Mark

Το κατά μάρκον άγιον ευαγγέλιον.

Chapter 1

Αρχή του ευαγγελίου ιησού χριστού υιού του θεού, ως γέγραπται εν τοις προφήταις. ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελον μου προ προσώπου σου, ος κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθεν σου. φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ετοιμάσατε την οδόν κυρίου, ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού. εγένετο ιωάννης βαπτίζων εν τη ερήμω, και κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών. και εξεπορεύετο προς αυτον πάσα η ιουδαία χώρα και οι ιεροσολυμίται, και εβαπτίζοντο πάντες εν τω ιορδάνη ποταμώ υπ αυτού, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών. ην δε ο ιωάννης ενδεδυμένος τρίχας καμήλου, και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού, και εσθίων ακρίδας και μέλι άγιον, και εκήρυσσε λέγων. έρχεται ο ισχυρότερος μου οπίσω μου, ου ουκ ειμί ικανός κύψας λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού. εγώ μεν εβάπτισα υμάς εν ύδατι, αυτός δε βαπτίσει υμάς εν πνεύματι αγίω. και εγένετο εν εκείναις ταις ημέραις ήλθεν ο ιησούς από ναζαρέτ της γαλιλαίας, και εβαπτίσθη υπό ιωάννου εις τον ιορδάνην. και ευθέως αναβαίνων από του ύδατος, είδε σχιζομένους τους ουρανούς, και το πνεύμα ωσεί περιστεράν καταβαίνον επ αυτόν. και φωνή εγένετο εκ των ουρανών, συ ει ο υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα. και ευθύς το πνεύμα αυτόν εκβάλλει εις την έρημον, και ην εκεί εν τη ερήμω ημέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος υπό του σατανά, και ην μετά των θηρίων. και οι άγγελοι διηκόνουν αυτώ. μετά δε το παραδοθήναι τον ιωάννην, ήλθεν ο ιησούς εις την γαλιλαίαν κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας του θεού, και λέγων. ότι πεπλήρωται ο καιρός, και ήγγικεν η βασιλεία του θεού. μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω. περιπατών δε παρά την θάλασσαν της γαλιλαίας, είδε σίμωνα και ανδρέαν τον αδελφόν αυτού του σίμωνος βάλλοντας αμφίβληστρον εν τη θαλάσση, ήσαν γαρ αλιείς, και είπεν αυτοίς ο ιησούς. δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς γενέσθαι αλιείς ανθρώπων. και ευθέως αφέντες τα δίκτυα αυτών, ηκολούθησαν αυτώ. και προβάς εκείθεν ολίγον, είδεν ιάκωβον τον του ζεβεδαίου και ιωάννην τον αδελφόν αουτού και αυτούς εν τω πλοίω καταρτίζοντας τα δίκτυα. και ευθέως εκάλεσεν αυτούς. και αφέντες τον πατέρα αυτών ζεβεδαίον εν τω πλοίω μετά των μισθωτών, απήλθον οπίσω αυτού. και εισπορεύονται εις καπερναούμ. και ευθέως τοις σάββασιν εισελθών εις την συναγωγήν, εδίδασκεν. και εξεπλήσσοντο επί τη διδαχή αυτού. ην γαρ διδάσκων αυτούς ως εξουσίαν έχων, και ουχ ως οι γραμματείς. και ην εν τη συναγωγή αυτών άνθρωπος εν πνεύματι ακαθάρτω, και ανέκραξε λέγων. έα, τι ημίν και σοι ιησού ναζαρηνέ, ήλθες απολέσαι ημάς, οίδα σε τις ει ο άγιος του θεού. και επετίμησεν αυτώ ο ιησούς λέγων. φιμώθητι και έξελθε εξ αυτού. και σπαράξαν αυτόν το πνεύμα το ακάθαρτον, και κράξαν φωνή μεγάλη, εξήλθεν εξ αυτού. και εθαμβήθησαν πάντες, ώστε συζητείν προς εαυτούς λέγοντας. τι εστί τούτο, τις η διδαχή η καινή αύτη, ότι κατ εξουσίαν και τοις πνεύμασι τοις ακαθάρτοις επιτάσσει, και υπακούουσιν αυτώ. εξήλθε δε η ακοή αυτού ευθύς εις όλην την περίχωρον της γαλιλαίας. και ευθέως εκ της συναγωγής εξελθόντες, ήλθον εις την οικίαν σίμωνος και ανδρέου μετά ιακώβου και ιωάννου. η δε πενθερά του σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα, και ευθέως λέγουσιν αυτώ περί αυτής. και προσελθών ήγειρεν αυτήν κρατήσας της χειρός αυτής. και αφήκεν αυτην ο πυρετός ευθέως, και διηκόνει αυτοίς. οψίας δε γενομένης ότε έδυ ο ήλιος, έφερον προς αυτόν πάντας τους κακώς έχοντας, και τους δαιμονιζομένους. και η πόλις όλη συνηγμένη ην προς την θύραν. και εθεράπευσε πολλούς κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις. και δαιμόνια πολλά εξέβαλε. και ουκ ήφιε λαλέν τα δαιμόνια ότι ήδεισαν αυτόν, και πρωί έννυχον δίαν αναστάς εξήλθε και απήλθεν ο ιησούς εις έρημον τόπον. κακεί πνοσηύχετο. και κατεδίωξαν αυτόν ο σίμων και οι μετ αυτού. και ευρόντες αυτόν, λέγουσιν αυτώ. ότι πάντες σε ζητούσι. και λέγει αυτοίς. άγωμεν εις τας εχομένας κωμοπόλεις ίνα εκεί κηρύξω. εις τούτο γαρ εξελήλυθα, και ην κηρύσσων εν ταις συναγωγαίς αυτών εις όλην την γαλιλαίαν, και τα δαιμόνια εκβάλλων. και έρχεται προς αυτόν λεπρός παρακαλών αυτόν και γονυπετών αυτόν και λέγων αυτώ. ότι εάν θέλης δύνασαι με καθαρίσαι. ο δε ιησούς σπλαγξνισθείς εκτείνας την χείρα, ήψατο αυτού και λέγει αυτώ. θέλω. καθαρίσθητι. και ειπόντος αυτού, ευθέως απήλθεν απ αυτού η λέπρα και εκαθαρίσθη. και εμβριμησάμενος αυτώ ευθέως, εξέβαλεν αυτόν και λέγει αυτώ.. όρα μηδενί είπης, αλλά ύπαγε σεαυτόν δείξον τω ιερεί. και προσένεγκε περί του καθαρισμού σου α προσέταξε μωσής εις μαρτύριον αυτοίς. ο δε εξελθών ήρξατο κηρύσσειν πολλά και διαφημίξεν τον λόγον, ώστε μηκέτι αυτόν δύνασθαι φανερώς εις πόλιν εισελθείν, αλλ έξωθεν εν ερήμοις τόποις ην. και ήρχοντο πρός αυτόν παντα χόθεν.

Chapter 2

Και εισήλθε πάλιν εις καπερναούμ δι ημερών. και ηκούσθη ότι εις οίκον εστί. και ευθέως συνήχθησαν πολλοί, ώστε μηκέτι χωρείν μη δε τα προς την θύραν. και ελάλει αυτοίς τον λάγον. και έρχονται προς αυτόν παραλυτικόν φέροντες, αιρόμενον υπό τεσσάρων. και μη δυνάμενοι προσεγγίσαι αυτώ διά τον όχλον. απεστέγασαν την στέγην όπου ην. και εξορύξαντες χαλώσι τον κράββατον εφ ω ο παραλυτικός κατέκειτο. ιδών δε ο ιησούς την πίστιν αυτών, λέγει τω παραλυτικώ. τέκνον. αφέωνται σοι αι αμαρτίαι σου. ήσαν δε τινές των γραμματέων εκεί καθήμενοι και διαλογιζόμενοι εν ταις καρδίαις αυτών. τι ούτος ούτω λαλεί βλασφημίας. τις δύναται αφιέναι αμαρτίας. ειμή εις ο θεός. και ευθέως επιγνούς ο ιησούς τω πνεύματι αυτού ότι ούτως αυτοί διαλογίζονται εν εαυτοίς, είπεν αυτοίς. τι ταύτα διαλογίζεσθε εν ταις καρδίαις υμών. τι εστίν ευκοπώτερον. ειπείν τω παραλυτικώ αφέωνται σου αι αμαρτίαι, η ειπείν έγειραι και άρον τον κράββατον σου και περιπάτει. ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου αφιέναι επί της γης αμαρτίας, λέγει τω παραλυτικώ. σοι λέγω. έγειραι και άρον τον κράββατον σου και ύπαγε εις τον οίκον σου. και ευθέως ηγέρθη, και άρας τον κράββατον εξήλθεν εναντίον πάντων, ώστε εξίστασθαι πάντας και δοξάζειν τον θεόν λέγοντας. ότι ουδέποτε ούτως είδομεν. και εξήλθε πάλιν παρά την θάλασσαν, και πας ο όχλος ήρχετο προς αυτόν. και εδίδασκεν αυτούς και παράγων, είδε λευΐν τον του αλφαίου. καθήμενον επί το τελώνιον, και λέγει αυτώ. ακολούθει μοι. και αναστάς ηκολούθησεν αυτώ. και εγένετο εν τω κατακείσθαι αυτόν εν τη οικία αυτού . και πολλοί θελώναι και αμαρτωλοί συνανέκειντο τω ιησού και τοις μαθηταίς αυτού. ήσαν γαρ πολλοί και ηκολούθησαν αυτώ. και οι γραμματείς και οι φαρισαίοι ικδόντες αυτόν εσθίοντα μετά των τελωνών και αμαρτωλών, έλεγον τοις μαθηταίς αυτού. τι ότι μετά των τελωνών καί αμαρτωλών εσθίει και πίνει. και ακούσας ο ιησούς λέγει αυτοίς. ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ οι κακώς έχοντες. ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν. και ήσαν οι μαθηταί ιωάννου και οι των φαρισαίων νηστεύοντες, και έρχονται και λέγουσιν αυτώ. διά τι οι μαθηταί ιωάννου και οι των φαρισαίων νηστεύουσιν, οι δε σοι μαθηταί ου νηστεύουσιν. και είπεν αυτοίς ο ιησούς. μη δύνανται οι υιοί του νυμφώνος εν ω ο νυμφίος μετ αυτών εστί νηστεύειν. όσον χρόνον μεθ εαυτών έχουσι τον νυμφίον, ου δύνανται νηστεύειν. ελεύσονται δε ημέραι όταν απαρθή απ αυτών ο νυμφίος, και τότε νηστέυσουσιν εν εκείναις ταις ημέραις. και ουδείς επίβλημα ράκους αγνάφου επιρράπτει επί ιματίω παλαιώ. ειδεμή, αίρει το πλήρωμα αυτού το καινόν του παλαιού, και χείρον σχίσμα γίνεται. και ουδείς βάλλει οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς. ει δε μη, ρήσσει ο οίνος ο νέος τους ασκούς, και ο οίνος εκχείται, και οι ασκοί απολούνται. αλλά οίνον νέον εις ασκούς καινούς βλητέον. και εγένετο παραπορεύεσθαι αυτόν εν τοις σάββασι διά των σπορίμων, και ήρξαντο οι μαθηταί αυτού οδόν ποιείν τίλλοντες τους στάχυας. και οι φαρισαίοι έλεγον αυτώ, ίδε τι ποιούσιν εν τοις σάββασιν ο ουκ έξεστι. και αυτός έλεγεν αυτοίς. ουδέποτε ανέγνωτε τι εποίησε δαυίδ ότε χρείαν έσχεν, και επείνασεν αυτός και οι μετ αυτού, πως εισήλθεν εις τον οίκον του θεού επί αβιάθαρ του αρχιερέως, και τους άρτους της προθέσεως έφαγεν, ους ουκ έξεστι φαγείν ειμή τοις ιερεύσι. και έδωκε και τοις συν αυτώ ούσι. και έλεγεν αυτοίς. το σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος διά το σάββατον. ώστε κύριος εστίν ο υιός του ανθρώπου και του σαββάτου.

