν. η δε κεφαλή αυτού και αι τρίχες λευκαί ωσεί έριον λευκόν, ως χιών. και οι οφθαλμοί αυτού ως φλοξ πυρός, και οι πόδες αυτού όμοιοι χαλκολιβάνω, ως εν καμίνω πεπυρωμένοι. και η φωνή αυτού ως φωνή υδάτων πολλών, και έχων εν τη δεξιά χειρί αυτού αστέρας επτά, και εκ τού στόματος αυτού ρομφαία δίστομος εξεία εκπορευομένη. και η όψις αυτού ως ο ήλιος φαίνει εν τη δυνάμει αυτού. κάι ότι είδον αυτόν, έπεσα προς τους πόδας αυτού ως νεκρός, και επέθηκε την δεξιάν αυτού χείρα επ εμέ, λέγων. μη φοβού. εγώ ειμί ο πρώτος και ο έσχατος και ο ζών, και εγενόμην νεκρός, και ιδού ζων ειμί εις τους αιώνας των αιώνων αμήν, και έχω τας κλεις του θανάτου και του άδου. γράψον ουν α είδες και α εισί, και α μέλλει γενέσθαι μετά ταύτα, το μυστήριον των επτά αστέρων ων είδες επί της δεξιάς μου, και τας επτά λυχνίας τας χρυσάς. οι επτά αστέρες, άγγελοι των επτά εκκλησιών εισί, και αι επτά λυχνίαι ας είδες, επτά εκκλησίαι εισί.

Chapter 2

Τω αγγέλω της εκκλησίας εφέσω γράψον. τάδε λέγει ο κρατών τους επτά αστέρας εν τη δεξιά αυτού,κ ο περιπατών εν μέσω των επτά λυχνιών των χρυσών. οίδα τα έργα σου και τον κόπον και την υπομονήν σου, και ότι ου δύνη βαστάσαι κακούς. και επείρασας τους λέγοντας εαυτούς αποστόλους είναι, και ουκ εισί, και εύρες αυτούς ψευδείς, και εβάστασας και υπομονήν έχεις διά το όνομα μου, και ουκ εκοπίασας. αλλά έχω κατά σου, ότι την αγάπην σου την πρώτην αφήκας. μνημόνευε ουν πόθεν εκπέπτωκας, και μετανόησον, και τα πρώτα έργα ποίησον. ει δε μη, έρχομαι σοι ταχύ, και κινήσω την λυχνίαν σου εκ του τόπου αυτής, εάν μη μετανοήσης. αλλά τούτο έχεις, ότι μισείς τα έργα των νικολαϊτών, α καγώ μισώ. ο έχων ους ακουσάτω τι το πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις. τω νικώντι δώσω φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο εστίν εν μέσω του παραδείσου του θεού μου. και τω αγγέλω της εν σμύρνη εκκλησίας γράψον. τάδε λέγει ο πρώτος και ο έσχατος, ος εγένετο νεκρός και έζησεν. οίδα σου τα έργα και την θλίψιν και την πτωχείαν, αλλά πλούσιος ει, και την βλασφημίαν των λεγόντων ιουδαίους είναι εαυτούς και ουκ εισίν, αλλά συναγωγή του σατανά. μηδέν φοβού α μέλλεις πάσχειν. ιδού δη μέλλει βαλείν ο διάβολος εξ υμών εις φυλακήν, ίνα πειρασθήτε, και έξετε θλίψιν ημερών δέκα. γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής. ο έχων ους, ακουσάτω τι τω πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις. ο νικών ουμή αδικηθή εκ του θανάτου του δευτέρου. και τω αγγέλω της εν περγάμω εκκλησίας γράψον. τάδε λέγει ο έχων την ρομφαίαν την δίστομον την οξείαν. οίδα τα έργα σου, και που κατοικείς, όπου ο θρόνος του σατανά, και κρατείς το όνομα μου, και ουκ ηρνήσω την πίστιν μου εν ταις ημέραις εν αις αντίπας ο μάρτυς μου ο πιστός, ος απεκτάνθη παρ υμίν όπου ο σατανάς κατοικεί. αλλ έχω κατά σού ολίγα, ότι έχεις εκεί κρατούντας την διδαχήν βαλαάμ, ος εδίδαξε τον βαλάκ βαλείν σκάνδαλον ενώπιον των υιών ισραήλ φαγείν ειδωλόθυτα. και πορνεύσαι, ούτως έχεις και συ κρατούντας την διδαχήν των νικολαϊτών. ομοίως μετανόησον. ει δε μή, έρχομαι σοι ταχύ και πολεμήσω μετ αυτών εν τη ρομφαία του στόματος μου. ο έχων ους ακουσάτω τι το πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις. τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν από του μάννα του κεκρυμμένου, και δώσω αυτώ ψήφον λευκήν, και επί την ψήφον όνομα κενόν γεγραμμένον, ο ουδείς οίδεν ειμή ο λαμβάνων. και τω αγγέλω της εν θυατείροις εκκλησίας γράψον. τάδε λέγει ο υιός του θεού, ο έχων τους οφθαλμούς αυτού ως φλόγα πυρός, και οι πόδες αυτού όμοιοι χαλκολιβάνω. οίδα σου τα έργα και την αγάπην και την πίστιν και την διακονίαν και την υπομονήν σου, και τα έργα σου τα έσχατα πλείονα των πρώτων, αλλ έχω κατά σου ότι αφείς την γυναίκα σου την ιεζάβελ η λέγει εαυτήν προφήτιν, και διδάσκει και πλανά τους εμούς δούλους, πορνεύσαι και φαγείν ειδωλόθυτα. και έδωκα αυτή χρόνον ίνα μετανοήση, και ου θέλει μετανοήσαι εκ της πορνείας αυτής. ιδού βάλλω αυτήν εις κλίνην και τους μοιχεύοντας μετ αυτής εις θλίψιν μεγάλην, εάν μη μετανοήσωσιν εκ των έργων αυτής, και τα τέκνα αυτής αποκτενώ εν θανάτω, και γνώσονται πάσαι αι εκκλησίαι ότι εγώ ειμί ο ερευνών νεφρούς και καρδίας, και δώσω υμίν εκάστω κατά τα έργα υμών. υμίν δε λέγω τοις λοιποίς τοις εν θυατείροις, όσοι ουκ εχουσι την διδαχήν ταύτην, οίτινες ουκ έγνωσαν τα βαθέα του σατανά, ως λέγουσιν ου βαλώ εφ υμάς άλλο βάρος, πλήν ο έχετε κρατήσατε, άχρι τέλους τα έργα μου, δώσω αυτώ εξουσίαν επί των εθνών, και ποιμανεί αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως τα σκεύη τα κεραμικά συντριβήσεται, ως καγώ έληφα παρά του πατρός μου, και δώσω αυτώ τον αστέρα τον πρωϊνόν. ο έχων ους ακουσάτω τι το πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις.

Chapter 3

Και τω αγγέλω της εν σάρδεσιν εκκλησιάς γράψον. τάδε λέγει ο έχων τα επτά πνεύματα του θεού και τους επτά αστέρας. οίδα σου τα έργα, ότι όνομα έχεις ότι ζης, και νεκρός ει. γίνου γρηγορών, και στήριξον τα λοιπά α έμελες αποβαλείν. ου γαρ εύρηκα σου τα έργα πεπληρωμένα ενώπιον του θεού μου. μνημόνευε ουν πως είληφας και ήκουσας, και τήρει, και μετανόησον. εάν ουν μη γρηγορήσης, ήξω επί σε ως κλέπτης, και ουμή γνως ποίαν ώραν ήξω επί σε. αλλ ολίγα έχεις ονόματα εν σάρδεσιν, α ουκ εμόλυναν τα ιμάτια αυτών, και περιπατήσουσι μετ εμού εν λευκοίς, ότι άξιοι εισίν. ο νικρών ούτος περιβαλλείται εν ιματίοις λευκοίς, και ουμή εξαλείψω το όνομα αυτού εκ της βίβλου της ζωής, και ομολογήσω το όνομα αυτού ενώπιον του πατρός μου και ενώπιον των αγγέλων αυτού. ο έχων ους ακουσάτω τι το πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις. και τω αγγέλω της εν φιλαδελφεία εκκλησίας γράψον. τάδε λέγει ο άγιος ο αληθινός ο έχων την κλειν του δαυίδ, ο ανοίγων και ουδείς κλείσει αυτήν, ο μη ο ανοίγων, και ουδείς ανοίξει. οίδα σου τα έργα. ιδού δέδωκα ενώπιον σου θύραν ανεωγμένην ην ουδείς δύναται κλείσαι αυτήν, ότι μικράν έχεις δύναμιν, και ετήρησας μου τον λόγον, και ουκ ηρνήσω το όνομα μου. ιδού δίδωμι εκ της συναγωγής του σατανά των λεγόντων εαυτούς ιουδαίους είναι και ουκ εισίν, αλλά ψεύδονται. ιδού ποιήσω αυτούς ίνα ήξουσι και προσκυνήσωσιν ενώπιον των ποδών σου, και γνώσιν ότι ηγάπησα σε, ότι ετήρησας τον λόγον της υπομονής μου, καγώ σε τηρήσω εκ της ώρας του πειρασμού της μελλούσης έρχεσθαι επί της οικουμένης όλης, πειράσαι τους κατοικούντας επί της γης. έρχομαι ταχύ. κράτει ο έχεις, ίνα μηδείς λάβη τον στέφανον σου. ο νικών, ποιήσω αυτόν στύλον εν τω ναώ του θεού μου, και έχω ουμή εξέλθη έτι. και γράψω επ αυτού το όνομα του θεού μου και το όνομα της πόλεως του θεού μου της καινής ιερουσαλήμ, η καταβαίνει εκ του ουρανού από του θεού μου, και το όνομα μου το καινόν. ο έχων ους ακουσάτω τι το πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις. και τω αγγέλω της εν λαοδικεία εκκλησίας γράψον τάδε λέγει ο αμήν ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός, η αρχή της κτίσεως του θεού. οίδα σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός ει ούτε ζεστός, όφελον ψυχρός ης η ζεστός, ούτως ότι χλιαρός ει, και ου ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματος μου, ότι λέγεις πλούσιος ειμί και πεπλούτηκα, και ουδενός χρείαν έχω, και ουκ οίδας ότι συ ει ο ταλαίπωρος και ο ελεεινός και πτωχός και τυφλός και γυμνός. συμβουλεύω σοι αγοράσαι χρυσίον παρ εμού πεπυρωμένον εκ πυρός ίνα πλουτήσης, και ιμάτια λευκά ίνα περιβάλη, μη φανερωθή η αισχύνη της γυμνότητος σου, και κολούριον έγχρισον επί τους οφθαλμούς σου, ίνα βλέπης. εγώ όσους εάν φιλώ, ελέγχω και παιδεύω. ζήλωσον ουν και μετανόησον. ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω. εάν τις ακούση της φωνής μου, και ανοίξη την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν, και δειπνήσω μετ αυτού, και αυτός μετ εμού. ο νικών δώσω αυτώ καθίσαι μετ εμού εν τω θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του πατρός μου εν τω θρόνω αυτού. ο έχων ους ακουσάτω τι το πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις.