Chapter 3

Και εισήλθε πάλιν εις την συναγωγ´ν. και ην εκεί άνθρωπος εξηραμμένην έχων την χείρα. και παρετήρουν αυτόν ει τοις σάββασι θεραπεύσει αυτόν, ίνα κατηγορήσωσιν αυτού. και λέγει τω ανθρώπω το εξηραμμένην έχοντι την χείρα. έγειραι εις το μέσον. και λέγει αυτοίς. έξεστι τοις σάββασιν αγαθοποιήσαι η κακοποιήσαι. ψυχήν σώσαι, η αποκτείναι. οι δε εσιώπων. και περιβλεψάμενος αυτούς μετ οργής. συλλυπούμενος επί τη πωρώσει της καρδίας αυτών, λέγει τω ανθρώπω. έκτεινον την χείρα σου. και εξέτεινε, και αποκατεστάθη η χείρ αυτού υγιής ως η άλλη. και εξελθόντες οι φαρισαίοι ευθέως μετά των ηρωδιανών, συμβούλιον εποίουν κατ αυτού όπως αυτόν απολέσωσι. και ο ιησούς ανεχώρησε μετά των μαθητών αυτού προς την θάλασσαν. και πολύ πλήθος από της γαλιλαίας ηκολούθησεν αυτώ. και από ιουδαίας, και από ιεροσολύμων, και από της ιδουμαίας, και πέραν του ιορδάνου. και οι περί τύρον και σιδώνα πλήθος πολύ, ακούσαντες όσα εποίει, ήλθον προς αυτόν. και είπε τοις μαθηταίς αυτού ίνα πλοιάριον προσκαρτερεί αυτώ διά τον όχλον ίνα μη θλίβωσιν αυτόν. πολλούς γαρ εθεράπευσεν, ώστε επιπίπτειν αυτώ ίνα αυτού άψωνται όσοι είχον μάστιγας. και τα πνεύματα τα ακάθαρτα όταν αυτόν εθεώρει, προσέπιπτεν αυτώ. και έκραζε λέγοντα, ότι συ ει ο υιός του θεού. και πολλά επετίμα αυτοίς, ίνα μη φανερόν αυτόν ποιήσωσι. και αναβαίνει εις το όρος και προσκαλείται ους ήθελεν αυτος, και απήλθον προς αυτόν. και εποίησε δώδεκα ίνα ώσι μετ αυτού, και ίνα αποστέλλη αυτούς κηρύσσειν και έχειν εξουσίαν θεραπέυειν τας νόσους, και εκβάλλειν τα δαιμόνια. και επέθηκε τω σίμωνι όνομα πέτρον. και ιάκωβον τον του ζεβεδαίου, και ιωάννην τον αδελφόν του ιακώβου, και επέθηκεν αυτοίς ονόματα βοανεργές, ο εστίν υιοί βροντής. και ανδρέαν, και φίλιππον, και βαρτολομαίον, και ματθαίον, και θωμάν, και ιάκωβον τον του αλφαίου, και θαδδαίον, και σίμωνα τον κανανίτη, και ιούδαν ισκαριώτην, ος και παρέδωκεν αυτόν. και έρχονται εις οίκον, και συνέρχεται πάλιν όχλος ώστε μψ δύνασθαι αυτούς μήτε άρτον φαγείν. και ακούσαντες οι παρ αυτού εξήλθον κρατήσαι αυτόν. έλεγον γαρ ότι εξέστη. και οι γραμματείς οι από ιεροσολύμων καταβάντες έλεγον, ότι βεελζεβούλ έχει, και ότι εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια. και προσκαλεσάμενος αυτούς εν παραβολαίς έλεγεν αυτοίς. πως δύναται σατανάς σατανάν εκβάλλειν. και εάν βασιλεία εφ εαυτήν μερισθή, ου δύναται σταθήναι η βασιλεία εκείνη. και εάν οικία εφ εαυτήν μερισθή, ου δύναται σταθήναι η οι κία εκείνη. και ει ο σατανάς ανέστη εφ εαυτόν και μεμέρισται, ου δύναται σταθήναι, αλλά τέλος έχει. ουδείς δύναται τα σκεύη του ισχυρού εισελθών εις την οικίαν αυτού διαρπάσαι, εάν μη πρώτον τον ισχυρόν δήση, και τότε την οικίαν αυτού διαρπάση. αμήν λέγω υμίν ότι πάντα αφεθήσεται τα αμαρτήματα τοις υιοίς των ανθρώπων και βλασφημίαι όσας αν βλασφημήσωσιν. ος δαν βλασφημήση εις το πνεύμα το άγιον, ουκ έχει άφεσιν εις τον αιώνα αλλ ένοχος εστίν αιωνίου κρίσεως. ότι έλεγον πνέυμα ακάθαρτον έχει. έρχονται ουν οι αδελφοί και η μήτηρ αυτού, και έξω εστώτες, απέστειλαν προς αυτόν φωνούντες αυτόν. και εκάθητο όχλος περί αυτόν. είπον δε αυτώ ιδού η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου και αι αδελφαί σου έξω ζητούσι σε. και απεκρίθη αυτοίς λέγων. τις εστίν η μήτηρ μου η οι αδελφοί μου, και περιβλεψάμενος κύκλω τους περί αυτόν καθημένους, λέγει. ίδε η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου. ος γαρ αν ποιήση το θέλημα του θεού, ούτος μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστί.

Chapter 4

Και πάλιν ήρξατο διδάσκειν παρά την θάλασσαν, και συνήχθη προς αυτόν όχλος πολύς. ώστε αυτόν εμβάντα εις το πλοίον καθήσθαι εν τη θαλάσση. και πας ο όχλος προς την θάλασσαν επί της γης ην. και εδίδασκεν αυτούς εν παραβολαίς πολλά. και έλεγεν αυτοίς εν τη διδαχή αυτού. ακούετε. ιδού εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι. και εγένετο εν τω σπείρειν, ο μεν έπεσε παρά την οδόν και ήλθε τα πετεινά και κατέφαγεν αυτό. άλλο δε έπεσεν επί το πετρώδες όπου ουκ είχε γην πολλήν, και ευθέως εξανέτειλε, διά το μη έχειν βάθος γης. ηλίου δε ανατείλαντος εκαυματίσθη, και διά το μη έχειν ρίζαν, εξηράνθη. και άλλο έπεσεν εις τας ακάνθας, και ανέβησαν αι άκανθαι και συνέπνιξαν αυτό, και καρπόν ουκ έδωκε. και άλλο έπεσεν εις την γην την καλήν, και εδίδου καρπόν αναβαίνοντα και αυξάνοντα, και έφερεν εν τριάκοντα και εν εξήκοντα, και εν εκατόν. και έλεγεν ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω. ότε δε εγένετο καταμόνας ηρώτησαν αυτόν οι περί αυτόν συν τοις δώδεκα την παραβολήν. και έλεγεν αυτοίς. υμίν δέδοται γνώναι το μυστήριον της βασιλείας του θεού, εκείνοις δε τοις έξω εν παραβολαίς τα πάντα γίνεται, ίνα βλέποντες βλέπωσι και μη ίδωσι, και ακούοντες ακούωσι και μη συνιώσι. μήποτε επιστρέψωσι, και αφεθή αυτοίς τα αμαρτήματα. και λέγει αυτοίς ουκ οίδατε την παραβολήν ταύτην, και πως πάσας τας παραβολάς γνώσεσθε. ο σπείρων τον λόγον σπείρει. ούτοι δε εισίν οι παρά την οδόν όπου σπείρεται ο λόγος, και όταν ακούσωσιν, ευθέως έρχεται ο σατανάς και αίρει τον λόγον τον εσπαρμένον εν ταις καρδίαις αυτών. και ούτοι εισίν ομοίως οι επί τα πετρώδη σπειρόμενοι, οι όταν ακούσωσι τον λόγον, ευθέως μετά χαράς λαμβάνουσιν αυτόν. και ουκ έχουσι ρίζαν εν εαυτοίς, αλλά πρόσκαιροι εισίν, είτα γενομένης θλίψεως η διωγμού διά τον λόγον, ευθύς σκανδαλίζονται. και ούτοι εισίν οι εις τας ακάνθας σπειρόμενοι. οι τον λόγον ακούοντες, και αι μερίμναι του αιωνος τούτου και η απάτη τού πλούτου, και αι περί τα λοιπά επιθυμίαι εισπορευόμεναι, συμπνίγουσι τον λόγον και άκαρπος γίνεται. και ούτοι εισίν οι επί την γην την καλήν σπαρέντες, οίτινες ακούουσι τον λόγον και παραδέχονται, και καρποφορούσιν εν τριάκοντα, και εν εξήκοντα, και εν εκατόν. και έλεγεν αυτοίς. μήτι ο λύχνος έρχεται ίνα υπό τον μόδιον τεθή, η υπό την κλίνην. ουχ ίνα επί την λυχνίαν επιτεθή, ου γαν εστί τι κρυπτόν ο εάν μη φανερωθή. ουδέ εγένετο απόκρυφον, αλλ ίνα εις φανερόν έλθη. ει τις έχει ώτα ακούειν ακουέτω. και έλεγεν αυτοίς. βλέπετε τι ακούετε. εν ω μέτρω μετρείτε, μετρηθήσεται υμίν, και προστεθήσεται υμίν τοις ακούουσιν. ός γαρ αν έχη δοθήσεται αυτώ. και ος ουκ έχει, και ο έχει αρθήσεται απ αυτού. και έλεγεν, ούτως εστίν η βασιλεία του θεού, ως εάν άνθρωπος βάλη τον σπόρον επί της γης. και καθεύδη και εγείρηται νύκτα και ημέραν, και ο σπόρος βλαστάνη και μηκύνηται ως ουκ οίδεν αυτός. αυτομάτη γαρ η γη καρποφορεί πρώτον χόρτον, είτα στάχυν, είτα πλήρη σίτον εν τω στάχυϊ. όταν δε παραδώ ο καρπός, ευθέως αποστέλλει το δρέπανον ότι παρέστηκεν ο θερισμός. και έλεγε τίνι ομοιώσωμεν την βασιλείαν του θεού, η εν ποία παραβολή παραβαλούμεν αυτήν. ως κόκκον σινάπεως, ος όταν σπαρή επί της γης, μικρότερος πάντων των σπερμάτων εστί των επί της γης, και όταν σπαρή αναβαίνει και γίνεται πάντων των λαχάνων μείζων, και ποιεί κλάδους μεγάλους ώστε δύνασθαι υπό την σκιάν αυτού τα πετεινά του ουρανού κατασκηνούν. και τοιαύταις παραβολαίς πολλαίς ελάλει αυτοίς τον λόγον, καθώς εδύναντο ακούειν. χωρίς δε παραβολής ουκ ελάλει αυτοίς. κατιδίαν δε τοις μαθηταίς αυτού επέλυε πάντα. και λέγει αυτοίς εν εκείνη τη ημέρα οψίας γενομένης, διέλθωμεν εις το πέραν. και αφέντες τον όχλον παραλαμβάνουσιν αυτόν ως ην εν τω πλοίω, και άλλα δε πλοιάρια ην μετ αυτού. και γίνεται λέλαψ ανέμου μεγάλη τα δε κύματα επέβαλεν εις το πλοίον, ώστε αυτό ήδη γεμίζεσθαι, και ην αυτός επί τη πρύμνη επί το προσκεφάλαιον καθεύδων και διεγείρουσιν αυτόν και λέγουσιν αυτώ. διδάσκαλε ου μέλλει σοι ότι απολλύμεθα, και διεγερθείς. επετίμησε τω ανέμω, και είπε τη θαλάσση. σιώπα πεφίμωσο. και εκόπασεν ο άνεμος, και εγένετο γαλήνη μεγάλη. και είπεν αυτοίς. τι δειλοί εστέ ούτως. πως ουκ έχετε πίστιν. και εφοβήθησαν φόβον μέγαν, και έλεγον προς αλλήλους. τις άρα ούτος εστίν ότι και ο άνεμος και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ.

Chapter 5

Και ήλθον εις το πέραν της θαλάσσης εις την χώραν των γαδαρηνών. και εξελθόντι αυτώ εκ του πλοίου, ευθέως απήντησεν αυτώ εκ των μνημείων άνθρωπος εν πνεύματι ακαθάρτω, ος την κατοίκησιν είχεν εν τοις μνήμασι. και ούτε αλύσεσιν ουδείς ηδύματο αυτόν δήσαι, διά το αυτόν πολλάκις πέδαις και αλύσεσι δεδέσθαι. και διεσπάσθαι υπ αυτού τας αλύσεις, και τας πέδας συντετρίφθαι. και ουδείς αυτόν ίσχυε δαμάσαι. και διαπαντός νυκτός και ημέρας εν τοις μνήμασι και εν τοις όρεσι ην κράζων, και κατακόπτων εαυτόν λίθοις. ιδών δε τον ιησούν από μακρόθεν, έδραμεν και προσεκύνησεν αυτώ, και κράξας φωνή μεγάλη είπε. τι εμοί και σοι ιησού υιε του θεού του υψίστου. ορκίζω σε τον θεόν μη με βασανίσης, έλεγε γαρ αυτώ, έξελθε το πνεύμα το ακάθαρτον εκ του ανθρώπου. και επηρώτα αυτόν. τι σοι όνομα. και απεκρίθη λέγων. λεγεών όνομα μοι, ότι πολλοί εσμέν. και παρεκάλει αυτον πολλά, ίνα μη αυτούς αποστείλη έξω της χώρας. ην δε εκεί προς τω όρει αγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη. και παρεκάλεσαν αυτόν πάντες οι δαίμονες λέγοντες. πέμψον ημάς εις τους χοίρους, ίνα εις αυτούς εισέλθωμεν. και επέτρεψεν αυτοίς ευθέως ο ιησούς. και εξελθόντα τα πνεύματα τα ακάθαρτα, εισήλθον εις τους χοίρους, και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την θάλασσαν, ησαν γαρ ως δισχίλιοι. και επνίγοντο εν τη θαλάσση. οι δε βόσκοντες τους χοίρους έφυγον, και ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς. και εξήλθον ιδείν τι εστί το γεγονός. και έρχονται προς τον ιησούν, και θεωρούσι τον δαιμονιζόμενον καθήμενον και ιματισμένον και σωφρονούντα, τον εσχηκότα τον λεγεώνα, και εφοβήθησαν. διηγήσαντο δε αυτοίς οι ιδόντες πως εγένετο τω δαιμονιζομένω, και περί των χοίρων. και ήρξαντο παρακαλείν αυτόν απελθείν από των ορίων αυτών. και εμβάντος αυτού εις το πλοίον, παρεκάλει αυτόν ο δαιμονισθείς ίνα η μετ αυτού. ο δε ιησούς ουκ αφήκεν αυτόν, αλλά λέγει αυτώ. ύπαγε εις τον οίκον σου προς τους σους, και ανάγγειλον αυτοίς όσα σοι ο κύριος πεποίηκε, και ηλέησε σε. και απήλθε και ήρξατο κηρύσσειν εν τη δεκαπόλει όσα εποίησεν αυτώ ο ιησούς. και πάντες εθαύμαζον. και διαπεράσαντος του ιησού εν τω πλοίω πάλιν εις το πέραν, συνήχθη όχλος πολύς επ αυτόν, και ην παρά την θάλασσαν. και ιδού έρχεται εις των αρχισυναγώγων ονόματι ιάειρος. και ιδών αυτόν, πίπτει προς τους πόδας αυτού, και παρεκάλει αυτόν πολλά λέγων. ότι το θυγάτριον μου εσχάτως έχει. ίνα ελθών επιθής αυτή τας χείρας, όπως σωθή και ζήσεται. και απήλθε μετ αυτού, και ηκολούθει αυτώ όχλος πολύς και συνέθλιβον αυτόν. και γυνή τις ούσα εν ρύσει αίματος έτη δώδεκα, και πολλά παθούσα υπό πολλών ιατρών, και δαπανήσασα τα παρ εαυτής πάντα και μηδέν ωφεληθείσα αλλά μάλλον εις το χείρον ελθούσα, ακούσασα περι του ιησού, ελθούσα εν τω όχλοω όπισθεν ήψατο του ιματίου αυτού. έλεγε γαρ ότι καν των ιματίων αυτού άψωμαι, σωθήσομαι. και ευθέως εξηράνθη η πηγή του αίματος αυτής. και έγνω τω σώματι, ότι ιάται από της μάστιγος αυτής. και ευθέως ο ιησούς επιγνούς εν εαυτώ την εξ αυτού δύναμιν εξελθούσαν, επιστραφείς εν τω όχλω έλεγε. τις μου ήψατο των ιματίων. και έλεγον αυτώ οι μαθηταί αυτού. βλέπεις τον όχλον συνθλίβοντα σε, και λέγεις τις μου ήψατο. και περιεβλέπετο ιδείν την τούτο ποιήσασαν. η δε γυνή φοβηθείσα και τρέμουσα ειδύια ο γέγονεν επ αυτή, ήλθε και προσέπεσεν αυτώ, και είπεν αυτώ πάσαν την αληθείαν. ο δε είπεν αυτή. θύγατερ η πίστις σου σέσωκε σε. ύπαγε εις ειρήνην, και ίσθι υγιής από της μάστιγος σου. έτι αυτού λαλούντος, έρχονται από του αρχισυναγώγου λέγοντες, ότι η θυγάτηρ σου απέθανε. τι έτι σκύλλεις τον διδάσκαλον. ο δε ιησούς ευθέως ακούσας τον λόγον λαλούμενον, λέγει τω αρχισυναγώγω. μη φοβού, μόνον πίστευε. και ουκ αφήκεν ουδένα αυτώ συνακολουθήσαι, ειμή πέτρον και ιάκωβον και ιωάννην τον αδελφόν ιακώβου. και έρχεται εις τον οίκον του αρχισυναγώγου. και θεωρεί θόρυβον, κλαίοντας και αλαλάζοντας πολλά, και εισελθών λέγει αυτοίς. τι θορυβείσθε και κλαίετε. το παιδίον ουκ απέθανεν αλλά καθεύδει. και κατεγέλων αυτού. ο δε εκβαλών πάντας, παραλαμβάνει τον πατέρα του παιδίου και την μητέρα, και τους μετ αυτού, και εισπορεύεται όπου ην το παιδίον ανακείμενον, και κρατήσας της χειρός του παιδίου, λέγει αυτή. ταλιθά, κούμι. ο έστι μεθερμηνευόμενον το κοράσιον σοι λέγω έγειρα. και ευθέως ανέστη το κοράσιον και περιεπάτει. ην γαρ ετών δώδεκα. και εξέστησαν εκστάσει μεγάλη. και διεστείλατο αυτοίς πολλά ίνα μηδείς γνω τούτο, και είπε δοθήναι αυτή φαγείν.

Chapter 6

Και εξήλθεν εκείθεν και ήλθεν εις την πατρίδα αυτού. και ακολουθούσιν αυτώ οι μαθηταί αυτού. και γενομένου σαββάτου, ήρξατο εν τη συναγωγή διδάσκειν. και πολλοί ακούοντες, εξεπλήσσοντο λέγοντες. πόθεν τούτω ταύτα, και τις η σοφία η δοθείσα αυτώ, και δυνάμεις τοιαύται διά των χειρών αυτού γίνονται. ουχ ούτος εστίν ο τέκτων, ο υιός μαρίας, αδελφός δε ιακώβου και ιωσή και ιούδα και σίμωνος, και ουκ εισίν αι αδελφαί αυτού ώδε προς ημάς, και εσκανδαλίζοντο εν αυτώ. έλεγε δε αυτοίς ο ιησούς, ότι ουκ έστι προφήτης άτιμος, ειμή εν τη πατρίδι αυτού. και εν τοις συγγενέσι. και εν τη οικία αυτού. και ουκ ηδύνατο εκεί ουδεμίαν δύναμιν ποιήσαι, ειμή ολίγοις αρρώστοις επιθείς τας χείρας, εθεράπευσε. και εθαύμαζε διά την απιστίαν αυτών. και περιήγε τας κώμας κύκλω διδάσκων, και προσκαλείται τους δώδεκα. και ήρξατο αυτούς αποστέλλειν δύο δύο. και εδίδου αυτοίς εξουσίαν των πνευμάτων των ακαθάρτων. και παρήγγελεν αυτοίς ίνα μηδέν αίρωσιν εις οδόν ειμή ράβδον μόνον, μη πήραν, μη άρτον, μη εις την ζώνην χαλκόν, αλλ υποδεδεμένους σανδάλια. και μη ενδύσησθε δύο χιτώνας. και έλεγεν αυτοίς. όπου εάν εισέλθητε εις οικίαν, εκεί μένετε έως αν εξέλθητε εκέθεν. και όσοι εάν μη δέξωνται υμάς, μη δε ακούσωσιν υμών. εκπορευόμενοι εκείθεν, εκτινάξατε τον χουν τον υποκάτω των ποδών υμών εις μαρτύριον αυτοίς. αμήν λέγω υμίν ανεκτότερον έσται σοδόμοις η γομόρροις εν ημέρα κρίσεως η τη πόλει εκείνη. και εξελθόντες εκήρυσσον ίνα μετανοήσωσι, και δαιμόνια πολλά εξέβαλον. και ήλειφον ελαίω πολλούς αρρώστους, και εθεράπευον. και ήκουσεν ο βασιλεύς ηρώδης, φανερόν γαρ εγένετο το όνομα αυτού και έλεγεν, ότι ιωάννης ο βαπτίζων εκ νεκρών ηγέρθη. και διά τούτο ενεργούσιν αι δυνάμεις εν αυτώ. άλλοι έλεγον ότι ηλίας εστίν. άλλοι δε έλεγον ότι προφήτης εστίν ως εις των προφητών. ακούσας δε ηρώδης είπεν. ότι ον εγώ απεκεφάλισα ιωάννην ούτος εστίν, αυτός ηγέρθη εκ νεκρών. αυτός γαρ ο ηρώδης αποστείλας εκράτησε τον ιωάννην, και έδησεν αυτόν εν φυλακή, διά ηρωδιάδα την γυναίκα φιλίππου του αδελφού αυτού. ότι αυτήν εγάμησεν. έλεγε γαρ ο ιωάννης τω ηρώδη. ότι ουκ έξεστι σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου. η δε ηρωδιας ενείχεν αυτώ, και ήθελεν αυτόν αποκτείναι και ουκ ηδύνατο, ο γαρ ηρώδης εφοβείτο τον ιωάννην, ειδώς αυτόν άνδρα δίκαιον και άγιον, και συνετήρει αυτόν, και ακούσας αυτού πολλά εποίει, και ηδέως αυτού ήκουε. και γενομένης ημέρας ευκαίρου ότε ηρώδης τοις γενεσίοις αυτού δείπνον εποίει τοις μεγιστάσιν αυτού και τοις χιλιάρχοις, και τοις πρώτοις της γαλιλαίας. και εισελθούσης της θυγατρός αυτής της ηρωδιάδος και ορχησαμένης, και αρεσάσης τω ηρώδη και τοις συνανακειμένοις, είπεν ο βασιλεύς τω κορασίω, αίτησον με ο εάν θέλης και δώσω σοι. και ώμοσεν αυτή, ότι ο εάν αιτήσης δώσω σοι. έως ημίσους της βασιλείας μου. η δε εξελθούσα, είπε τη μητρί αυτής. τι αιτήσομαι. η δε είπε την κεφαλήν ιωάννου του βαπτιστού. και εισελθούσα ευθέως μετά σπουδής προς τον βασιλέα, ητήσατο λέγουσα. θέλω ίνα μοι δως εξαυτής επί πίνακι την κεφαλήν ιωάννου του βαπτιστού. και περίλυπος γενόμενος ο βασιλεύς διά τους όρκους και τους συνανακειμένους ουκ ηθέλησεν αυτήν αθετήσαι. και ευθέως αποστείλας ο βασιλεύς σπεκουλάτωρα, επέταξεν ενεχθήναι την κεφαλήν αυτού. ο δε απελθών απεκεφάλισεν αυτόν εν τη φυλακή. και ήνεγκε την κεφαλήν αυτού επί πίνακι, και έδωκεν αυτήν τω κορασίω, και το κοράσιον έδωκεν αυτήν τη μητρί αυτής. και ακούσαντες οι μαθηταί αυτού, ήλθον και ήραν το πτώμα αυτού, και έθηκαν αυτό εν μνημείω. και συνάγονται οι απόστολοι προς τον ιησούν, και απήγγειλαν αυτώ πάντα, και όσα εποίησαν και όσα εδίδαξαν, και είπεν αυτοίς. δεύτε υμείς αυτοί κατιδίαν εις έρημον τόπον, και αναπαύεσθε ολίγον. ήσαν γαρ οι ερχόμενοι και οι υπάγοντες πολλοί, και ουδέ φαγείν ευκαίρουν, και απήλθον εις έρημον τόπον τω πλοίω κατιδίαν, και είδον αυτούς υπάγοντας, και επέγνωσαν αυτόν πολλοί. και πεζή από πασών των πόλεων συνέδραμον εκεί. και προήλθον αυτούς, και ήλθον προς αυτόν. και εξελθών είδεν ο ιησούς πολύν όχλον και εσπλαγχνίσθη επ αυτοίς. ότι ήσαν ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα, και ήρξατο διδάσκειν αυτούς πολλά. και ήδη ώρας πολλής γενομένης προσελθόντες αυτώ οι μαθηταί αυτού λέγουσιν. ότι έρημος εστίν ο τόπος, και ήδη ώρα πολλή. απόλυσον αυτούς ίνα απελθόντες εις τους κύκλω αγρούς και κώμας, αγοράσωσιν εαυτοίς άρτους. τι γαρ φάγωσιν ουκ έχουσιν. ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς. δότε αυτοίς υμείς φαγείν. και λέγουσιν αυτώ. απελθόντες αγοράσωμεν δηναρίων διακοσίων άρτους, και δώμεν αυτοίς φαγείν. ο δε λέγει αυτοίς. πόσους άρτους έχετε. υπάγετε και ίδετε. και γνόντες λέγουσι. πέντε και δύο ιχθύας. και επέταξεν αυτοίς ανακλίναι πάντας συμπόσια συμπόσια επί τω χλωρώ χόρτω. και ανέπεσον πρασιαί πρασιαί ανά εκατόν και ανά πεντήκοντα. και λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας, αναβλέψας εις τον ουρανόν, ευλόγησε, και κατέκλασε τους άρτους και εδίδου τοις μαθηταίς αυτού ίνα παραθώσιν αυτοίς, και τους δύο ιχθύας εμέρισε πάσι. και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν, και ήραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις, και από των ιχθύων. και ήσαν οι φαγόντες τους άρτους πεντακισχίλιοι άνδρες. και ευθέως ηνάγκασε τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον, και προάγειν εις το πέραν προς βηθσαϊδάν, εώς αυτός απολύση τον όχλον. και αποταξάμενος αυτοίς, απήλθεν εις το όρος προσεύξασθαι. και οψίας γενομένης, ην το πλοίον εν μέσω της θαλάσσης. και αυτός μόνος επί της γης. και είδεν αυτούς βασανιζομένους εν τω ελαύνειν. ην γαρ ο άνεμος εναντίος αυτοίς. και περί τετάρτην φυλακήν της νυκτός, έρχεται προς αυτούς περιπατών επί της θαλάσσης. και ήθελε παρελθείν αυτούς. οι δε ιδόντες αυτόν περιπατούντα επί της θαλάσσης, έδοξαν φάντασμα είναι και ανέκραξαν. πάντες γαρ αυτόν είδον και εταράχθησαν. και ευθέως ελάλησε μετ αυτών, και λέγει αυτοίς. θαρσείτε. εγώ ειμί, μη φοβείσθε. και ανέβη προς αυτούς εις το πλοίον. και εκόπασεν ο άνεμος. και λίαν εκ περισσού εν εαυτοίς εξίσταντο και εθαύμαζον, ου γαρ συνήκαν επί τοις άρτοις. ην γαρ η καρδία αυτών πεπωρωμένη. και διαπεράσαντες, ήλθον επί την γην γεννησαρέτ, και προσωρμίσθησαν. και εξελθόντων αυτών εκ του πλοίου, ευθέως επιγνόντες αυτόν, περιδραμόντες όλην την περίχωρον εκείνην, ήρξαντο επί τοις κραββάτοις τους κακώς έχοντας περιφέρειν όπου ήκουον ότι εκεί εστί. και όπου αν εισεπορεύετο εις κώμας η πόλεις η αγρούς, εν ταις αγοραίς ετίθουν τους ασθενούντας. και παρεκάλουν αυτόν ίνα καν του κρασπέδου του ιματίου αυτού άψωνται. και όσοι αν ήπτοντο αυτού, εσώζοντο.