Chapter 4

Μετά ταύτα είδον, και ιδού θύρα ανεωγμένη εν τω ουρανώ, και η φωνή η πρώτη ην ήκουσα ως σάλπιγγος λαλούσης μετ εμού λέγουσα. ανάβα ώδε και δείξω σοι α δει γενέσθαι μετά ταύτα. και ευθέως εγενόμην εν πνεύματι. και ιδού θρόνος έκειτο εν τω ουρανώ, και επί του θρόνου καθήμενος όμοιος οράσει λίθω ιάσπιδι και σαρδίω, και ίρις κυκλόθεν του θρόνου ομοία οράσει σμαραγδίνω, και κυκλόθεν του θρόνου θρόνοι εικοσιτέσσαρες. και επί τους θρόνους είδον τους εικοσιτέσσαρας πρεσβυτέρους καθημένους περιβεβλημένους εν ιματίοις λευκοίς, και επί τας κεφαλάς αυτών στεφάνους χρυσούς. και εκ του θρόνου εκπορεύονται αστραπαί και φωναί και βρονταί, και επτά λαμπάδες πυρός καιόμεναι ενώπιον του θρόνου αυτού, αι εισίν επτά πνεύματα του θεού. και ενώπιον του θρόνου ως θάλασσα υελίνη ομοία κρυστάλλω, και εν μέσω του θρόνου και κύκλω του θρόνου τέσσαρα ζώα γέμοντα οφθαλμών έμπροσθεν και όπισθεν. και το ζώον το πρώτον όμοιον λέοντι, και το δεύτερον ζώον όμοιον μόσχω, και το τρίτον ζώον έχον το πρόσωπον ως άνθρωπος, και το τέταρτον ζώον όμοιον αετώ πετωμένω. και τέσσαρα ζώα εν καθέν αυτών έχον ανά πτέρυγας εξ κυκλόθεν και έσωθεν γέμουσιν οφθαλμών, και ανάπαυσιν ουκ έχουσιν ημέρας και νυκτός, λέγοντα. άγιος άγιος άγιος, άγιος άγιος άγιος, άγιος άγιος άγιος, κύριος ο θεός ο παντοκράτωρ, ο ην, και ο ων, και ο ερχόμενος. και όταν δώσει τα ζώα δόξαν και τιμήν και ευχαριστίαν τω καθημένω επί του θρόνου τω ζώντι εις τους αιώνας των αιώνων, πεσούνται οι εικοσιτέσσαρες πρεσβύτεροι ενώπιον του καθημένου επί του θρόνου, και προσκυνήσουσι τω ζώντι εις τους αιώνας των αιώνων, και βάλλουσι τους στεφάνους αυτών ενώπιον του θρόνου, λέγοντες. άξιος ει ο κύριος και ο θεός ημών ο άγιος λαβείν την δόξαν και την τιμήν και την δύναμιν, ότι συ έκτισας τα πάντα, και διά το θέλημα σου εισί και εκτίσθησαν.

Chapter 5

Και είδον επί την δεξιάν του καθημένου απί του θρόνου βιβλίον γεγραμμένον έσωθεν και έξωθεν, κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά. και είδον άγγελον ισχυρόν κηρύσσοντα φωνή μεγάλη. τις άξιος ανοίξαι το βιβλίον και λύσαι τας σφραγίδας αυτού. και ουδείς εδύνατο εν τω ουρανώ ουδέ επί της γης ουδέ υποκάτω της γης ανοίξαι το βιβλίον, ουδέ βλέπειν αυτό. και εγώ έκλαιον πολύ, ότι ουδείς άξιος ευρέθη ανοίξαι και αναγνώναι το βιβλίον, ούτε βλέπειν αυτό. και εις εκ των πρεσβυτέρων λέγει μοι. μη κλαίε. ιδού ενίκησεν ο λέων ο εκ της φυλής ιούδα η ρίζα δαυίδ, ανοίξαι το βιβλίον και τας επτά σφραγίδας αυτού. και είδον και ιδού εν μέσω του θρόνου και των τεσσάρων ζώων και εν μέσω των πρεσβυτέρων αρνίον εστηκός ως εσφαγισμένον, έχον κέρατα επτά και οφθαλμούς επτά, α εισί τα επτά πνεύματα του θεού αποστελλόμενα εις πάσαν την γην. και ήλθε και είληφε εκ της δεξιάς του καθημένου επί του θρόνου βιβλίον. και ότε έλαβε το βιβλίον τα τέσσαρα ζώα και εικοσιτέσσαρες πρεσβύτεροι έπεσον ενώπιον του αρνίου, έχοντες έκαστος κιθάρας και φιάλας χρυσάς γεμούσας θυμιαμάτων, αι εισίν αι προσευχαί των αγίων, και άδουσιν ωδήν καινήν λέγοντες. άξιος ει λαβείν το βιβλίον και ανοίξαι τας σφραγίδας αυτού, ότι εσφάγης, και ηγόρασας τω θεώ ημάς εν τω αίματι σου εκ πάσης φυλής και γλώσσης και λαού και έθνους, και εποίησας αυτούς τω θεώ ημών βασιλείς και ιερείς, και βασιλεύουσιν επί της γης. και είδον και ήκουσα ως φωνήν αγγέλων πολλών κύκλω του θρόνου και των ζώων και των πρεσβυτέρων, και ην ο αριθμός αυτών μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων, λέγοντες φωνή μεγάλη, άξιον εστί το αρνίον το εσφαγισμένον λαβείν την δύναμιν και πλούτον και σοφίαν και ισχύν και τιμήν και δόξαν και ευλογίαν, και παν κτίσμα ο εστίν εν τω ουρανώ και επί της γης και υποκάτω της γης, και επί της θαλάσσης α εστί, και τα εν αυτοίς, πάντας ήκουσα λέγοντας τω καθημένω επί του θρόνου και τω αρνίω. η ευλογία και η τιμή και η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων αμήν. και τα τέσσαρα ζώα λέγοντα το αμήν. και οι πρεσβύτεροι έπεσον και προσεκύνησαν. {}

Chapter 6

Και είδον ότι ήνοιξε το αρνίον μίαν εκ των επτά σφραγίδων, και ήκουσα ενός εκ των τεσσάρων ζώων λέγοντος ως φωνή βροντής. έρχου και είδον. και ιδού ίππος λευκός, και ο καθήμενος επ αυτόν έχων τόξον, και εδόθη αυτώ στέφανος, και εξήλθε νικών, και ίνα νικήση. και ότι ήνοιξε την δευτέραν σφραγίδα, ήκουσα του δευτέρου ζώου λέγοντος. έρχου. και εξήλθεν άλλος ίππος πυρρός, και τω καθημένω επ αυτόν εδόθη αυτώ λαβείν την ειρήνην εκ της γης ίνα αλλήλους σφάξωσι, και εδόθη αυτώ μάχαιρα μεγάλη. και ότε ήνοιξε την σφραγίδα την τρίτην, ήκουσα του τρίτου ζώου λέγοντος. έρχου και είδον. και ιδού ίππος μέλας, και ο καθήμενος επ αυτόν έχον ζυγόν εν τη χειρί αυτού. και ήκουσα φωνήν εν μέσω των τεσσάρων ζώων λέγουσαν. χοίνιξ σίτου δηναρίου, και τρείς χοίνικες κριθής δηναρίου, και το έλαιον και τον οίνον μη αδικήσης. και ότε ήνοιξε την τετάρτην σφραγίδα, ήκουσα φωνήν του τετάρτου ζώου λέγοντος. έρχου και είδον, και ιδού ίππος χλωρός, και ο καθήμενος επάνω αυτού όνομα αυτώ θάνατος, και ο άδης ακολουθεί μετ αυτού, και εδόθη αυτώ εξουσία επί το τέταρτον της γης αποκτείναι εν ρομφαία και εν λιμώ και εν θανάτω, και υπό των θηρίων της γης. και ότε ήνοιξε την πέμπτην σφραγίδα, είδον υποκάτω του θυσιαστηρίου τας ψυχάς των ανθρώπων των εσφαγισμένων διά τον λόγον του θεού και διά την μαρτυρίαν του αρνίου ην είχον, και έκραξαν φωνή μεγάλη λέγοντες. έως πότε ο δεσπότης ο άγιος και αληθινός ου κρίνεις και εκδικείς το αίμα ημών εκ των κατοικούντων επί της γης. και εδόθη αυτοίς {} ίνα αναπαύσωνται έτι χρόνον, έως ου πληρωθώσι και οι σύνδουλοι αυτών και οι αδελφοί αυτών, οι μέλλοντες αποκτείνεσθαι ως και αυτοί. και είδον και ότε ήνοιξε την σφραγίδα την έκτην, και σεισμός μέγας εγένετο, και ο ήλιος μέλας εγένετο ως σάκκος τρίχινος, και η σελήνη εγένετο ως αίμα, και οι αστέρες του ουρανού έπεσον εις την γην, ως συκή βάλλει τους ολύνθους αυτής υπό μεγάλου ανέμου σειομένη. και ο ουρανός απεχωρίσθη ως βιβλίον ελισσόμενον, και παν όρος και νήσος εκ των τόπων αυτών εκινήθησαν, και οι βασιλείς της γης και οι μεγιστάνες και οι χιλίαρχοι και οι πλούσιοι και οι ισχυροί και πας δούλος και πας ελεύθερος έκρυψαν εαυτούς εις τα σπήλαια και εις τας πέτρας των ορέων, και λέγουσι τοις όρεσι και ταις πέτραις πέσετε εφ ημάς και κρύψατε ημάς από προσώπου του καθημένου επί του θρόνου και από της οργής του αρνίου, ότι ήλθεν η ημέρα η μεγάλη της οργής αυτού, και τις δύναται σταθήναι.