Chapter 7

Και συνάγονται προς αυτόν οι φαρισαίοι, και τίνες των γραμματέων ελθόντες από ιεροσολύμων. και ιδόντες τινάς των μαθητών αυτού κοιναίς χερσί τουτέστιν ανίπτοις εσθίοντας άρτους, εμέμψαντο. οι γαρ φαρισαίοι και παντες οι ιουδαίοι εάν μη πυγμή νίψωνται τας χείρας, ουκ εσθίουσι κρατούντες την παράδοσιν των πρεσβυτέρων. και από αγοράς εάν μη βαπτίσωνται, ουκ εσθίουσι, και άλλα πολλά εστίν α παρέλαβον κρατείν. βαπτισμούς ποτηρίων και ξεστών και χαλκίων και κλινών. έπειτα επερωτώσιν αυτόν οι φαρισαίοι και οι γραμματείς. δια τι οι μαθηταί σου ου περιπατούσι κατά την παράδοσιν των πρεσβυτέρων. αλλά ανίπτοις χερσίν εσθίουσι τον άρτον ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς. ότι καλώς προεφήτευσεν ισαΐας περί υμών των υποκριτών, ως γέγραπται. ούτος ο λαός τοις χείλεσι με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ εμού. μάτην δε σέβονται με διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα ανθρώπων. αφέντες γαρ την εντολήν του θεού κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων, βαπτισμούς ξεστών και ποτήρίων, και άλλα παρόμοια τοιαύτα πολλά ποιείτε. και έλεγεν αυτοίς. καλώς αθετείτε την εντολήν του θεού, ίνα την παράδοσιν υμών τηρήσητε. μωσής γαρ είπε. τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. και ο κακολογών πατέρα η μητέρα, θανάτω τελευτάτω. υμείς δε λέγετε. εάν είπη άνθρωπος τω πατρί η τη μητρί κορβάν ο εστί δώρον ο εάν εξ εμού ωφεληθής, και ουκ έτι αφίετε αυτόν ουδέν ποιήσαι τω πατρί αυτού η τη μητρί αυτού, ακυρούντες τον λόγον του θεού τη παραδώσει υμών η παρεδώκατε. και παρόμοια τοιαύτα πολλά ποιείτε. και προσκαλεσάμενος πάντα τον όχλον, έλεγεν αυτοίς{,} ακούετε μου πάντες και συνίετε. ουδέν εστίν έξωθεν του ανθρώπου εισπορευόμενον εις αυτόν ο δύναται αυτόν κοινώσαι, αλλά τα εκπορευόμενα απ αυτού, εκείνα εστί τα κοινούντα τον άνθρωπον. ει τις έχει ώτα ακούειν ακουέτω. και ότε εισήλθεν εις οίκον από του όχλου, επηρώτων αυτόν οι μαθηταί αυτού περί της παραβολής. και λέγει αυτοίς. ούτως και υμεις ασύνετοι εστέ, ου νοείτε ότι παν το έξωθεν εισπορευόμενον εις τον άνθρωπον, ου δύναται αυτόν κοινώσαι, ότι ουκ εισπορεύεται αυτού εις την καρδίαν, αλλ εις την κοιλίαν, και εις τον αφεδρώνα εκπορεύεται καθαρίζον πάντα τα βρώματα. έλεγε δε, ότι το εκ του ανθρώπου εκπορευόμενον, εκείνο κοινοί τον άνθρωπον. έσωθεν γαρ εκ της καρδίας των ανθρώπων οι διαλογισμοί οι κακοί εκπορεύονται, μοιχείαι, πορνείαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ασέλγειαι, οφθαλμός πονηρός, βλασφημία, υπερηφανία, αφροσύνη. πάντα ταύτα τα πονηρά έσωθεν εκπορεύεται και κοινοί τον άνθρωπον. και εκείθεν αναστάς, απήλθεν εις τα μεθόρια τύρου και σιδώνος, και εισελθών εις την οικίαν, ουδένα ήθελε γνώναι, και ουκ ηδυνήθη λαθείν. ακούσασα γαρ γυνή περί αυτού ης είχε το θυγάτριον πνεύμα ακάθαρτον, ελθούσα προσέπεσε προς τους πόδας αυτού, ην δε η γυνή ελληνίς σύρα φοινίκισσα τω γένει, καί ηρώτα αυτόν ίνα το δαιμόνιον εκβάλη εκ της θυγατρός αυτής. ο δε ιησούς είπεν αυτή. άφες πρώτον χορτασθήναι τα τέκνα. ου γαρ καλόν εστί λαβείν τον άρτον των τέκνων, και βαλείν τοις κυναρίοις. η δε απεκρίθη και λέγει αυτώ. ναι κύριε. και γαρ τα κυνάρια υποκάτω της τραπέζης εσθίει από των ψιχίων των παιδίων. και είπεν αυτή. δια τούτον τον λόγον ύπαγε, εξελήλυθε το δαιμόνιον εκ της θυγατρός σου. και απελθούσα εις τον οίκον αυτής, εύρε το δαιμόνιον εξεληλυθός, και την θυγατέρα βεβλημένην επί της κλίνης. και πάλιν εξελθών εκ των ορίων τύρου και σιδώνος, ήλθε προς την θάλασσαν της γαλιλαίας, ανά μέσον των ορίων δεκαπόλεως. και φέρουσιν αυτώ κωφόν μογγιλάλον, και παρακαλούσιν αυτόν, ίνα επιθή αυτώ την χείρα. και επιλαβόμενος αυτόν από του όχλου κατιδίαν, έβαλε τους δακτύλους αυτού εις τα ώτα αυτού. και πτύσας, ήψατο της γλώσσης αυτού. και αναβλέψας εις τον ουρανόν, εστέναξε, και λέγει αυτώ, εφφαθά, ο εστί διανοίχθητι. και ευθέως διηνοίχθησαν αυτού αι ακοαί και ελύθη ο δεσμός της γλώσσης αυτού, και ελάλει ορθώς. και διεστείλατο αυτοίς ίνα μηδενί είπωσιν. όσον δε αυτός αυτοίς διεστέλλετο, μάλλον περισσότερον εκήρυσσον, και υπερπερισσώς εχεπλήσσοντο λέγοντες. καλώς πάντα πεποίηκε, και τους κωφούς ποιεί ακούειν, και τους αλάλους λαλείν.