Chapter 7

Και μετά τούτο είδον τέσσαρας αγγέλους εστώτας επί τας τεσσάρας γωνίας της γης, κρατούντας τους τέσσαρας ανέμους της γης, ίνα μη πνέη άνεμος επί της γης μήτε επί της θαλάσσης μήτε επί παν δένδρον. και είδον άλλον άγγελον αναβαίνοντα από ανατολής ηλίου, έχοντα σφραγίδα θεού ζώντος, και έκραξε φωνή μεγάλη τοις τέσσαρσιν αγγέλοις, οις εδόθη αυτοίς αδικήσαι την γην και την θάλασσαν, λέγων. μη αδικήσατε την γην μήτε την θάλασσαν μήτε τα δένδρα, άχρις ου σφραγίσωμεν τους δούλους του θεού ημών επί των μετόπων αυτών. και ήκουσα των αριθμών των εσφραγισμένων εκατόν και τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες εσφραγισμένοι, εκ πάσης φυλής υιών ισραήλ. εκ φυλής ιούδα, δώδεκα χιλιάδες εσφραγισμένοι· εκ φυλής ρουβείν, δώδεκα χιλιάδες. εκ φυλής γαδ, δώδεκα χιλιάδες. εκ φυλής ασήρ, δώδεκά χιλιάδες. εκ φυλής νεφθαλείμ, δώδεκα χιλιάδες. εκ φυλής μανασή δώδεκα χιλιάδες. εκ φυλής συμεών, δώδεκα χιλιάδες. εκ φυλής λευί, δώδεκα χιλιάδες. εκ φυλής ισαχάρ, δώδεκα χιλιάδες. εκ φυλής ζαβουλών, δώδεκα χιλιάδες. εκ φυλής ιωσήφ, δώδεκα χιλιάδες. εκ φυλής βενιαμίν, δώδεκα χιλιάδες εσφραγισμένοι. μετά ταύτα είδον, και ιδού όχλος πολύς ον αριθμήσαι ουδείς εδύνατο εκ παντός έθνους και φυλών και λαών και γλωσσών, εστώτες ενώπιον του θρόνου και ενώπιον του αρνίου, περιβεβλημένοι στολάς λευκάς, και φοίνικες εν ταις χερσίν αυτών, και κράζουσι φωνή μεγάλη λέγοντες. η σωτηρία τω θεώ ημών τω καθημένω επί του θρόνου και τω αρνίω. και πάντες οι άγγελοι ειστήκεισαν κύκλω του θρόνου και των πρεσβυτέρων και των τεσσάρων ζώων, και έπεσον ενώπιον του θρόνου επί τα πρόσωπα αυτών, και προσεκύνησαν τω θεώ, λέγοντες αμήν. η ευλογία και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία και η τιμή και η δύναμις και ισχύς τω θεώ ημών εις τους αιώνας των αιώνων αμήν. και απεκρίθη εις εκ των πρεσβυτέρων λέγων μοι. ούτοι οι περιβεβλημένοι τας στολάς τας λευκάς τίνες εισί, και πόθεν ήλθον. και είπον αυτώ. κύριε μου συ οίδας. και είπε μοι. ούτοι εισίν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης, και έπλυναν τας στολάς αυτών, και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου. διατούτο εισίν ενώπιον του θρόνου του θεού, και λατρεύουσιν αυτώ ημέρας και νυκτός εν τω ναώ αυτού, και ο καθήμενος επί τω θρόνω σκηνώσει επ αυτούς. ου πινάσουσιν έτι, ουδέ διψήσουσιν έτι, ουδ ουμή πέση επ αυτούς ο ήλιος ουδέ παν καύμα, ότι το αρνίον το ανά μέσον του θρόνου ποιμανεί αυτούς, και οδηγήσει αυτούς επί ζωής πηγάς υδάτων, και εξαλείψει ο θεός πάν δάκρυον εκ των οφθαλμών αυτών.

Chapter 8

Και ότε ήνοιξε την σφραγίδα την εβδόμην, εγένετο σιγή εν τω ουρανώ ως ημιώριον. και είδον τους επτά αγγέλους, οι ενώπιον του θεού εστήκασι, και εδόθησαν αυτοίς επτά σάλπιγγες. και άλλος άγγελος ήλθε, και εστάθη επί του θυσιαστηρίου, έχων λιβανωτόν χρυσούν, και εδόθη αυτώ θυμιάματα πολλά. ίνα δώση ταις προσευχαίς των αγίων πάντων επί το θυσιαστήριον το χρυσούν το ενώπιον του θρόνου. και ανέβη ο καπνός των θυμιαμάτων ταις προσευχαίς των αγίων εκ χειρός του αγγέλου ενώπιον του θεού. και είληφεν ο άγγελος τον λιβανωτόν, και εγέμισεν αυτόν εκ του πυρός του θυσιαστηρίου, και έβαλεν εις την γην, και εγένοντο φωναί και βρονταί και αστραπαί και σεισμός. και οι επτά άγγελοι οι έχοντες τας επτά σάλπιγγας ητοίμασαν εαυτούς ίνα σαλπίσωσι. και ο πρώτος εσάλπισε, και εγένετο χάλαζα και πυρ μεμιγμένα εν αίματι και εβλήθη εις την γην. και το τρίτον της γης κατεκάη, {} και πας χόρτος χλωρός κατεκάη. και ο δεύτερος άγγελος εσάλπισε, και ως όρος μέγα καιόμενον εβλήθη εις την θάλασσαν. και εγένετο το τρίτον της θαλάσσης αίμα, και απέθανε το τρίτον των κτισμάτων εν τη θαλάσση, τα έχοντα ψυχάς, και το τρίτον των πλοίων διεφθάρησαν. και ο τρίτος άγγελος εσάλπισε, και έπεσεν εκ του ουρανού αστήρ μέγας καιόμενος ως λαμπάς, και έπεσεν επί το τρίτον των ποταμών, και επί τας πηγάς των υδάτων, και το όνομα του αστέρος λέγεται ο άψινθος, και εγένετο το τρίτον των υδάτων εις άψινθον, και πολλοί των ανθρώπων απέθανον εκ των υδάτων, ότι επικράνθησαν. και ο τέτταρτος άγγελος εσάλπισε, και επλήγη το τρίτον του ηλίου και το τρίτον της σελήνης και το τρίτον των αστέρων, ίνα σκοτισθή το τρίτον αυτών, και η ημέρα μη φαίνη το τρίτον αυτής, και η νυξ ομοίως. και είδον και ήκουσα ενός αετού πετομένου εν μεσουρανήματι λέγοντος φωνή μεγάλη τρις. ουαί, ουαί, ουαί, τοις κατοικούσιν επί της γης εκ των λοιπών φωνών της σάλπιγγος των τριών αγγέλων των μελλόντων σαλπίζειν.

Chapter 9

Και ο πέμπτος άγγελος εσάλπισε, και είδον αστέρα εκ του ουρανού πεπτωκότα εις την γην, και εδόθη αυτώ η κλείς του φρέατος της αβύσσου, και ήνοιξε το φρέαρ της αβύσσου. και ανέβη καπνός εκ του φρέατος ως καπνός καμίνου καιομένης, και εσκοτίσθη ο ήλιος, και ο αήρ εκ του καπνού του φρέατος. και εκ του καπνού εξήλθον ακρίδες εις την γην, και εδόθη αυταίς εξουσία ως έχουσιν εξουσίαν οι σκορπίοι της γης. και ερρέθη αυτοίς ίνα μη αδικήσωσι τον χόρτον της γης, ουδέ παν χλωρόν, ουδέ παν δένδρον, ειμή τους ανθρώπους μόνους, οίτινες ουκ έχουσι την σφραγίδα του θεού επί των μετώπων αυτών. και εδόθη αυταίς ίνα μη αποκτείνωσιν αυτούς, αλλ ίνα βασανίσωσι μήνας πέντε, και ο βασανισμός αυτών ως βασανισμός σκορπίου όταν πλήξη άνθρωπον. και εν ταις ημέραις εκείναις ζητούσιν οι άνθρωποι τον θάνατον, και ουμή ευρήσουσιν αυτόν, και επιθυμήσουσιν αποθανείν, και φεύξεται απ αυτών ο θάνατος. και τα ομοιώματα των ακρίδων όμοια ίπποις ητοιμασμένα εις πόλεμον, και επί τας κεφαλάς αυτών ως στέφανοι χρυσοί, και τα πρόσωπα αυτών ως πρόσωπα ανθρώπων. και είχον τρίχας ως τρίχας γυναικών, και οι οδόντες αυτών ως λεόντων ήσαν, και είχον θώρακας ως θώρακας σιδηρους, και η φωνή των πτερύγων αυτών ως φωνή αρμάτων ίππων πολλών τρεχόντων εις πόλεμον, και έχουσιν ουράς ομοίας σκορπίοις και κέντρα, και εν ταις ουραίς αυτών εξουσίαν έχουσι του αδικήσαι τους ανθρώπους μήνας πέντε. έχουσαι βασιλέα επ αυτών άγγελον της αβύσσου, όνομα αυτώ εβραϊστί αββαδών, εν δε τη ελληνική όνομα έχει ο απολλύων. {} η ουαί η μία απήλθεν, ιδού έρχεται έτι δύο ουαί μετά ταύτα. και ο έκτος άγγελος εσάλπισε, και ήκουσα φωνήν μίαν εκ των τεσσάρων κεράτων του θυσιαστηρίου του χρυσού του ενώπιον του θεού, λέγουσαν τω έκτω αγγέλω ο εχων την σάλπιγγα, λύσον τους τέσσαρας αγγέλους τους δεδεμένους επί τω ποταμώ τω μεγάλω ευφράτη. και ελύθησαν οι τέσσαρες άγγελοι οι ητοιμασμένοι εις την ώραν και μήνα και ενιαυτόν, ίνα αποκτείνωσι το τρίτον των ανθρώπων. και ο αριθμός των στρατευμάτων του ίππου μυριάδες μυριάδων, ήκουσα τον αριθμόν αυτών. και ούτως είδον τους ίππους εν τη ωράσει, και τους καθημένους επ αυτών έχοντας θώρακας πυρίνους και ιακινθίνους και θειώδεις, και αι κεφαλαί των ίππων ως κεφαλαί λεόντων, και εκ των στομάτων αυτών εκπορεύεται πυρ και καπνός και θείον. από των τριών πληγών τούτων απεκτάνθησαν το τρίτον των ανθρώπων εκ του πυρός και του καπνού και του θείου του εκπορευομένου εκ των στομάτων αυτών. η γαρ εξουσία των ικ´ππων εν τω στόματι αυτών εστί και εν ταις ουραίς αυτών. αι γαρ ουραί αυτών όμοιοι όφεσιν έχουσαι κεφαλάς, και εν αυταίς αδικούσι. και οι λοιποί των ανθρώπων οι ουκ απεκτάνθησαν εν ταις πληγαίς ταύταις, ου μετενόησαν εκ των έργων των χειρών αυτών, ίνα μη προσκυνήσωσι τα δαιμόνια, και τα είδωλα τα χρυσά, και τα αργυρά, και τα χαλκά, και τα λίθινα, και τα ξύλινα, α ούτε βλέπειν δύναται, ούτε ακούειν, ούτε περιπατείν, και ου μετενόησαν εκ των φόνων αυτών, ούτε εκ των φαρμακιών αυτών, ούτε εκ της πορνείας αυτών, ούτε εκ των κλεμμάτων αυτών.