Chapter 8

Εν εκείναις ταις ημέραις παμπόλου όχλου όντος, και μη εχόντων τι φάγωσι, προσκαλεσάμενος ο ιησούς τους μαθητάς αυτού λέγει αυτοίς. σπλαγχνίζομαι επί τον όχλον, ότι ήδη ημέρας τρεις προσμένουσι μοι, και ουκ έχουσι τι φάγωσι. και εάν απολύσω αυτούς νήστις εις οίκον αυτών, εκλυθήσονται εν τη οδώ. τινές γαρ αυτών μακρόθεν ήκασι. και απεκρίθησαν αυτώ οι μαθηταί αυτού. πόθεν τούτους δυνήσεται τις ώδε χορτάσαι άρτων επ ερημίας. και επηρώτα αυτούς. πόσους έχετε άρτους οι δε είπον επτά. και παρήγγειλε τω όχλοω αναπεσείν επί της γης. και λαβών τους επτά άρτους, ευχαριστήσας έκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς αυτού ίνα παραθώσι. και παρέθηκαν τω όχλω. και είχον ιχθύδια ολίγα και ευλογήσας είπε παραθείναι και αυτά. έφαγον δε και εχορτάσθησαν, και ήραν περισσεύματα κλασμάτων επτά σπυρίδας. ήσαν δε οι φαγόντες ως τετρακισχίλιοι, και απέλυσεν αυτούς. και ευθέως εμβάς εις το πλοίον μετά των μαθητών αυτού, ήλθεν εις τα μέρη δαλμανουθά, και εξήλθον οι φαρισαίοι και ήρξαντο συζητείν αυτώ ζητούντες παρ αυτού σημείον από του ουρανού πειράζοντες αυτόν, και αναστενάξας τω πνεύματι αυτού λέγει. τι η γενεά αύτη σημείον επιζητεί. αμήν λέγω υμίν, ει δοθήσεται τη γενεά ταύτη σημείον. και αφείς αυτούς εμβάς πάλιν εις πλοίον απήλθεν εις το πέραν. και επελάθοντο λαβείν άρτους. και ειμή ένα άρτον ουκ είχον μεθ εαυτών εν τω πλοίω. και διεστέλλετο αυτοίς λέγων. οράτε, βλέπετε από της ζύμης των φαρισαίων και της ζύμης ηρώδου. και διελογίζοντο προς αλλήλους λέγοντες, ότι άρτους ουκ έχομεν. και γνούς ο ιησούς λέγει αυτοίς. τί διαλογίζεσθε ότι άρτους ουκ έχετε. ούπω νοείτε ουδέ συνίετε, έτι πεπωρωμένην έχετε την καρδίαν υμών, οφθαλμούς έχοντες ου βλέπετε, και ώτα έχοντες ουκ ακούετε, και ου μνημονεύετε ότε τους πέντε άρτους έκλασα εις τους πεντακισχιλίους, πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ήρατε. λέγουσιν αυτώ δώδεκα. ότε δε τους επτά εις τους τετρακισχιλίους, πόσων σπυρίδων πληρώματα κλασμάτων ήρατε. οι δε είπον επτά. και έλεγεν αυτοίς πως ου συνίετε. και έρχεται εις βηθσαϊδά, και φέρουσιν αυτώ τυφλόν, και παρακαλύσιν αυτόν ίνα αυτού άψηται. και επιλαβόμενος της χειρός του τυφλού, εξήγαγεν αυτόν έξω της κώμης, και πτύσας εις τα όμματα αυτού, επιθείς τας χείρας αυτώ, επηρώτα αυτόν ει τι βλέπει, και αναβλέψας έλεγε. βλέπω τους ανθρώπους ως δένδρα περιπατούντας. είτα πάλιν επέθηκε τας χείρας επί τους οφθαλμούς αυτού, και εποίησεν αυτόν αναβλέψαι. και αποκατεστάθη, και ανέβλεψε τηλαυγώς άπαντας. και απέστειλεν αυτόν εις τον οίκον αυτού λέγων. μη δε εις την κώμην εισέλθης, μη δε είπης τινί εν τη κώμη. και εξήλθεν ο ιησούς και οι μαθηταί αυτού εις τας κώμας καισαρείας της φιλίππου, και εν τη οδώ επηρώτα τους μαθητάς αυτού λέγων αυτοίς. τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποιν είναι. οι δε απεκρίθησαν, ιωάννην τον βαπτιστήν, και άλλοι ηλίαν, άλλοι δε ένα των προφητών. και αυτός λέγει αυτοίς. υμείς δε τίνα με λέγετε είναι. αποκριθείς δε ο πέτρος λέγει αυτώ. συ ει ο χριστός. και επετίμησεν αυτοίς ίνα μηδενί λέγωσι περί αυτού. και ήρξατο διδάσκειν αυτούς ότι δει τον υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν, και αποδοκιμασθήναι από των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και γραμματέων, και αποκτανθήναι, και μετά τρεις ημέρας αναστήναι. και παρρησία τον λόγον ελάλει. και προσλαβόμενος αυτόν ο πέτρος, ήρξατο επιτιμάν αυτώ. ο δε επιστραφείς και ιδών τους μαθητάς αυτού, επετίμησε τω πέτρω λέγων. ύπαγε οπίσω μου σατανά, ότι ου φρονείς τα του θεού, αλλά τα των ανθρώπων. και προσκαλεσάμενος τον όχλον ουν τοις μαθηταίς αυτού είπεν αυτοίς. όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι οσ γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν. ος δαν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν. τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού. η τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού. ος γαρ επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ, και ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τη δόξη του πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων.

Chapter 9

Και έλεγεν αυτοίς. αμήν λέγω υμίν, ότι εισί τινές των ώδε εστηκότων οίτινες ουμή γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του θεού εληλυθύιαν εν δυνάμει. και μεθ ημέρας εξ παραλαμβάνει ο ιησούς τον πέτρον και τον ιάκωβον και ιωάννην, και αναφέρει αυτούς εις όρος υψηλόν κατιδίαν μόνους, και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών. και τα ιμάτια αυτού εγένετο στίλβοντα, λευκά λίαν ως χιών οία γναφεύς επί της γης ου δύναται λευκάναι. και ώφθη αυτοίς ηλίας συν μωσεί, και ήσαν συλλαλούντες τω ιησού. και αποκριθείς ο πέτρος λέγει τω ιησού. ραββί, καλόν εστίν ημάς ώδε είναι, και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις, σοι μίαν, και μωσεί μίαν, και ηλία μίαν, ου γαρ ήδει τι λαλήσει. ήσαν γαρ έμφοβοι. και εγένετο νεφέλη επισκιάζουσα αυτοίς. και ήλθε φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα. ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, αυτού ακούετε. και εξάπινα περιβλεψάμενοι, ουκ έτι ουδένα είδον ειμή τον ιησούν μόνον μεθ εαυτών. καταβαινόντων δε αυτών από του όρους, διεστείλατο αυτοίς ίνα μηδενί διηγήσωνται α είδον, ειμή όταν ο υιός του ανθρώπου εκ νεκρών αναστή. και τον λόγον εκράτησαν προς εαυτούς συζητούντες τι εστί το εκ νεκρών αναστήναι. και επηρώτων αυτόν λέγοντες. ότι λέγουσιν οι γραμματείς ότι ηλίαν δει ελθείν πρώτον. ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς. ηλίας μεν ελθών πρώτον αποκαθιστά πάντα, και πως γέγραπται επί τον υιόν του ανθρώπου ίνα πολλά πάθη και εξουδενωθή. αλλά λέγω υμίν ότι και ηλίας ελήλυθε, και εποίησαν αυτώ όσα ηθέλησαν καθώς γέγραπται επ αυτόν. και ελθών προς τους μαθητάς, είδεν όχλον πολύν περί αυτούς, και γραμματείς συζητούντας αυτοίς. και ευθέως πας ο όχλος ιδών αυτόν εξεθαμβήθη. και προστρέχοντες, ησσπάζοντο αυτόν. καί επηρώτησε τους γραμματείς. τι συζητείτε προς εαυτούς. και αποκριθείς εις εκ του όχλου είπε. διδάσκαλε ήνεγκα τον υιόν μου προς σε έχοντα πνεύμα άλαλον, και όπου αν αυτόν καταλάβη, ρήσσει αυτόν και αφρίζει, και τρίζει τους οδόντας αυτού και ξηραίνεται. και είπον τοις μαθηταίς σου ίνα αυτό εκβάλωσι, και ουκ ίσχυσαν. ο δε αποκριθείς αυτώ είπεν. ω γενεά άπιστος, εωσπότε προς υμάς έσομαι, εωσπότε ανέξομαι υμών. φέρετε αυτόν προς με, και ήνεγκαν αυτόν προς αυτόν. και ιδών αυτόν ευθέως το πνεύμα, εσπάραξεν αυτόν και πεσών επί της γης εκυλίετο αφρίζων. και επηρώτησε τον πατέρα αυτού. πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ. ο δε είπε. παιδιόθεν. και πολλάκις αυτόν και εις το πυρ έβαλε και εις το ύδωρ ίνα απολέση αυτόν. αλλ ει τι δύνασαι βοήθησον ημίν, σπλαγχνισθείς εφ ημάς. ο δε ιησούς είπεν αυτώ. το, ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστέυοντι. και ευθέως κράξας ο πατήρ του παιδίου, μετά δακρύων έλεγε. πιστεύω κύριε, βοήθει μου τη απιστία. ιδών δε ο ιησούς ότι επισυντρέχει όχλος, επετίμησε τω πνεύματι τω ακαθάρτω, λέγων αυτώ. το πνεύμα το άλαλον και κωφόν εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτε εισέλθης εις αυτόν. και κράξαν και πολλά σπαράξαν αυτόν, εξήλθε, και εγένετο ωσεί νεκρός, ώστε πολλούς λέγειν ότι απέθανεν. ο δε ιησούς κρατήσας της χειρός αυτού, ήγειρεν αυτόν και ανέστη. και εισελθόντα αυτόν εις οίκον οι μαθηταί αυτού επηρώτων αυτόν κατιδίαν ότι ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό. και είπεν αυτοίς τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ειμή εν προσευχή και νηστεία. και εκείθεν εξελθόντες, παρεπορεύοντο διά της γαλιλαίας, και ουκ ήθελεν ίνα τις γνω. εδίδασκε γαρ τους μαθητάς αυτού, και έλεγεν αυτοίς. ότι ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας ανθρώπων, και αποκτενούσιν αυτόν, και αποκτανθείς τη τρίτη ημέρα αναστήσεται. οι δε ηγνόουν το ρήμα, και εφοβούντο αυτόν επερωτήσαι. και ήλθεν εις καπερναουμ. και εν τη οικία γενόμενος επηρώτα αυτούς. τι εν τη οδώ προς εαυτούς διελογίζεσθε. οι δε εσιώπων, προς αλλήλους γαρ διελέχθησαν εν τη οδώ τις μείζων. και καθίσας εφώνησε τους δώδεκα και λέγει αυτοίς. ει τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος. και λαβών παιδίον, έστησεν αυτό εν μέσω αυτών, και εναγκαλισάμενος αυτό είπεν αυτοίς. ος εάν εν των παιδίων τοιούτων δέξηται επί τω ονόματι μου, εμέ δέχεται. και ος εάν εμέ δέξηται, ουχ εμέ δέχεται αλλά τον αποοστείλαντα με. απεκρίθη δε αυτώ ο ιωάννης λέγων. διδάσκαλε, είδομεν τινά τω ονόματι σου εκβάλλοντα δαιμόνια ος ουκ ακολουθεί ημίν, και εκωλύσαμεν αυτόν ότι ουκ ακολουθεί ημίν. ο δε ιησούς είπε. μη κωλύετε αυτόν. ουδείς γαρ εστίν ος ποιήσει δύναμιν επί τω ονόματι μου, και δυνήσεται ταχύ κακολογήσαι με. ος γαρ ουκ εστί καθ υμών, υπέρ υμών εστίν. ος γαρ αν ποτίση υμάς ποτήριον ύδατος εν ονόματι μου ότι χριστού εστέ, αμήν λέγω υμίν ουμή απολέση τον μισθόν αυτού. και ος εάν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ, καλόν εστίν αυτώ μάλλον ει περίκειται λίθος μυλικός περί τον τράχηλον αυτού, και βέβληται εις την θάλασσαν. και εάν σκανδαλίζη σε η χειρ σου, απόκοψον αυτήν. καλόν σοι εστί κυλλόν εις την ζωήν εισελθείν, η τας δύο χείρας έχοντα απελθείν εις την γέενναν εις το πυρ το άσβεστον όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται. και εάν ο πους σου σκανδαλίζη σε απόκοψον αυτόν. καλόν εστί σοι εισελθείν εις την ζωήν χωλόν, η τους δύο πόδας έχοντα βληθήναι εις την γέενναν εις το πυρ το άσβεστον, όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά, και το πυρ ου σβέννυται. και εάν ο οφθαλμός σου σκανδαλίζη σε, έκαβλε αυτόν. καλόν σοι εστί μονόφθαλμον εισελθείν εις την βασιλείαν του θεού, η δύο οφθαλμούς έχοντα, βληθήναι εις την γέενναν του πυρός, όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται. πας γαρ πυρί αλισθήσεται, και πάσα θυσία αλί αλισθήσετι. καλόν το άλας. εάν δε το άλας άναλον γένηται, εν τίνι αυτό αρτύσετε. έχετε εν εαυτοίς άλας, και ειρηνεύετε εν αλλήλοις.