Chapter 10

Και είδον άγγελον ισχυρόν καταβαίνον τα εκ του ουρανού περιβεβλημένον νεφέλην, και η ίρις επί της κεφαλής αυτού. και το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, και οι πόδες αυτού ως στύλοι πυρός. και είχεν εν τη χειρί αυτού βιβλιδάριον ανεωγμένον, και έθηκε τον πόδα αυτού τον δεξιόν επί της θαλάσσης, τον δε ευώνυμον επί της γης, και έκραξε φωνή μεγάλη ώσπερ λέων μυκάται. και ότε έκραξεν ελάλησαν αι επτά βρονταί τας εαυτών φωνάς, και ότε ελάλησαν αι επτά βρονταί, έμελλον γράφειν και ήκουσα φωνήν εκ του ουρανού λέγουσαν. σφράγισον α ελάλησαν αι επτά βρονταί και μετά ταύτα γράφεις. και ο άγγελος ον είδον εστώτα επί της θαλάσσης και επί της γης ήρε την χείρα αυτού την δεξιάν εις τον ουρανόν, και ώμοσεν εν τω ζώντι εις τους αιώνας των αιώνων, ος έκτισε τον ουρανόν και τα εν αυτώ, και την γην και τα εν αυτή, και την θάλασσαν και τα εν αυτή, ότι χρόνος ουκ έτι έσται, αλλ εν ταις ημέραις της φωνής του εβδόμου αγγέλου όταν μέλλη σαλπίζειν τελεσθή το μυστήριον του θεού, ο ευηγγελίσατο τους δούλους αυτού τους προφήτας. και η φωνή ην ήκουσα εκ του ουρανού πάλιν λαλούσα μετ εμού και λέγουσα. ύπαγε λάβε το βιβλιδάριον το ανεωγμένον εν τη χειρί του αγγέλου του εστώτος επί της θαλάσσης και επί της γης, και απήλθον προς τον άγγελον λέγων αυτώ. δος μοι το βιβλιδάριον, και λέγει μοι. λάβε και κατάφαγε αυτό, και πικρανεί σου την κοιλίαν, αλλ εν τω στόματι σου έσται γλυκύ ως μέλι. και έλαβον το βιβλιδάριον εκ της χειρός του αγγέλου, και κατέφαγον αυτό, και ην εν τω στόματι μου ως μέλι γλυκύ, και ότε έφαγον αυτό επικράνθη η κοιλία μου, και λέγει μοι. δει σε πάλιν προφητεύσαι επί λαοίς και επί έθνεσι και γλώσσαις και βασιλεύσι πολλοίς.

Chapter 11

Και εδόθη μοι κάλαμος όμοιος ράβδω, και ειστήκει ο άγγελος λέγων. έγειραι και μέτρησον τον ναόν του θεού και το θυσιαστήριον και τους προσκυνούντας εν αυτώ. και την αυλήν την έξωθεν του ναού έκβαλε έξωθεν, και μη αυτήν μετρήσεις, ότι εδόθη τοις έθνεσι, και την πόλιν την αγίαν πατήσουσι μήνας τεσσαρακονταδύο, και δώσω τοις δυσί μάρτυσι μου και προφητεύσουσιν ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα περιβεβλημένοι σάκκους. ούτοι εισίν αι δύο ελαίαι και αι δύο λυχνίαι αι ενώπιον του κυρίου της γης εστώσαι, και είτις αυτούς θέλει αδικήσαι, πυρ εκπορεύεται εκ του στόματος αυτών, και κατεσθίει τους εχθρούς αυτών, και είτις θέλει αυτούς αδικήσαι, ούτως δει αυτόν αποκτανθήναι. ούτοι έχουσιν εξουσίαν κλείσαι τον ουρανόν ίνα μη υετός βρέχη τας ημέρας της προφητείας αυτών, και εξουσίαν έχουσιν επί των υδάτων στρέφειν αυτά εις αίμα, και πατάξαι την γην εν πάση πληγή οσάκις εάν θελήσωσι. και όταν τελέσωσι την μαρτυρίαν αυτών, το θηρίον το αναβαίνον εκ της αβύσσου ποιήσει μετ αυτών πόλεμον, και νικήσει αυτούς και αποκτενεί αυτούς, και τα πτώματα αυτών επί της πλατείας της πόλεως της μεγάλης, ήτις καλείται πνευματικώς σώδομα και αίγυπτος, όπου και ο κύριος αυτών εσταυρώθη, και βλέπουσιν εκ των λαών και φυλών και γλωσσών και εθνών τα πτώματα αυτών ημέρας τρείς ήμισυ, και τα πτώματα αυτών ουχ αφήσουσι τεθήναι εις μνήμα, και οι κατοικούντες επί της γης χαίρουσιν επ αυτοίς, και ευφρανθήσονται, και δώρα πέμψουσιν αλλήλοις, ότι ούτοι οι δύο προφήται εβασάνισαν τους κατοικούντας επί της γης. και μετά τρείς ημέρας και ήμισυ πνεύμα ζωής εκ του θεού εισήλθεν επ αυτούς, και έστησαν επί τους πόδας αυτών, και φόβος μέγας επέπεσεν επί τους θεωρούντας αυτούς. και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του ουρανού λεγούσης αυτοίς. ανάβητε ώδε, και ανέβησαν εις τον ουρανόν εν τη νεφέλη, και εθεώρησαν αυτούς οι εχθροί αυτών. και εν εκείνη τη ημέρα εγένετο σεισμός μέγας, και το δέκατον της πόλεως έπεσε, και απεκτάνθησαν εν τω σεισμώ ονόματα ανθρώπων χιλιάδες επτά, και οι λοιποί έμφοβοι εγένοντο, και έδωκαν δόξαν τω θεώ του ουρανού. η ουαί η δευτέρα απήλθεν, η ουαί η τρίτη ιδού έρχεται ταχύ. και ο έβδομος άγγελος εσάλπισε, και εγένοντο φωναί μεγάλαι εν τω ουρανώ, λέγουσαι. εγένετο η βασιλεία του κόσμου του κυρίου ημών και του χριστού αυτού, και βασιλεύσει εις τους αιώνας των αιώνων. και οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι οι ενώπιον του θεού καθήμενοι επί τους θρόνους αυτών, έπεσον επί τα πρόσωπα αυτών, και προσεκύνησαν τω θεώ, λέγοντες. ευχαριστούμεν σοι κύριε ο θεός ο παντοκράτωρ, ο ων, και ο ην, και ο ερχόμενος, ότι είληφας την δύναμιν σου την μεγάλην και εβασίλευσας. και τα έθνη ωργίσθησαν, και ήλθεν η αργή σου, και ο καιρός των νεκρών κριθήναι και δούναι τον μισθόν τοις δούλοις σου τοις προφήταις και τοις αγίοις και τοις φοβουμένοις το όνομα σου τοις μικροίς και τοις μεγάλοις, και διαφθείραι τους διαφθείροντας την γην. και ηνοίγη ο ναός του θεού εν τω ουρανώ, και ώφθη η κιβωτός της διαθήκης του κυρίου εν τω ναώ αυτού, και εγένοντο αστραπαί και φωναί και βρονταί και χάλαζα μεγάλη.

Chapter 12

Και σημείον μέγα ώφθη εν τω ουρανώ. γυνή περιβεβλημένη τον ήλιον, και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής, και επί της κεφαλής αυτής στέφανος αστέρων δώδεκα, και εν γαστρί έχουσα, έκραζεν ωδίνουσα και βασανιζομένη τεκείν. και ώφθη άλλο σημείον εν τω ουρανώ. και ιδού δράκων μέγας πυρρός έχων κεφαλάς επτά και κέρατα δέκα, και επί τας κεφαλάς αυτού επτά διαδήματα, και η ουρά αυτού σύρει το τρίτον των αστέρων του ουρανού, και έβαλεν αυτούς εις την γην. και ο δράκων έστηκεν ενώπιον της γυναικός της μελούσης τίκτειν, ίνα όταν τέκη το τέκνον αυτής καταφάγη. και έτεκεν υιόν άρρενα, ος μέλλει ποιμανείν πάντα τα έθνη εν ράβδω σιδηρά. και ηρπάγη το τέκνον αυτής πρός τον θεόν και προς τον θρόνον αυτού, και η γυνή έφυγεν εις την έρημον, όπου έχει εκεί τόπον ητοιμασμένον από του θεού, ίνα εκεί εκτρέφωσιν αυτήν ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα. και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ. ο μιχαήλ και οι άγγελοι αυτού του πολεμήσαι μετά του δράκοντος, και ο δράκων επολέμησε και οι άγγελοι αυτού, και ουκ ίσχυσεν, ουδέ τόπος ευρέθη αυτώ έτι εν τω ουρανώ. και εβλήθη ο δράκων ο μέγας ο όφις ο αρχαίος ο καλούμενος διάβολος, και σατανάς ο πλανών την οικουμενήν όλην εβλήθη εις την γην, και οι άγγελοι αυτού μετ αυτού εβλήθησαν. και ήκουσα φωνήν μεγάλην εν τω ουρανώ λέγουσαν. άρτι εγένετο η σωτηρία και η δύναμις και η βασιλεία του θεού ημών και η εξουσία του χριστού αυτού, ότι κατεβλήθη ο κατήργορος των αδελφών ημών, ο κατηγορών αυτών ενώπιον του θεού ημών ημέρας και νυκτός. και αυτοί ενίκησαν αυτόν διά το αίμα του αρνίου και διά τον λόγον της μαρτυρίας αυτών, και ουκ ηγάπησαν την ψυχήν αυτών άχρι θανάτου. διατούτο ευφραίνεσθε οι ουρανοί και οι εν αυτοίς σκηνούντες. ουαί τη γη και τη θαλάσση, ότι κατέβη ο διάβολος προς υμάς, έχων θυμόν μέγαν, ειδώς ότι ολίγον καιρόν έχει. και ότε είδεν ο δράκων ότι εβλήθη εις γην, εδίωξε την γυναίκα, ήτις έτεκε τον άρρενα και εδόθησαν τη γυναικί δύο πτέρυγες του αετού του μεγάλου, ίνα πέτηται εις την έρημον εις τον τόπον αυτής, όπως τρέφηται εκεί καιρόν και καιρούς και ήμισυ καιρού από προσώπου του όφεως. και έβαλεν ο όφις εκ του στόματος αυτού οπίσω της γυναικός ύδωρ ως ποταμόν, ίνα αυτήν ποταμοφόρητον ποιήση. και εβοήθησεν η γη τη γυναικί, και ήνοιξεν η γη το στόμα αυτής, και κατέπιε τον ποταμόν ον εβαλεν ο δράκων εκ του στόματος αυτού. και οργίσθη ο δράκων επί τη γυναικί, και απήλθε ποιήσαι πόλεμον μετά των λοιπών του σπέρματος αυτής των τηρούντων τας εντολάς του θεού, και εχόντων την μαρτυρίαν του ιησού. και εστάθην επί την άμμον της θαλάσσης{}