Chapter 10

Και εκείθεν αναστάς, έρχεται εις τα όρια της ιουδαίας διά του πέραν του ιορδάνου. και συμπορεύονται πάλιν όχλοι προς αυτόν, και ως ειώθει πάλιν εδίδασκεν αυτούς. και προσελθόντες φαρισαίοι επηρώτων αυτόν, ει έξεστιν ανδρί γυναίκα απολύσαι, πειράζοντες αυτόν, ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς. τι υμίν ενετείλατο μωσής. οι δε είπον. μωσής επέτρεψε βιβλίον αποστασίου γράψαι και απολύσαι. και αποκριθείς ο ιησούς είπεν αυτοίς. προς την σκληροκαρδίαν υμών έγραψεν υμίν την εντολήν ταύτην. από δε αρχής κτίσεως άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς ο θεός, και είπεν. ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν. ώστε ουκ έτι εισί δύο, αλλά ία σαρξ. ο ουν ο θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω. και εν τη οικία πάλιν οι μαθηταί αυτού περί του αυτού επηρώτησαν αυτόν, και λέγει αυτοίς. ος εάν απολύση την γυναίκα αυτού και γαμήση άλλην, μοιχάται επ αυτήν. και εάν γυνή απολύση τον άνδρα αυτής και γαμηθή άλλω, μοιχάται. και προσέφερον αυτώ παιδία ίνα άψηται αυτών, οι δε μαθηταί επετίμων τοις προσφέρουσιν. ιδών δε ο ιησούς ηγανάκτησε και είπεν αυτοίς. άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με, και μη κωλύετε αυτά. των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του θεού. αμήν λέγω υμίν, ος εάν μη δέξηται την βασιλείαν του θεού ως παιδίον, ουμή εισέλθη εις αυτήν. και εναγκαλισάμενος αυτά τιθείς τας χείρας επ αυτά, ηυλόγει αυτά. και εκπορευομένου αυτού εις οδόν, προσδραμών τις και γονυπετήσας αυτόν επηρώτα αυτόν. διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω. ο δε ιησούς είπεν αυτώ. τι με λεγεις αγαθόν. ουδείς αγαθός, ειμή εις ο θεός. τας εντολάς οίδας. μη μοιχεύσης, μη φονεύσης, μη κλέψης, μη ψευδομαρτυρήσης, μη αποστερήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα. ο δε αποκριθείς είπεν αυτώ. διδάσκαλε, ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητος μου ο δε ιησούς εμβλέψας αυτώ ηγάπησεν αυτόν και είπεν αυτώ. εν σοι υστερεί. ύπαγε όσα έχεις πώλησον και δος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι άρας τον σταυρόν. ο δε στυγνάσας επί τω λόγω, απήλθε λυπούμενος. ην γαρ έχων κτήματα πολλά. και περιβλεψάμενος ο ιησούς λέγει τοις μαθηταίς αυτού. πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εις την βασιλείαν του θεού εισελεύσονται. οι δε μαθηταί εθαμβούντο επί τοις λόγοις αυτού. ο δε ιησού πάλιν αποκριθείς λέγει αυτοίς. τέκνα, πως δύσκολον εστί τους πεποιθότας επί χρήμασιν, εις την βασιλείαν του θεού εισελθείν. ευκοπώτερον γαρ εστί κάμηλον διά της τρυμαλιάς της ραφίδος εισελθείν, η πλούσιον εις την βασιλείαν του θεού εισελθείν. οι δε περισσωώς εξεπλήσσοντο λέγοντες προς εαυτούς και τις δύναται σωθήναι. εμβλέψας δε αυτοίς ο ιησούς λέγει. παρά ανθρώποις αδύνατον, αλλ ου παρά θεώ. πάντα γαρ δυνατά εστί παρά τω θεώ. ήρξατο δε ο πέτρος λεγειν αυτώ. ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμεν σοι. και αποκριθείς ο ιησούς, είπεν. αμήν λέγω υμίν. ουδείς εστίν ος αφήκεν οικίαν, η αδελφούς η αδελφάς, η πατέρα η μητέρα, η γυναίκα η τέκνα, η αγρούς, ένεκεν εμού και ένεκεν του ευαγγελίου, εάν μη λάβη εκατονταπλασίονα νυν εν τω καιρώ τούτω, οικίας και αδελφούς και αδελφάς, και μητέρας και τέκνα, και αγρούς μετά διωγμών, και εν τω αιώνι τω ερχομένω ζωήν αιώνιον. πολλοί δε έσονται πρώτοι έσχατοι, και έσχατοι πρώτοι. ήσαν δε εν τη οδώ αναβαίνοντες εις ιεροσόλυμα, και ην προάγων αυτών ο ιησούς. και εθαμβούντο, και ακολοουθούντες εφοβούντο. και παραλαβών πάλιν τους δώδεκα, ήρξατο αυτοίς λέγειν τα μέλλοντα αυτώ συμβαίνειν. ότι ιδού αναβαίνομεν εις ιεροσόλυμα, και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και τοις γραμματεύσι, και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω, και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσι, και εμπαίξουσιν αυτώ, και μαστιγώσουσιν αυτόν, και εμπτύσουσιν αυτώ, και αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται. και προσπορεύονται αυτώ ιάκωβος και ιωάννης οι υιοί ζεβεδαίου λέγοντες. διδάσκαλε, θέλομεν ίνα ο εάν αιτήσωμεν ποιήσης ημίν. ο δε είπεν αυτοίς. τι θέλετε ποιήσαι με υμίν. οι δε είπον αυτώ. δος ημίν ίνα εις εκ δεξιών σου και εις εξ ευωνύμων σου καθίσωμεν εν τη δόξη σου. ο δε ιησούς είπεν αυτοίς. ουκ οίδατε τι αιτείσθε. δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγώ πίνω και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι οι δε είπον αυτώ. δυνάμεθα. ο δε ιησούς είπεν αυτοίς. το μεν ποτήριον ο εγώ πίνω πίεσθε, και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε, το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων μου ουκ εστίν εμόν δούναι, αλλ οις ητοίμασται. και ακούσαντες οι δέκα ήρξαντο αγανακτείν περί ιακώβου και ιωάννου. ο δε ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς, λέγει αυτοίς. οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριέυουσιν αυτών, και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών. ουχ ούτως δε έσται εν υμίν, αλλ ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος. και ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος. και γαρ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών. και έρχονται εις ιεριχώ. και εκπορευομένου αυτού από ιεριχώ και των μαθητών αυτού και όχλου ικανού, υιός τιμαίου βαρτιμαίος ο τυφλός εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών. και ακούσας ότι ιησούς ο ναζωραίος εστίν, ήρξατο κράζειν και λέγειν. ο υιός δαυίδ ιησού ελέησον με. και επετίμων αυτώ πολλοί ίνα σιωπήση. ο δε πολλώ μάλλον έκραζεν, υιέ δαυίδ ελέησον με. και στας ο ιησούς, είπεν αυτόν φωνηθήναι. και φωνούσι τον τυφλόν λέγοντες αυτώ. θάρσει. έγειραι φωνεί σε. ο δε αποβαλών το ιμάτιον αυτού, αναστάς ήλθε προς τον ιησούν. και αποκριθείς λέγει αυτώ ο ιησούς. τι θέλεις ποιήσω σοι. ο δε τυφλός είπεν αυτώ. ραβουνί ίνα αναβλέψω. ο δε ιησούς είπεν αυτώ. ύπαγε η πίστις σου σέσωκε σε. και ευθέως ανέβλεψε, και ηκολούθησε τω ιησού εν τη οδώ.

Chapter 11

Και ότε εγγίζουσιν εις ιερουσαλήμ εις βηθσφαγή και βηθανίαν προς το όρος των ελαιών, αποστέλλει δύο των μαθητών αυτού και λέγει αυτοίς. υπάγετε εις την κώμην την κατέναντι υμών. και ευθέως εισπορευόμενοι εις αυτήν ευρήσετε πώλον δεδεμένον, εφ ον ουδείς ανθρώπων κεκάθικε. λύσαντες αυτόν, αγάγετε. και εάν τις υμίν είπη τι ποιείτε τούτο, είπατε ότι ο κύριος αυτού χρείαν έχει. και ευθέως αυτόν αποστέλλει ώδε. απήλθον δε και εύρον τον πώλον δεδεμένον προς την θύραν έξω επί του αμφόδου. και λύουσιν αυτόν, και τινές των εκεί εστώτων, έλεγον αυτοίς. τι ποιείτε λύοντες τον πώλον. οι δε είπον αυτοίς καθώς ενετείλατο ο ιησούς, και αφήκαν αυτούς. και ήγαγον τον πώλον προς το ιησούν, και επέβαλον αυτώ τα ιμάτια αυτών, και εκάθισεν επ αυτώ. πολλοί δε τα ιμάτια αυτών έστρωσαν εις την οδόν. άλλοι δε στοιβάδας έκοπτον εκ των δένδρων, και εστρώννυον εις την οδόν. και οι προάγοντες και οι ακολουθούντες έκραζον λέγοντες. ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι κυρίου. ευλογημένη η ερχομένη βασιλεία εν ονόματι κυρίου του πατρός ημών δαυίδ, ωσαννά εν τοις υψίστοις. και εισήλθεν εις ιεροσόλυμα ο ιησούς εις το ιερόν, και περιβλεψάμενος πάντα, οψίας ήδη ούσης της ώρας, εξήλθεν εις βηθανίαν μετά των δώδεκα. και τη επαύριον εξελθόντων αυτών από βηθανίας επείνασε, και ιδών συκήν μακρόθεν έχουσαν φύλλα, ήλθεν ει άρα ευρήσει τι εν αυτή. και ελθών επ αυτήν, ουδέν εύρεν ειμή φύλλα.λ ου γαρ ημ καιρός σύκων. και αποκριθείς ο ιησούς είπεν αυτή. μηκέτι εκ σου εις τον αιώνα μηδείς καρπόν φάγη. και ήκουσον οι μαθηταί αυτού, και έρχονται εις ιεροσόλυμα, και εισελθών ο ιησούς εις το ιερόν, ήρξατο εκβάλλειν τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω ιερώ. και τας τραπέζας των κολλυβιστών και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς κατέστρεψε. και ουκ ήφιεν ίνα τις διενέγκη σκεύος διά του ιερού, και εδίδασκε λέγων αυτοίς. ου γέγραπται ότι ο οίκος μου οίκος προσευχής κληθήσεται πάσι τοις έθνεσι. υμείς δε εποιήσατε αυτόν σπήλαιον ληστών. και ήκουσαν οι γραμματείς και οι αρχιερείς, και εζήτουν πως αυτόν απολέσωσιν, εφοβούντο γαρ αυτόν ότι πας ο όχλος εξεπλήσσετο επί τη διδαχή αυτού. και ότε οψέ εγένετο, εξεπορεύετο έξω της πόλεως. και πρωΐ παραπορευόμενοι, είδον την συκήν εξηραμμένην εκ ριζών. και αναμνησθείς ο πέτρος, λέγει αυτώ. ραββί, ίδε η συκή ην κατηράσω εξήρανται. και αποκριθείς ο ιησούς λέγει αυτοίς, έχετε πίστιν θεού. αμήν γαρ λέγω υμίν, ότι ος αν είπη τω όρει τούτω άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, και μη διακριθή εν τη καρδία αυτού, αλλά πιστεύσει ότι α λέγει γίνεται, έσται αυτώ ο εάν είπη. διά τούτο λέγω υμίν, πάντα όσα αν προσευχόμενοι αιτήσθε, πιστεύετε ότι λαμβάνετε, και έσται υμίν. και όταν στήκητε προσευχόμενοι αφίετε εί τι έχετε κατά τινός, ίνα και ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς αφή υμίν τα παραπτώματα υμών. ει δε υμείς ουκ αφίετε, ουδέ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς αφήσει τα παραπτώματα υμών. και έρχονται πάλιν εις ιεροσόλυμα. και εν τω ιερώ περιπατούντος αυτού, έρχονται προς αυτόν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι και λέγουσιν αυτώ. εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς. και τις σοι την εξουσίαν ταύτην έδωκεν ίνα ταύτα ποιής. ο δε ιησούς αποκριθείς είπεν αυτοίς. επερωτήσω υμάς και εγώ ένα λόγον, και αποκρίθητε μοι, και ερώ υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ. το βάπτισμα ιωάννου εξ ουρανού ην η εξ ανθρώπων. αποκρίθητε μοι. και ελογίζοντο προς εαυτούς λέγοντες. εάν είπωμεν εξ ουρανού ερεί, διά τι ουν ουκ επιστεύσατε αυτώ. αλλ είπωμεν εξ ανθρώπων, εφοβούντο τον λαόν. άπαντες γαρ είχον τον ιωάννην ότι όντως προφήτης ην. και αποκριθέντες λέγουσι τω ιησού. ουκ οίδαμεν. και ο ιησούς αποκριθείς λέγει αυτοίς. ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ.

Chapter 12

Και ήρξατο αυτοίς εν παραβολαίς λέγειν αμπελώνα εφύτευσεν άνθρωπος. και περιέθηκε φραγμόν, και ώρυξεν υπολήνιον, και ωκοδόμησε πύργον, και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησε. και απέστειλε προς τους γεωργούς τω καιρώ δούλον ίνα παρά των γεωργών λάβη από του καρπού του αμπελώνος. οι δε λαβόντες αυτόν έδειραν και απέστειλαν κενόν. και πάλιν απέστειλε προς αυτούς άλλον δούλον, κακείνον λιθοβολήσαντες εκεφαλαίωσαν, και απέστειλαν ητιμωμένον. και πάλιν άλλον απέστειλε, κακείνον απέκτειναν. και πολλούς άλλους τους μεν δαίροντες, τους δε αποκτένοντες. έτι ουν ένα υιόν έχων αγαπητόν αυτού, απέστειλε και αυτόν προς αυτούς έσχατον λέγων. ότι εντραπήσονται τον υιόν μου. εκείνοι δε οι γεωργοί είπον προς αυτούς. ότι ούτος εστίν ο κληρονόμος. δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν, και ημών έσται η κληρονομία. και λαβόντες αυτόν, απέκτειναν, και εξέβαλον έξω του αμπελώνος. τι ουν ποιήσει ο κύριος του αμπελώνος. ελευσεται και απολέσει τους γεωργούς, και δώσει τον αμπελώνα άλλοις. ου δε την γραφήν ταύτην ανέγνωτε, λίθον ον απεδοκίμασαν οι{;} οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας. παρά κυρίου εγένετο αύτη, και εστί θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών. και εζήτουν αυτόν κρατήσαι, και εφοβήθησαν τον όχλον. έγνωσαν γαρ ότι προς αυτούς την παραβολήν είπε. και αφέντες αυτόν απήλθον, και αποστέλλουσι προς αυτόν τινάς των φαρισαίων και ηρωδιανών, ίνα αυτόν αγρεύσωσι λόγω. οι δε ελθόντες λέγουσιν αυτώ. διδάσκαλε, οίδαμεν ότι αληθής ει, και ου μέλει σοι περί ουδενός. ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων. αλλ επ αληθείας την οδόν του θεού διδάσκεις. έξεστι κήνσον καίσαρι δούναι, η ου. δώμεν η μη δώμεν. ο δε ειδώς αυτών την υπόκρισιν, είπεν αυτοίς. τι με πειράζετε, φέρετε μοι δηνάριον ίνα ίδω. οι δε ήνεγκαν. και λέγει αυτοίς. τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή. οι δε είπον αυτώ. καίσαρος. και αποκριθείς ο ιησούς είπεν αυτοίς, απόδοτε τα καίσαρος καίσαρι, και τα του θεού τω θεώ. και εθαύμασαν επ αυτώ. και έρχονται σαδδουκαίοι προς αυτόν, οίτινες λέγουσιν ανάστασιν μη είναι, και επηρώτησαν αυτόν λέγοντες. διδάσκαλε, μωσής έγραψεν ημίν ότι εάν τινός αδελφός αποθάνη, και καταλίπη γυναίκα και τέκνα μη αφή, ίνα λάβη ο αδελφός αυτού την γυναίκα αυτού, και εξαναστήση σπέρμα τω αδελφώ αυτού. επτά αδελφοί ήσαν και ο πρώτος έλαβε γυναίκα, και αποθνήσκων ουκ αφήκε σπέρμα. και ο δεύτερος έλαβεν αυτήν και απέθανε, και ουδέ αυτός αφήκε σπέρμα. και ο τρίτος ωσαύτως. και έλαβον αυτήν οι επτά, και ουκ αφήκαν σπέρμα. εσχάτη πάντων απέθανε και η γυνή. εν τη αναστάσει όταν αναστώσι, τίνος αυτών έσται γυνή. οι γαρ επτά έσχον αυτήν γυναίκα. και αποκριθείς ο ιησούς είπεν αυτοίς. ου διά τούτο πλανάσθε, μη ειδότες τας γραφάς μη δε την δύναμιν του θεού. όταν γαρ εκ νεκρών αναστώσιν, ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίσκονται, αλλ εισίν ως άγγελοι οι εν τοις ουρανοίς. περί δε των νεκρών ότι εγείρονται, ουκ ανέγνωτε εν τη βίβλω μωσέως επί της βάτου, ως είπεν αυτώ ο θεός λέγων. εγώ ο θεός αβραάμ και ο θεός ισαάκ και ο θεός ιακώβ. ουκ εστίν ο θεός θεός νεκρών, αλλά ζώντων. υμείς ουν πολύ πλανάσθε. και προσελθών εις των γραμματέων, ακούσας αυτών συζητούντων, ειδώς ότι καλώς απεκρίθη επηρώτησεν αυτόν. ποία εστί πρώτη πασών εντολή. ο δε ιησούς απεκρίθη αυτώ. ότι πρώτη πασών των εντολών. άκουε ισραήλ κύριος ο θεός ημών, κύριος εις εστί. και αγαπήσεις κύριον τον θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψηχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ισχύος σου. αύτη πρώτη εντολή. και δευτέρα ομοία αύτη. αγαπήσεις τον πλησίον σου ώς σεαυτόν. μείζων τούτων άλλη εντολή ουκ έστι. και είπεν αυτώ ο γραμματεύς. καλώς διδάσκαλε επ αληθείας είπας, ότι εις εστί και ουκ εσίν άλλος πλήν αυτού. και το αγαπάν αυτόν εξ όλης της καρδίας, και εξ όλης της συνέσεως, και εξ όλης της ψυχής, και εξ όλης της ισχύος, και το αγαπάν τον πλησίον ως εαυτόν, πλείον εστί πάντων των ολοκαυτωμάτων και θυσιών. και ο ιησούς ιδών αυτόν ότι νουνεχώς απεκριθη, είπεν αυτώ. ου μακράν ει από της βασιλείας του θεού. και ουδείς ουκ έτι ετόλμα αυτόν επερωτήσαι. και αποκριθείς ο ιησούς, έλεγε διδάσκων εν τω ιερώ. πως λέγουσιν οι γραμματείς ότι ο χριστός υιός εστί δαυίδ. αυτός γαρ δαυίδ είπεν εν πνεύματι αγίω. λέγει ο κύριος τω κυρίω μου κάθου εκ δεξιών μου. έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου. αυτός ουν δαυίδ λέγει αυτόν κύριον, και πόθεν υιός αυτού εστί. και πολύς όχλος ήκουσεν αυτού ηδέως. και έλεγεν αυτοίς εν τη διδαχή αυτού. βλέπετε από των γραμματέων των θελόντων εν στολαίς περιπατείν, και ασπασμούς εν ταις αγοραίς, και πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς, και πρωτοκλησίας εν τοις δείπνοις. οι κατεσθίοντες τας οικίας των χηρών, και προφάσει μακρά προσευχόμενοι. ούτοι λήψονται περισσότερον κρίμα. και καθίσας ο ιησούς κατέναντι του γαζοφυλακίου, εθεώρει πως ο όχλος βάλλει χαλκόν εις το γαζοφυλάκιον. και πολλοί πλούσιοι έβαλον πολλά. και ελθούσα μία χήρα πτωχή, έβαλε λεπτά δύο ο εστί κοδράντης. και προσκαλεσάμενος τους μαθητάς αυτού είπεν αυτοίς αμήν λέγω υμίν, ότι η χήρα αύτη η πτωχή πλείον πάντων βέβληκε των βαλλόντων έις το γαζοφυλάκιον. πάντες γαρ εκ του περισσεύοντος αυτοίς έβαλον, αύτη δε εκ της υστερήσεως αυτής πάντα όσα είχεν έβαλεν όλον τον βίον αυτής.

Chapter 13

Και εκπορευομένου αυτού εκ του ιερού, λέγει αυτώ εις εκ των μαθητών αυτού. διδάσκαλε, ίδε ποταποί λίθοι και ποταπαί οικοδομαί. και αποκριθείς ο ιησούς είπεν αυτώ. βλέπεις αύτας τας μεγάλας οικοδομάς, ουμή αφεθή λίθος επί λίθω ος ουμή καταλυθή. και καθημένου αυτού εις το όρος των ελαιών κατέναντι του ιερού, επηρώτων αυτόν κατιδίαν πέτρος και ιάκωβος και ιωάννης και ανδρέας. ειπέ ημίν πότε ταύτα έσται, και τι το σημείον όταν μέλλη ταύτα πάντα συντελείσθαι. ο δε ιησούς αποκριθείς αυτοίς ήρξατο λέγειν. βλέπετε μη τις υμάς πλανήση. πολλοί γαρ ελεύσονται επί τω ονόματι μου λέγοντες ότι εγώ ειμί, και πολλούς πλανήσουσιν. όταν δε ακούσητε πολέμους και ακοάς πολέμων, μη θροείσθε. δει γαρ γενέσθαι αλλ ούπω το τέλος. εγερθήσεται γαρ έθνος επί έθνος, και βασιλεία απί βασιλείαν, και έσονται σεισμοί κατά τόπους, και έσονται λιμοί και ταραχαί. αρχαί ωδίνων ταύτα. βλέπετε δε υμείς εαυτούς. παραδώσουσι γαρ υμάς εις συνέδρια, και εις συναγωγάς δαρήσεσθε, και επί ηγεμόνων και βασιλέων σταθήσεσθε ένεκεν εμού, εις μαρτύριον αυτοίς. και εις πάντα τα έθνη δει πρώτον κηρυχθήναι το ευαγγέλιον. όταν δε αγάγωσιν υμάς παραδιδόντες, μη προμεριμνάτε τι λαλήσητε μη δε μελετάτε, αλλ ο εάν δοθή υμίν εν εκείνη τη ώρα, τούτο λαλείτε. ου γαρ εστέ υμείς οι λαλούντες, αλλά το πνεύμα το άγιον. παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επί γονείς, και θανατώσουσιν αυτούς, και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων διά το όνομα μου. ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται. όταν δε ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως το ρηθέν υπό δανιήλ του προφήτου εστός όπου ου δει ο αναγινώσκων νοείτω. τότε οι εν τη ιουδαία φευγέτωσαν εις τα όρη. ο δε επί του δώματος, μη καταβάτω εις οικίαν, μη δε εισελθέτω άραι τι εκ της οικίας αυτού. και ο εις τον αγρόν ων, μη επιστρεψάτω εις τα οπίσω άραι το ιμάτιον αυτού. ουαί δε ταις εν γαστρί εχούσαις, και ταις θηλαζούσαις εν εκείναις ταις ημέραις. προσεύχεσθε δε ίνα μη γένηται η φυγή υμών χειμώνος. έσονται γαρ αι ημέραι εκείναι θλίψις, οία ου γέγονε τοιαύτη απ αρχής κτίσεως ης έκτισεν ο θεός έως του νυν, και ουμή γένηται. και ειμή κύριος εκολόβωσε τας ημέρας, ουκ αν εσώθη πάσα σαρξ. αλλά διά τους εκλεκτούς ους εξελέξατο, εκολόβωσε τας ημέρας. και τότε εάν τις υμίν είπη ιδού ώδε ο χριστός η ιδού εκεί, μη πιστεύσητε. εγερθήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται, και δώσουσι σημεία και τέρατα προς το αποπλανάν ει δυνατόν και τους εκλεκτούς. υμείς δε βλέπετε. ιδού προείρηκα υμίν πάντα. αλλ εν εκείναις ταις ημέραις, μετά την θλίψιν εκείνην ο ήλιος σκοτισθήσεται, και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής. και οι αστέρες του ουρανού έσονται εκπίπτοντες. και αι δυνάμεις αι εν τοις ουρανοίς σαλευθήσονται. και τότε όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν νεφέλαις, μετά δυνάμεως πολλής και δόξης. και τότε αποστελεί τους αγγέλους αυτού, και απισυνάξει τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων, απ άκρου γης έως άκρου ουρανού από δε της συκής μάθετε την παραβολήν. όταν δη ο κλάδος αυτής απαλός γένηται, και εκφύη τα φύλλα, γινώσκετε ότι εγγύς το θέρος εστίν. ούτω και υμείς όταν ταύτα ίδητε γινόμενα, γινώσκετε ότι εγγύς εστίν επί θύραις. αμήν λέγω υμίν, ότι ουμή παρέλθη η γενεά αύτη, μέχρις ου πάντα ταύτα γένηται. ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ουμή παρέλθωσι. περί δε της ημέρας εκείνης και ώρας, ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι οι εν τω ουρανώ, ουδέ ο υιός, ειμή ο πατήρ. βλέπετε αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, ουκ οίδατε γαρ πότε ο καιρός εστίν. ως άνθρωπος απόδημος αφείς την οικίαν αυτού, και δους τοις δούλοις αυτού την εξουσίαν, και εκάστω το έργον αυτού, και τω θυρωρώ ενετείλατο ίνα γρηγορή. γρηγορείτε ουν ουκ οίδατε γαρ πότε ο κύριος της οικίας έρχεται οψέ, η μεσονυκτίου, η αλεκτοροφωνίας, η πρωΐ, μη ελθών εξαίφνης, εύρη υμάς καθεύδοντας. α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω. γρηγορείτε.