Chapter 13

Και είδον εκ της θαλάσσης θηρίον αναβαίνον έχον κέρατα δέκα και κεφαλάς επτά, και επί των κεράτων αυτού δέκα διαδήματα, και επί τας κεφαλάς αυτού ονόματα βλασφημίας και το θηρίον ο είδον ην όμοιον παρδάλει, και οι πόδες αυτού ως άρκτου, και το στόμα αυτού ως στόμα λέοντος. και έδωκεν αυτώ ο δράκων την δύναμιν αυτού και τον θρόνον αυτού και εξουσίαν μεγάλην. και μίαν εκ των κεφαλών αυτού ωσεί εσφαγμένην εις θάνατον, και η πληγή του θανάτου αυτού εθεραπεύθη. και εθαύμασεν όλη η γη οπίσω του θηρίου. και προσεκύνησαν τω δράκοντι τω δεδωκότι την εξουσίαν τω θηρίω και προσεκύνησαν τω θηρίω, λέγοντες τις όμοιος τω θηρίω, και τις δυνατός πολεμήσαι μετ αυτού. και εδόθη αυτώ στόμα λαλούν μεγάλα και βλασφημίαν, και εδόθη θυτώ εξουσία πόλεμον ποιήσαι μήνας τεσσάρακοντα δύο. και ήνοιξε το στόμα αυτού εις βλασφημίαν προς τον θεόν βλασφημήσαι το όνομα αυτού και την σκηνήν αυτού και τους εν τω ουρανώ σκηνούντας. και εδόθη αυτώ ποιήσαι πόλεμον μετά των αγίων και νικήσαι αυτούς. και εδόθη αυτώ εξουσία επί πάσαν φυλήν και γλώσσαν και έθνος, και προσκυνήσουσιν αυτώ πάντες οι κατοικούντες επί της γης, ων ου γέγραπται το όνομα εν τω βιβλίω της ζωής του αρνίου του εσφαγμένου από καταβολής κόσμου. είτις έχει ους ακουσάτω. είτις έχει αιχμαλωσίαν υπάγει, είτις εν μαχαίρα αποκτενεί, δει αυτόν εν μαχαίρα αποκτανθήναι. ώδε εστίν η υπομονή, και η πίστις των αγίων. και είδον άλλο θηρίον αναβαίνον εκ της γης, και είχε κέρατα δύο όμοια αρνίω. και ελάλει ως δράκων. και την εξουσίαν του πρώτου θηρίου πάσαν ποιεί ενώπιον αυτού, και εποίει την γην και τους εν αυτή κατοικούντας ίνα προσκυνήσωσι το θηρίον το πρώτον, ου εθεραπεύθη η πληγή του θανάτου αυτού. και ποιεί σημεία μεγάλα και πυρ, ίνα εκ του ουρανού καταβαίνη επί την γην ενώπιον των ανθρώπων. και πλανά τους εμούς τους κατοικούντας επί της γης διά τα σημεία, α εδόθη αυτώ ποιήσαι ενώπιον του θηρίου, λέγων τοις κατοικούσιν επί της γης ποιήσαι οικόνα τω θηρίω, ο είχε την πληγήν της μαχαίρας, και έζησε. και εδόθη αυτώ πνεύμα δούναι τη εικόνι του θηρίου, και ίνα λαλήση εικών του θηρίου, και ποιεί τους μη προσκυνούντας τη εικόνι του θηρίου ίνα αποκτανθώσι. και ποιεί πάντας τους μικρούς και τους μεγάλους και τους πλουσίους και τους πτωχούς και τους ελευθέρους και τους δούλους ίνα δώσιν αυτοίς χαράγματα επί της χειρός αυτών της δεξιάς, η επί των μετόπων αυτών, και ίνα μήτις δύνηται αγοράσαι η πωλήσαι, ειμή ο έχων το χάραγμα η το όνομα του θηρίου, η τον αριθμόν του ονόματος αυτού. ώδε η σοφία εστίν. ο έχων νουν ψηφισάτω τον αριθμόν του θηρίου. αριθμός γαρ ανθρώπου εστί, και ο αριθμός αυτού εστίν εξακόσιοι εξήκοντα εξ.

Chapter 14

Και είδον και ιδού αρνίον εστηκός επί το όρος σιών, και μετ αυτού εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες έχουσαι το όνομα αυτού και το όνομα του πατρός αυτού γεγραμμένον επί των μετώπων αυτών. και ήκουσα φωνήν εκ του ουρανού ως φωνήν υδάτων πολλών και ως φωνήν βροντής μεγάλης, και η φωνή ην ήκουσα ως κιθαρωδών κιθαριζόντων εν ταις κιθάραις αυτών, και άδουσιν ωδήν καινήν ενώπιον του θρόνου και ενώπιον των τεσσάρων ζώων και των πρεσβυτέρων, και ουδείς εδύνατο μθείν την ωδήν, ειμή αι εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες οι ηγορασμένοι από της γης. ούτοι εισίν οι μετά γυναικών ουκ εμολύνθησαν, παρθένοι γαρ εισίν. ούτοι εισίν οι ακολουθούντες τω αρνίω όπου γαρ αν υπάγη. ούτοι υπό ιησού ηγοράσθησαν από των ανθρώπων απαρχή τω θεώ και τω αρνίω, και εν τω στόματι αυτών ουχ ευρέθη ψεύδος. άμωμοι γαρ εισί. και είδον άλλον άγγελον πετόμενον εν μεσουρανήματι έχοντα ευαγγέλιον αιώνιον ευαγγελίσασθαι τους καθημένους επί της γης και επί παν έθνος και φυλήν και γλώσσαν και λαόν, λέγων εν φωνή μεγάλη. φοβήθητε τον θεόν και δότε αυτώ δόξαν ότι ήλθεν η ώρα της κρίσεως αυτού, και προσκυνήσατε τω ποιήσαντι τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και πηγάς υδάτων. και άλλος άγγελος δεύτερος ηκολούθησε λέγων. έπεσεν έπεσε βαβυλών η μεγάλη, εκ του οίνου του θυμού της πορνείας αυτής πεπότικε πάντα τα έθνη. και άλλος άγγελος τρίτος ηκολούθησεν αυτοίς, λέγων εν φωνή μεγάλη. είτις προσκυνεί το θηρίον και την εικόνα αυτού, και λαμβάνει χάραγμα επί του μετώπου αυτού η επί την χείρα αυτού, και αυτός πίεται εκ του οίνου του θυμού του θεού του κεκρασμένου ακράτου εν τω ποτηρίω {} της οργής αυτού, και βασανισθήσεται εν πυρί και θείω ενώπιον των αγίων αγγέλων και ενώπιον του αρνίου. και ο καπνός του βασανισμού αυτων εις αιώνας αιώνων αναβαίνει και ουκ έχουσιν ανάπαυσιν ημέρας και νυκτός οι προσκυνούντες το θηρίον και την εικόνα αυτού, και είτις λαμβάνει το χάραγμα του ονόματος αυτού. ώδε υπομονή των αγίων εστίν, ώδε οι τηρούντες τας εντολάς του θεού και την πίστιν του ιησού, και ήκουσα φωνής εκ του ουρανού λεγούσης μοι. γράψον μακάριοι οι νεκροί οι εν κυρίω αποθνήσκοντες. απάρτι λέγει ναι το πνεύμα ίνα αναπαύσωνται εκ των κόπων αυτών. τα δε έργα αυτών ακολουθεί μετ αυτών. και είδον, και ιδού νεφέλη λευκή, και επί την νεφέλην καθήμενος όμοιος υιώ ανθρώπου, έχων επί της κεφαλής αυτού στέφανον χρυσούν, και εν τη χειρί αυτού δρέπανον οξύ, και άλλος άγγελος εξήλθεν εκ του ναού κράζων εν φωνή μεγάλη τω καθημένω επί της νεφέλης. πέμψον το δρέπανον σου και θέρισον, ότι ήλθεν η ώρα του θερίσαι, ότι εξηράνθη ο θερισμός της γης. και έβαλεν ο καθήμενος επί την νεφέλην το δρέπανον αυτού επί την γην, και εθερίσθη η γη. και άλλος άγγελος εξήλθεν εκ του ναού του εν τω ουρανώ, έχων και αυτός δρέπανον οξύ. και άλλος άγγελος εξήλθεν εκ του θυσιαστηρίου, έχων εξουσίαν επί του πυρός, και εφώνησε κραυγή μεγάλη τω έχοντι το δρέπανον το οξύ, λέγων. πέμψον σου το δρέπανον το οξύ, και τρύγησον τους βότρυας της αμπέλου της γης, ότι ήκμασαν αι σταφυλαί αυτής. και έβαλεν ο άγγελος το δρέπανον αυτού εις την γην, και ετρύγησε την άμπελον της γης, και έβαλεν εις την ληνόν του θυμού του θεού τον μέγαν. και επατήθη η ληνός έξωθεν της πόλεως, και εξήλθεν αίμα εκ της ληνού άχρι των χαλινών των ίππων από σταδίων χιλίων εξακοσίων.

Chapter 15

Και είδον άλλο σημείον εν τω ουρανώ μέγα και θαυμαστόν, αγγέλους επτά έχοντας πληγάς επτά τας εσχάτας, ότι εν αυταίς ετελέσθη ο θυμός του θεού. και είδον ως θάλασσαν υελίνην πυρί μεμιγμένην, και τους νικώντας εκ του θηρίου και εκ της εικόνος αυτού και εκ του αριθμού του ονόματος αυτού, εστώτας επί την θάλασσαν την υελίνην, έχοντας κιθάρας του θεού, και άδουσι την ωδήν μωϋσέος του δούλου του θεού και την ωδήν του αρνίου, λέγοντες. μεγάλα και θαυμαστά τα έργα σου κύριε ο θεός ο παντοκράτωρ, δίκαιαι και αληθιναί αι οδοί σου ο βασιλεύς των εθνών. τις ου μη φοβηθή σε κύριε, και δοξάση το όνομα σου, ότι μόνος άγιος ει, ότι πάντα τα έθνη ήξουσι και προσκυνήσουσιν ενώπιον σου, ότι τα δικαιώματα σου εφανερώθησαν. και μετά ταύτα είδον και ηνοίγη ο ναός της σκηνής του μαρτυρίου εν τω ουρανώ. και εξήλθον οι επτά άγγελοι οι έχοντες τας επτά πληγάς εκ του ουρανού, οι ήσαν ενδεδυμένοι λίνον και καθαρόν και λαμπρόν, και περιεσζωσμένοι περί τα στήθη ζώνας χρυσάς, και εν εκ των τεσσάρων ζώων έδωκε τοις επτά αγγέλοις επτά φιάλας χρυσάς γεμούσας του θυμού του θεού του ζώντος εις τους αιώνας των αιώνων. και εγεμίσθη ο ναός καπνού εκ της δόξης του θεού και εκ της δυνάμεως αυτού, και ουδείς ηδύνατο εισελθείν εις τον ναόν άχρι τελεσθώσιν αι επτά πληγαί των αγγέλων.

Chapter 16

Και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του ναού λεγούσης τοις επτά αγγέλοις. υπάγετε εκχέατε τας φιάλας του θυμού του θεού εις την γην. και απήλθεν ο πρώτος και εξέχεε την φιάλην αυτού επί την γην, και εγένετο έλκος κακόν και πονηρόν εις τους ανθρώπους τους έχοντας το χάραγμα του θηρίου και τους προσκυνούντας τη εικόνι αυτού. και ο δεύτερος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού εις την θάλασσαν, και εγένετο αίμα ως νεκρού, και πάσα ψυχή ζώσα απέθανεν εν τη θαλάσση. και ο τρίτος άγγελος εζέχεε την φιάλην αυτού εις τους ποταμούς και τας πηγάς των υδάτων, και εγένετο αίμα. και ήκουσα του αγγέλου των υδάτων λέγοντος. δίκαιος ει ο ων, και ο ην ο όσιος, ότι ταύτα έκρινας, ότι αίμα αγίων και προφητών εξέχεαν, και αίμα αυτοίς έδωκας πιείν άξιοι εισί και ήκουσα εκ του θυσιαστηρίου λέγοντος. ναι κύριε ο θεός ο παντοκράτωρ, αληθιναί και δίκαιαι αι κρίσεις σου και ο τέταρτος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ήλιον, και εδόθη αυτώ καυματίσαι τους ανθρώπους εν πυρί. και εκαυματίσθησαν οι άνθρωποι καύμα μέγα, και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι το όνομα του θεού του έχοντος την εξουσίαν επί τας πληγάς ταύτας, και ου μετενόησαν δούναι αυτώ δόξαν. και ο πέμπτος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον θρόνον του θηρίου, και εγένετο η βασιλεία αυτού εσκοτωμένη, και εμασσώντο τας γλώσσας αυτών εκ του πόνου, και εβλασφήμησαν τον θεόν του ουρανού εκ των πόνων αυτών και εκ των ελκών αυτών, και ου μετενόησαν εκ των έργων αυτών. και ο έκτος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ποταμόν τον μέγαν ευφράτην, και εξηράνθη το ύδωρ αυτού, ίνα ετοιμασθή η οδός των βασιλέων των από ανατολών ηλίου. και είδον εκ του στόματος του δράκοντος και εκ του στόματος του θηρίου και εκ του στόματος του ψευδοπροφήτου πνεύματα τρία ακάθαρτα ως βάτραχοι. εισί γαρ πνεύματα δαιμόνων ποιούντα σημεία, α εκπορεύεται επί τους βασιλείς της οικουμένης όλης, συναγαγείν αυτούς εις τον πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του θεού του παντοκράτωρος. ιδού έρχομαι ως κλέπτης. μακάριος ο γρηγορών και τηρών τα ιμάτια αυτού, ίνα μη γυμνός περιπατή, και βλέπωσι την ασχημοσύνην αυτού. και συνήγαγεν αυτούς εις τόπον τον καλούμενον εβραϊστί αρμαγεδών. και ο έβδομος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού εις τον αέρα, και εξήλθε φωνή μεγάλη από του ναού του ουρανού από του θρόνου λέγουσα. γέγονε. και εγένοντο αστραπαί και βρονται και φωναί, και σεισμός εγένετο μέγας οίος ουκ εγένετο αφού οι άνθρωποι εγένοντο επί της γης τηλικούτος σεισμός ούτω μέγας. και εγένετο η πόλις η μεγάλη εις τρία μέρη, και αι πόλεις των εθνών έπεσον. και βαβυλών η μεγάλη εμνήσθη ενώπιον του θεού, δούναι αυτή το ποτήριον του οίνου του θυμού της οργής αυτού. και πάσα νήσος έφυγε, και όρη ουχ ευρέθησαν. και χάλαζα μεγάλη ως ταλαντιαία καταβαίνει εκ του ουρανού επί τους ανθρώπους, και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι τον θεόν εκ της πληγής της χαλάζης, ότι μεγάλη εστίν η πληγή αυτής σφόδρα.

Chapter 17

Και ήλθεν εις εκ των επτά αγγέλων των εχόντων τας επτά φιάλας, και ελάλησε μετ εμού λέγων. δεύρο δείξω σοι το κρίμα της πόρνης της μεγάλης της καθημένης επί των υδάτων των πολλών, μεθ ης επόρνευσαν οι βασιλείς της γης, και εμεθύσθησαν οι κατοικούντες την γην εκ του οίνου της πορνείας αυτής. και απήνεγκε με εις έρημον εν πνεύματι και είδον γυναίκα καθημένην επί θηρίον κόκκινον γέμον ονομάτων βλασφημίας, έχον κεφαλάς επτά και κέρατα δεκα. και η γυνή ην περιβεβλημένη πορφύραν και κόκκινον, κεχρυσωμένη χρυσώ και λίθω τιμίω και μαργαρίταις, έχουσα χρυσούν ποτήριον εν τη χειρί αυτής γέμον βδελυγμάτων και τα ακάθαρτα της πορνείας αυτής. και επί το μέτωπον αυτής όνομα γεγραμμένον μυστήριον, βαβυλών η μεγάλη η μήτηρ των πόρνων και των βδελυγμάτων της γης. και είδον την γυναίκα μεθύουσαν εκ του αίματος των αγίων και εκ του αίματος των μαρτύρων ιησού. και εθαύμασα ιδών αυτήν θαύμα μέγα, και είπε μοι ο άγγελος· διατί εθαύμασα. εγώ σοι ερώ το μυστήριον της γυναικός και του θηρίου του βαστάζοντος αυτήν του έχοντος τας επτά κεφαλάς και τα δέκα κέρατα. το θηρίον ο είδες, ην και ουκ εστί, και μέλλει αναβαίνειν εκ της αβύσσου, και εις απώλειαν υπάγειν, και θαυμάσονται οι κατοικούντες επί της γης, ων ου γέγραπται τα ονόματα επί το βιβλίον της ζωής από καταβολής κόσμου, βλέποντες το θηρίον, ότι ην και ουκ εστί. και παρέσται. ώδε ο νούς ο έχων σοφίαν. αι επτά κεφαλαί επτά όρη εισίν, όπου η γυνή κάθηται επ αυτών, και βασιλείς επτά εισίν. οι πέντε έπεσον, ο εις εστίν, ο άλλος ούπω ήλθε. και όταν έλθη, ολίγον αυτόν δει μείναι. και το θηρίον ο ην και ουκ εσ´τι, και αυτός όγδοος εστί, και εκ των επτά εστί, και εις απώλειαν υπάγει. και τα δέκα κέρατα α είδες, δέκα βασιλείς εισίν, οίτινες βασιλείαν ούπω έλαβον, αλλ εξουσίαν ως βασιλείς μίαν ώραθν λαμβάνουσι μετά του θηρίου. ούτοι μίαν γνώμην έχουσι, και την δύναμιν και την εξουσίαν αυτών τω θηρίω διδόασιν. ούτοι μετά του αρνίου πολεμήσουσι, και το αρνίον νικήσει αυτούς, ότι κύριος κυρίων εστί και βασιλεύς βασιλέων, και οι μετ αυτού κλητοί και εκλεκτοί και πιστοί. και λέγει μοι. τα ύδατα α είδες ου η πόρνη κάθηται λαοί και όχλοι εισί, και έθνη και γλώσσαι, και τ δέκα κέρατα α είδες και το θηρίον, ούτοι μισήσουσι την πόρνην, και ηρημωμένην ποιήσουσιν αυτήν, και γυμνήν ποιήσουσιν αυτήν, και τας σάρκας αυτής φάγονται, κάι αυτήν κατακαύσουσιν εν πυρί. ο γαρ θεός έδωκεν εις τας καρδίας αυτών ποιήσαι την γνώμην αυτού, και ποιήσαι γνώμην μίαν, και δούναι την βασιλείαν αυτών τω θηρίω, άχρι τελεσθήσονται οι λόγοι του. θεού και η γυνή ην είδες εστίν η πόλις η μεγάλη η έχουσα βασιλείαν επί των βασιλέων της γης.

Chapter 18

Και μετά ταύτα είδον άλλον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού έχοντα εξουσίαν μεγάλην, και η γη εφωτίσθη εκ της δόξης αυτού, και έκραξεν εν ισχυρά φωνή, λέγων. έπεσεν έπεσε βαβυλών η μεγάλη, και εγένετο κατοικητήριον δαιμόνων και φυλακή παντός πνεύματος ακαθάρτου και φυλακή παντός ορνέου ακαθάρτου και μεμισημένου, ότι εκ του θυμού του οίνου της πορνείας αυτής πεπότικε πάντα τα έθνη, και οι βασιλείς της γης μετ αυτής επόρνευσαν. και οι έμποροι της γης εκ της δυνάμεως του στρήνους αυτής επλούτησαν. και ήκουσα άλλην φωνήν εκ του ουρανού λέγουσαν. εξέλθετε εξ αυτής ο λαός μου, ίνα μη συγκοινωνήσητε ταις αμαρτίαις αυτής, και εκ των πληγών αυτής ίνα μη λάβητε, ότι εκολλήθησαν αυτής αι αμαρτίαι άχρι του ουρανού, και εμνημόνευσεν αυτής ο θεός τα αδικήματα αυτής. απόδοτε αυτή, ως και αυτή απέδωκεν υμίν, και διπλώσατε αυτή διπλά κατά τα έργα αυτής. εν τω ποτηρίω ω εκέρασε, κεράσατε αυτή διπλούν. όσα εδόξασεν εαυτήν και εστρηνίασε, τοσούτον δότε αυτή βασανισμόν, ότι εν τη καρδία αυτής λέγει ότι κάθημαι βασίλισσα, και χήρα ουκ ειμί, και πένθος ουμή ίδω. διά τούτο εν μιά ημέρα ήξουσιν αι πληγαί αυτής θάνατος και πένθος και λιμός, και εν πυρί κατακαυθήσεται, ότι ισχυρός κύριος ο θεός ο κρίνας αυτήν. και κλαύσουσι και κόψονται επ αυτήν οι βασιλείς της γης, οι μετ αυτής πορνεύσαντες και στρηνιάσαντες, όταν βλέπωσι τον καπνόν της πυρώσεως αυτής, από μακρόθεν εστηκότες διά τον φόβον του βασανισμού αυτής, λέγοντες. ουαί ουαί η πόλις η μεγάλη βαβυλών η πόλις η ισχυρά, ότι μιά ώρα ήλθεν η κρίσις σου. και οι έμποροι της γης κλαίουσι και πενθούσιν επ αυτή, ότι τον γόμον αυτών ουδείς αγοράζει ουκέτι, γόμον χρυσού και αργύρου και λίθου τιμίου και μαργαρίτου και βύσσου και πορφυρού και σηρικού και κοκκίνου, και παν ξύλον θύινον και παν σκεύος ελεφάντινον και παν σκεύος εκ ξύλου τιμιωτάτου, και χαλκού και σιδήρου και μαρμάρου, και κινάμωμον και θυμιάματα, και μύρον και λίβανον, κάι οίνον και έλαιον, και σεμίδαλιν και σίτονκαι κτήνη και πρόβατα και ίππων και ραίδων και σωμάτων και ψυχάς ανθρώπων. και η οπώρα της επιθυμίας της ψυχής σου απήλθεν από σου, και πάντα τα λιπαρά και τα λαμπρά απώλοντο από σου, και ουκέτι ουμή ευρήσεις αυτά. οι έμποροι τούτων οι πλουτήσαντες απ αυτής από μακρόθεν στήσονται διά τον φόβον του βασανισμού αυτής, κλαίοντες και πενθούντες και λέγοντες ουαί ουαί η πόλις η μεγάλη η περιβεβλημένη βύσσινον και πορφυρούν και κόκκινον, και κεχρυσωμένη εν χρυσώ και λίθω τιμίω και μαργαρίταις, ότι μιά ώρα ηρημώθη ο τοσούτος πλούτος. και πας κυβερνήτης και πας ο επί των πλοίων πλέων και ναύται και όσοι την θάλασσαν εργάζονται, από μακρόθεν έστησαν, και έκραζον βλέποντες τον καπνόν της πυρώσεως αυτής, λέγοντες. τις ομοία τη πόλει τη μεγάλη. και έβαλον χούν επί τας κεφαλάς αυτών, και έκραζον κλαίοντες και πενθούντες και λέγοντες. ουαί ουαί η πόλις η μεγάλη εν η επλούτησαν πάντες οι έχοντες τα{} πλοία εν τη θαλάσση εκ της τιμιότητος αυτής, ότι μιά ώρα ηρημώθη. ευφραίνου επ αυτή ουρανέ και οι άγιοι και οι απόστολοι και οι προφήται, ότι έκρινεν ο θεός το κρίμα υμών εξ αυτής: και ήρεν εις άγγελος ισχυρός λίθον ως μύλον μέγαν, και έβαλεν εις την θάλασσαν λέγων. ούτως ορμήματι βληθήσεται βαβυλών η μεγάλη πόλις, και ουμή ευρέθη έτι. και φωνή κιθαρωδών και μουσικών και αυλητών και σαλπιστών ουμή ακουσθή εν σοι έτι, και πας τεχνίτης πάσης τέχνης ουμή ευρεθή εν σοι έτι, και φωνή μύλου ουμή ακουσθή εν σοι έτι, και φώς λύχνου ουμή φανή εν σοι έτι, και φωνή νυμφίου και νύμφης ουμή ακουσθή εν σοι έτι. ότι οι έμποροι σου ήσαν οι μεγιστάνες της γης, ότι εν τη φαρμακεία σου επλανήθησαν πάντα τα έθνη, και εν αυτή αίματα προφητών και αγίων ευρέθη και πάντων των εσφαγμένων επί της γης.

Chapter 19

Και μετά ταύτα ήκουσα ως φωνήν όχλου πολλού μεγάλην εν τω ουρανώ λεγόντων αλληλούϊα. η σωτηρία και η δύναμις και η δόξα του θεού ημών, ότι αληθιναί και δίκαιαι αι κρίσεις αυτού, ότι έκρινε την πόρνην την μεγάλην, ήτις διέφθειρε την γην εν τη πορνεία αυτής, και εξεδίκησε το αίμα των δούλων αυτού εκ χειρός αυτής και δεύτερον είρηκεν αλληλούϊα. και ο καπνός αυτής αναβαίνει εις τους αιώνας των αιώνων. και έπεσον οι πρεσβύτεροι οι εικοσιτέσσαρες και τα τέσσαρα ζώα, και προσεκύνησαν τω θεώ τω καθημένω επί του θρόνου λέγοντες αμήν αλληλούια. και φωνή εκ του θρόνου εξήλθε λέγουσα. αινείτε τον θεόν ημών πάντες οι δούλοι αυτού και οι φοβούμενοι αυτόν οι μικροί και οι μεγάλοι. και ήκουσα ως φωνήν όχλου πολλού και ως φωνήν υδάτων πολλών, και ως φωνήν βροντών ισχυρών λεγόντων αλληλούϊα, ότι εβασίλευσε κύριος ο θεός ημών ο παντοκράτωρ. χαίρωμεν και αγαλλιώμεθα, και δώμεν την δόξαν αυτώ, ότι ήλθεν ο γάμος του αρνίου, και η γυνή αυτού ητοίμασεν εαυτήν. και εδόθη αυτή ίνα περιβάληται βύσσινον λαμπρόν και καθαρόν. το γαρ βύσσινον τα δικαιώματα των αγίων εστί. και λέγει μοι. γράψον. μακάριοι οι εις το δείπνον του γάμου του αρνίου κεκλημένοι. και λέγει μοι ούτοι οι λόγοι αληθινοί εισί του θεού. και έπεσον έμπροσθεν των ποδών αυτού προσκυνήσαι αυτώ. και λέγει μοι. όρα μη, σύνδουλος σου ειμί, και των αδελφών σου των εχόντων την μαρτυρίαν ιησού. τω θεώ προσκύνησον. η γαρ μαρτυρία του ιησού εστί το πνεύμα της προφητείας. και είδον τον ουρανόν ανεωγμένον, και ιδού ίππος λευκός, και ο καθήμενος επ αυτόν καλούμενος πιστός και αληθινός και εν δικαιοσύνη κρίνει και πολεμεί. οι δε οφθαλμοί αυτού φλόξ πυρός, και επί την κεφαλήν αυτού διαδήματα πολλά, έχων ονόματα γεγραμμένα και όνομα γεγραμμένον ο ουδείς οίδεν ειμή αυτός, και περιβεβλημένος ιμάτιον βεβαμμένον αίματι, και καλείται το όνομα αυτού ο λόγος του θεού. και τα στρατεύματα τα εν τω ουρανώ ηκολούθει αυτώ επί ίπποις λευκοίς ενδεδυμένοι βύσσινον λευκόν καθαρόν και εκ του στόματος αυτού εκπορεύεται ρομφαία δίστομος εξεία, ίνα εν αυτή πατάξη τα έθνη, και αυτός ποιμανεί αυτούς εν ράβδω σιδηρά και αυτός πατεί την ληνόν του οίνου του θυμού της οργής του θεού του παντοκράτορος, και έχει επί το ιμάτιον και επί τον μηρόν αυτού όνομα γεγραμμένον. βασιλεύς βασιλέων και κύριος κυρίων. και είδον ένα άγγελον εστώτα εν τω ηλίω, και έκραξε φωνή μεγάλη λέγων πάσι τοις ορνέοις τοις πετομένοις εν μεσουρανήματι. δεύτε συνάχθητε εις το δείπνον το μέγα του θεού ίνα φάγητε σάρκας βασιλέων και σάρκας χιλιάρχων και σάρκας ισχυρών, και σάρκας ίππων και των καθημένων επ αυτών, και σάρκας πάντων ελευθέρων τε και δούλων μικρών τε και μεγάλων. και είδον το θηρίον και τους βασιλείς της γης και τα στρατεύματα αυτών συνηγμένα ποιήσαι πόλεμον μετά του καθημένου επί του ίππου και μετά του στρατεύματος αυτού. και επιάσθη το θηρίον και μετ αυτού ο ψευδοπροφήτης ο ποιήσας τα σημεία ενώπιον αυτού, εν οις επλάνησε τους λαβόντας το χάραγμα του θηρίου και τους προσκυνούντας τη εικόνι αυτού. ζώντες εβλήθησαν οι δύο εις την λίμνην του πυρός την καιομένην εν θείω, και οι λοιποί απεκτάνθησαν εν τη ρομφαία του καθημένου επί του ίππου τη εξελθούση εκ του στόματος αυτού, και πάντα τα όρνεα εχορτάσθησαν εκ των σαρκών αυτών.

Chapter 20

Και είδον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού έχοντα την κλείν της αβύσσου, και άλυσιν μεγάλην επί την χείρα αυτού, και εκράτησε τον δράκοντα τον όφιν τον αρχαίον, ος εστί διάβολος και ο σατανάς ο πλανών την οικουμένην όλην, και έδησεν αυτόν χίλια έτη, και έβαλεν αυτόν εις την άβυσσον, και έκλεισε και εσφράγισεν επάνω αυτού, ίνα μη πλανά έτι τα έθνη άχρι τελεσθή τα χίλια έτη, και μετά ταύτα δει αυτόν λυθήναι μικρόν χρόνον. και είδον θρόνους, και εκάθισαν επ αυτούς, και κρίμα εδόθη αυτοίς, και τας ψυχάς των πεπελεκισμένων διά την μαρτυρίαν ιησού και διά τον λόγον του θεού, και οίτινες ου προσεκύνησαν τω θηρίω ούτε τη εικόνι αυτού, και ουκ έλαβον το χάραγμα επί το μέτωπον αυτών και επί την χείρα αυτών, και έζησαν και εβασίλευσαν μετά του χριστού χίλια έτη. και οι λοιποί των νεκρών ουκ έζησαν άχρι τελεσθή τα χίλια έτη. αύτη η ανάστασις η πρώτη. μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν την αναστάσει τη πρώτη. επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν, αλλ έσονται ιερείς του θεού και του χριστού, και βασιλεύσουσι μετ αυτού χίλια έτη. και όταν τελεσθή τα χίλια έτη λυθήσεται ο σατανάς εκ της φυλακής αυτού, και εξελεύσεται πλανήσαι τα έθνη τα εν ταις τέσσαρσι γωνίαις της γης τον γωγ και τον μαγώγ, συναγαγείν αυτούς εις τον πόλεμον, ων ο αριθμός ως η άμμος της θαλάσσης. και ανέβησαν επί το πλάτος της γης, και εκύκλευσαν την παρεμβολήν των αγίων και την πόλιν την ηγαπημένην. και κατέβη πυρ εκ του ουρανού από του θεού, και κατέφαγεν αυτούς, και ο διάβολος ο πλανών αυτούς εβλήθη εις την λίμνην του πυρός και θείου, όπου και το θηρίον και ο ψευδοπροφήτης, και βασανισθήσονται ημέρας και νυκτός εις τους αιώνας των αιώνων. και είδον θρόνον μέγαν λευκόν, και το καθήμενον επ αυτόν, ου από προσώπου έφυγεν ο ουρανός και η γη, και τόπος ουχ ευρέθη αυτοίς. και είδον τους νεκρούς τους μεγάλους και τους μικρούς εστώτας ενώπιον του θρόνου, και βιβλία ανεώχθησαν, και άλλο βιβλίον ανεώχθη ο εστί της ζωής. και εκρίθησαν οι νεκροί εκ των γεγραμμένων εν τοις βιβλίοις κατά τα έργα αυτών, και έδωκεν η θάλασσα τους εν αυτή νεκρούς, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους εαυτών νεκρούς, και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών, και ο θάνατος και ο άδης εβλήθησαν εις την λίμνην του πυρός. ούτος εστίν ο θάνατος ο δεύτερος η λίμνη του πυρός. και είτις ουχ ευρέθη εν τη βίβλω της ζωής γεγραμμένος, εβλήθη εις την λίμνην του πυρός.

Chapter 21

Και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν. ο γαρ πρώτος ουρανός και η πρώτη γη παρήλθε, και η θάλασσα ουκ εστίν έτι, και την πόλιν την αγίαν ιερουσαλήμ καινήν είδον καταβαίνουσαν από του θεού εκ του ουρανού, ητοιμασμένην ως νύμφην κεκοσμημένην τω ανδρί αυτής. και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του ουρανού λεγούσης. ιδού η σκηνή του θεού μετά των ανθρώπων, και σκηνώσει μετ αυτών, και αυτοί λαός αυτού έσονται, και αυτός ο θεός έσται μετ αυτών. και εξαλείψει παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος ουκ έσται έτι, ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος ουκ έσται έτι, ότι τα πρώτα απήλθον. και είπεν ο καθήμενος επί του θρόνου. ιδού καινά ποιώ πάντα. και λέγει μοι. γράψον ότι ούτοι οι λόγοι αληθινοί και πιστοί εισί. και είπε μοι. γέγοντα το α και το ω, αρχή και τέλος. εγώ τω διψώντι δώσω εκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν. ο νικών κληρονομήσει ταύτα. και έσομαι αυτώ θεός και αυτός έσται μοι υιός{} τοις δε δειλοίς και απίστοις και αμαρτωλοίς και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι, το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη πυρί και θείω, ο εστίν ο θάνατος ο δεύτερος. και ήλθεν εις εκ των επτά αγγέλων των εχόντων τας επτά φιάλας γεμούσας των επτά πληγών των εσχάτων, και ελάλησε μετ εμού λέγων. δεύρο δείξω σοι την γυναίκα την νύμφην του αρνίου και απήνεγκε με εν πνεύματι επ όρος μέγα και υψηλόν, και έδειξε μοι την πόλιν την μεγάλην αγίαν ιερουσαλήμ καταβαίνουσαν εκ του ουρανού επό του θεού, έχουσαν την δόξαν του θεού, ο φωστήρ αυτής όμοιος λίθω τιμιωτάτω, ως λίθω ιάσπιδι κρυσταλίζοντι έχουσαν τείχος μέγα και υψηλόν έχουσαν πυλώνας δώδεκα, και επί τοις πυλώσιν αγγέλους δώδεκα, και ονόματα επιγεγραμμένα, α εστί των δώδεκα φυλών των υιών ισραήλ. από ανατολών πυλώνες τρείς, και από βορρά πυλώνες τρείς, και από νότου πυλώνες τρείς, και από δυσμών πυλώνες τρείς. και το τείχος της πόλεως έχον θεμελίους δώδεκα, και επ αυτών δώδεκα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του αρνίου. και ο λαλών μετ εμού είχε μέτρον κάλαμον χρυσούν, ίνα μετρήση την πόλιν και τους πυλώνας αυτής. και η πόλις τετράγωνος κείται, και το μήκος αυτής όσον το πλάτος. και εμέτρησε την πόλιν τω καλάμω επί σταδίους δώδεκα χιλιάδων δώδεκα το μήκος και το πλάτος και το ύψος αυτής ίσα εστί. και εμέτρησε το τείχος αυτής εκατόν τεσσαράκοντα τεσσάρων πηχών μέτρον ανθρώπου, ο εστίν αγγέλου. και ην η ενδόμησις του τείχους αυτής ιάσπις και η πόλις χρυσίον καθαρόν, όμοιον υέλω καθαρώ και οι θεμέλιοι του τείχους της πόλεως παντί λίθω τιμίω κεκοσμημένοι. ο θεμέλιος ο πρώτος ιάσπις, ο δεύτερος σάπφειρος ο τρίτος χαλκηδών, ο τέταρτος σμάραγδος, ο πέμπτος σαρδώνυξ, ο έκτος σάρδιος ο έβδομος χρυσόλιθος, ο όγδοος βήρυλλος, ο ένατος τοπάζιον, ο δέκατος χρυσόπρασος, ο ενδέκατος υακίνθινος, ο δωδέκατος αμέθυστος και οι δώδεκα πυλώνες δώδεκα μαργαρίται, ανά εις έκαστος των πυλώνων ην εξ ενός μαργαρίτου, και η πλατεία της πόλεως χρυσίον καθαρόν ως ύελος διαυγής. και ναόν ουκ είδον εν αυτή. ο γαρ κύριος ο θεός ο παντοκράτωρ ναός αυτής εστί και το αρνίον. και η πόλις ου χρείαν έχει του ηλίου ουδέ της σελήνης ίνα φαίνωσιν εν αυτή. η γαρ δόξα του θεού εφώτισεν αυτήν, και ο λύχνος αυτής το αρνίον. και περιπατήσουσι τα έθνη διά του φωτός αυτής. και οι βασιλείς της γης φέρουσι την δόξαν και την τιμήν αυτών εις αυτήν και οι πυλώνες αυτής ουμή κλεισθώσιν ημέρας. νυξ γαρ ουκ έσται εκεί. και οίσουσι την δόξαν και την τιμήν των εθνών εις αυτήν, και ουμή εισέλθη εις αυτήν παν κοινόν και ποιούν βδέλυγμα και ψεύδος ειμή οι γεγραμμένοι εν τω βιβλίω της ζωής του αρνίου

Chapter 22

Και έδειξε μοι ποταμόν καθαρόν ύδατος ζωής λαμπρόν ως κρύσταλλον εκπορευόμενον εκ του θρόνου του θεού και του αρνίου. εν μέσω της πλατείας αυτής και του ποταμού εντεύθεν και εντεύθεν ξύλον ζωής ποιούν καρπούς δώδεκα, κατά μήνα έκαστον αποδιδούς τον καρπόν αυτού, και τα φύλλα του ξύλου εις θεραπείαν των εθνών. και παν κατάθεμα ουκ έσται εκεί, και ο θρόνος του θεού και του αρίου εν αυτή έσται, και οι δούλοι αυτού λατρεύσουσιν αυτώ. και όψονται το πρόσωπον αυτού και το όνομα αυτού επί των μετώπων αυτών και νυξ ουκ έσται εκεί, και χρείαν ουκ έχουσι λύχνου και φωτός ηλίου, ότι κύριος ο θεός φωτιεί αυτούς, και βασιλεύσουσιν εις τους αιώνας των αιώνων. και λέγει μοι. ούτοι οι λόγοι πιστοί και αληθινοί. και κύριος ο θεός των πνευμάτων των προφητών απέστειλε τον άγγελον αυτού δείξαι τοις δούλοις αυτού α δει γενέσθαι εν τάχει. ιδού έρχομαι ταχύ. μακάριος ο τηρών τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου. καγώ ιωάννης ο ακούων και βλέπων ταύτα. και ότε ήκουσα και έβλεψα έπεσον προσκυνήσαι έμπροσθεν των ποδών του αγγέλου του δειγνύντος μοι ταύτα. και λέγει μοι. όρα μη. σύνδουλος σου ειμί και των αδελφών σου των προφητών των τηρούντων τους λόγους του βιβλίου τούτου. τω θεώ προσκύνησον. και λέγει μοι. μη σφραγίσης τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου, ότι ο καιρός εγγύς εστί. ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι. και ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι. ιδού έρχομαι ταχύ, και ο μισθός μου μετ εμού, αποδούναι εκάστω ως το έργον έσται αυτού. εγώ το άλφα και το ω, αρχή και τέλος, ο πρώτος και ο έσχατος. μακάριοι οι ποιούντες τας εντολάς αυτού ίνα έσται η εξουσία αυτών επί το ξύλον της ζώης, και τοις πυλώσιν εισέλθωσιν εις την πόλιν. έξω οι κύνες και οι φαρμακοί και οι πόρνοι και οι φονείς και οι ειδωλολάτραι και πας φιλών και ποιών ψεύδος. εγώ ιησούς έπεμψα τον άγγελον μου μαρτυρήσαι υμίν ταύτα επί ταις εκκλησίαις. εγώ ειμί η ρίζα και το γένος του δαυίδ, ο αστήρ ο λαμπρός ο πρωϊνός. και το πνεύμα και η νύμφη λέγουσιν έρχου, και ο ακούων ειπάτω έρχου. και ο διψών ερχέσθω ο θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν. μαρτυρώ εγώ παντί ακούοντι τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου εάν τις επιθή επ αυτά επιθήσαι επ αυτόν ο θεός τας επτά πληγάς τας γεγραμμένας εν τω βιβλίω τούτω. και εάν τις αφέλη από των λόγων του βιβλίου της προφητείας ταύτης, αφέλοι ο θεός το μέρος αυτού από του ξύλου της ζωής και εκ της πόλεως της αγίας των γεγραμμένων εν τω βιβλίω τούτω. λέγει ο μαρτυρών ταύτα ναι έρχομαι ταχύ, αμήν. ναι, έρχου κύριε ιησού, η χάρις του κυρίου ιησού χριστού μετά πάντων των αγίων. αμήν.

Τέλος της αποκαλύψεως.