Chapter 14

Ην δε το πάσχα και τα άζυμα μετά δύο ημέρας, και εζήτουν οι αρχιερείς και οι γραμματείς πως αυτόν εν δόλω κρατήσαντες αποκτείνωσιν. έλεγον δε. μη εν τη εορτή, μήποτε θόρυβος έσται του λαού. και όντος αυτού εν βηθανία εν τη οικία σίμωνος του λεπρού, κατακειμένου αυτού, ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς, και συντρίψασα το αλάβαστρον, κατέχεεν αυτού κατά της κεφαλής. ήσαν δε τινές αγανακτούντες προς εαυτούς και λέγοντες. εις τι η απώλεια αύτη του μύρου γέγονεν. ηδύνατο γαρ τούτο πραθήναι επάνω τριακοσίων δηναρίων, και δοθήναι τοις πτωχοίς. και ενεβριμώντο αυτή. ο δε ιησούς είπεν. άφετε αυτήν. τι αυτή κόπους παρέχετε. καλόν έργον ειργάσατο εν εμοί. πάντοτε γαρ τους πτωχούς έχετε μεθ εαυτών, και όταν θέλητε δύνασθε αυτούς ευποιήσαι, εμέ δε ου πάντοτε έχετε. ο έσχεν αύτη εποίησε, προέλαβε μυρίσαι μου το σώμα εις τον ενταφιασμόν, αμήν λέγω υμίν όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον, και ο εποίησεν αύτη λαληθήσεται εις μνημόσυνον αυτής. και ο ιούδας ο ισκαριώτης εις των δώδεκα απήλθε προς τους αρχιερείς ίνα παραδώ αυτόν αυτοίς. οι δε ακούσαντες εχάρησαν, και επηγγείλαντο αυτώ αργύριον δούναι. και εζήτει πως ευκαίρως αυτόν παραδώ. και τη πρώτη ημέρα των αζύμων ότε το πάσχα έθυον, λέγουσιν αυτώ οι μαθηταί αυτού. που θέλεις απελθόντες ετοιμάσομεν ίνα φάγης το πάσχα. και αποστέλλει δύο των μαθητών αυτού, και λέγει αυτοίς. υπάγετε εις την πόλιν, και απαντήσει υμίν άνθρωπος κεράμιον ύδατος βαστάζων, ακολουθήσατε αυτώ, και όπου εάν εισέλθη, είπατε τω οικοδεσπότη, ότι ο διδάσκαλος λέγει. που εστί το κατάλυμα όπου το πάσχα μετά των μαθητών μου φάγω. και αυτός υμίν δείξει ανώγαιον μέγα εστρωμένον έτοιμον, εκεί ετοιμάσατε ημίν. και εξήλθον οι μαθηταί αυτού και ήλθον εις την πόλιν, και εύρον καθώς είπεν αυτοίς, και ητοίμασαν το πάσχα. και οψίας γενομένης, έρχεται μετά των δώδεκα, και ανακειμένων αυτών και εσθιόντων, είπεν ο ιησούς. αμήν λέγω υμίν, ότι εις εξ υμών παραδώσει με ο εσθίων μετ εμού. οι δε ήρξαντο λυπείσθαι και λέγειν αυτώ εις καθ εις. μήτι εγώ. και άλλος, μήτι εγώ. ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς. εις εκ των δώδεκα ο εμβαπτόμενος μετ εμού εις το τρυβλίον. ο μεν υιός του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού. ουαί δε τω ανθρώπω εκείνω δι ου ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται. καλόν ην αυτώ, ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος. και εσθιόντων αυτών, λαβών ο ιησούς άρτον και ευλογήσας, έκλασε και έδωκεν αυτοίς και είπε. λάβετε φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου. και λαβών το ποτήριον ευχαριστήσας, έδωκεν αυτοίς, και έπιον εξ αυτού πάντες, και είπεν αυτοίς. τούτο εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον. αμήν λέγω υμίν, ότι ουκ έτι ουμή πίω εκ του γεννήματος της αμπέλου, έως της ημέρας εκείνης όταν αυτό πίνω καινόν εν τη βασιλεία του θεού. και υμνήσαντες, εξήλθον εις το όρος των ελαιών, και λέγειν αυτοίς ο ιησούς. ότι πάντες σκανδαλισθήσεσθε εν εμοί εν τη νυκτί ταύτη. ότι γέγραπται, πατάξω τον ποιμένα. και διασκορπισθήσεται τα πρόβατα. αλλά μετά το εγερθήναι με, προάξω υμών εις την γαλιλαίαν. ο δε πέτρος έφη αυτώ. και ει πάντες σκανδαλισθήσονται εν σοι, αλλ ουκ εγώ. και λέγει αυτώ ο ιησούς. αμήν λέγω σοι, ότι συ σήμερον εν τη νυκτί ταύτη πρινή δις αλέκτορα φωνήσαι, τρις απαρνήση με ο δε εκ περισσού έλεγε μάλλον, εάν με δέη συναποθανείν σοι, ουμή σε απαρνήσωμαι. ωσαύτως δε και πάντες έλεγον. και έρχονται εις χωρίον ου το όνομα γεθσημανή, και λέγει τοις μαθηταίς αυτού. καθίσατε ώδε έως προσεύξομαι. και παραλαμβάνει τον πέτρον και ιάκωβον και ιωάννην μεθ εαυτού, και ήρξατο εκθαμβείσθαι και αδημονείν. και λέγει αυτοίς. περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου. μείνατε ώδε, και γρηγορείτε μετ εμού. και προελθών μικρόν, έπεσεν επί της γης και προσηύχετο, ίνα ει δυνατόν εστί παρέλθη απ αυτού η ώρα. και έλεγεν. αββά ο πατήρ, πάντα δυνατά σοι, παρένεγκε το ποτήριον απ εμού τούτο. αλλ ου τι εγώ θέλω, αλλά τι συ. και έρχεται και ευρίσκει αυτούς καθεύδοντας, και λέγει τω πέτρω. σίμων καθεύδεις, ουκ ίσχυσας μίαν ώραν γρηγορήσαι. γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν. το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής. και πάλιν απελθών προσηύξατο τον αυτόν λόγον ειπών. και υποστρέψας, εύρεν αυτούς πάλιν καθεύδοντας. ήσαν γαρ οι οφθαλμοί αυτών βεβαρημένοι, και ουκ ήδεισαν τι αυτώ αποκριθώσι. και έρχεται το τρίτον και λέγει αυτοίς. καθεύδετε το λοιπόν και αναπαύεσθε. απέχει. ήλθεν η ώρα, ιδού παραδίδοται ο υιός του ανθρώπου εις τας χείρας των αμαρτωλών. εγείρεσθε άγωμεν. ιδού ο παραδιδούς με ήγγικε. και ευθέως έτι αυτού λαλούντος, παραγίνεται ιούδας εις ων των δώδεκα, και μετ αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων παρά των αρχιερέων και των γραμματέων και των πρεσβυτέρων. δεδώκει δε ο παραδιδούς αυτόν συσσημον αυτοίς λέγων. ον αν φιλήσω αυτός εστί, κρατήσατε αυτόν και απαγάγετε ασφαλώς. και ελθών ευθέως προσελθών αυτώ λέγει. χαίρε ραββί. και κατεφίλησεν αυτόν. οι δε επέβαλον επ αυτόν τας χείρας αυτών, και εκράτησαν αυτόν. εις δε τις των παρεστηκότων σπασάμενος την μάχαιραν, έπαισε τον δούλον του αρχιερέως, και αφείλεν αυτού το ωτίον. και αποκριθείς ο ιησούς είπεν αυτοίς. ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με. καθημέραν ήμην προς υμάς εν τω ιερώ διδάσκων, και ουκ εκρατήσατε με. αλλ ίνα πληρωθώσιν αι γραφαί. και αφέντες αυτόν πάντες έφυγον. και εις τις νεανίσκος ηκολούθησεν αυτώ περιβεβλημένος σινδόνα επί γυμνού, και κρατούσιν αυτόν οι νεανίσκοι. ο δε καταλιπών την σινδόμα, γυμνός έφυγεν απ αυτών. και απήγαγον τον ιησούν προς τον αρχιερέα. και συνέρχονται αυτώ πάντες οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, και οι γραμματείς. και ο πέτρος από μακρόθεν ηκολούθησεν αυτώ έως έσω εις την αυλήν του αρχιερέως. και ην συγκαθήμενος μετά των υπηρετών, και θερμαινόμενος προς το φως. οι δε αρχιερείς και όλον το συνέδριον, εζήτουν κατά του ιησού μαρτυρίαν εις το θανατώσαι αυτόν, και ουχ εύρισκον. πολλοί γαρ εψευδομαρτύρουν κατ αυτού, και ίσαι αι μαρτυρίαι ουκ ήσαν. και τινές αναστάντες, εψευδομαρτύρουν κατ αυτού, λέγοντες. ότι ημείς ηκούσαμεν αυτού λέγοντος ότι εγώ καταλύσω τον ναόν τούτον τον χειροποίητον, και διά τριών ημερών άλλον αχειροποίητον οικοδομήσω. και ουδέ ούτως ίση ην η μαρτυρία αυτών. και αναστάς ο αρχιερεύς εις μέσον, επηρώτησε τον ιησούν λέγων. ουκ αποκρίνη ουδέν, τι ούτοι σου καταμαρτυρούσιν. ο δε εσιώπα και ουδέν απεκρίνατο. πάλιν ο αρχιερεύς επηρώτα αυτόν και λέγει αυτώ. συ ει ο χριστός ο υιός του ευλογητού. ο δε ιησούς είπεν. εγώ ειμί. και όψεσθε τον υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών καθήμενον της δυνάμεως, και ερχόμενον μετά των νεφελών του ουρανού. ο δε αρχιερεύς διαρρήξας τους χιτώνας αυτού λέγει. τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων. ηκούσατε της βλασφημίας, τι υμίν φαίνεται. οι δε πάντες κατέκριναν αυτόν ένοχον είναι θανάτου. και ήρξαντο τινές εμπτύειν αυτώ, και περικαλύπτειν το πρόσωπον αυτού, και κολαφίζειν αυτόν, και λέγειν αυτώ. προφήτευσον. και οι υπηρέται ραπίσμασιν αυτόν έβαλλον. και όντος του πέτρου εν τη αυλή κάτω, έρχεται μία των παιδίσκων του αρχιερέως, και ιδούσα τον πέτρον θερμαινόμενον εμβλέψασα αυτώ λέγει. και συ μετά του ναζαρηνού ιησού ήσθα. ο δε ηρνήσατο λέγων. ουκ οίδα, ούτε επίσταμαι τι συ λέγεις. και εξήλθεν έξω εις το προαύλιον, και αλέκτωρ εφώνησε. και η παιδίσκη ιδούσα αυτόν πάλιν, ήρξατο λέγειν τοις παρεστηκόσιν, ότι ούτος εξ αυτών εστίν. ο δε πάλιν ηρνείτο. και μετά μικρόν πάλιν οι παρεστώτες έλεγον τω πέτρω. αληθώς εξ αυτών ει, και γαρ γαλιλαίος ει, και η λαλιά σου ομοιάζει. ο δε ήρξατο αναθεματίζειν και ομνύειν, ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον τού τον ον λέγετε. και εκ δευτέρου αλέκτωρ εφώνησε. και ανεμνήσθη ο πέτρος το ρήμα ο είπεν αυτώ ο ιησούς. ότι πριν αλέκτωρα φωνήσαι δις, απαρνήση με τρις. και επιβαλών έκλαιε.

Chapter 15

Και ευθέως επί το πρωΐ συμβούλιον ποιήσαντες οι αρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και γραμματέων, και όλον το συνέδριον, δήσαντες τον ιησούν απήνεγκαν, και παρέδωκαν τω πιλάτω. και επηρώτησεν αυτόν ο πιλάτος. συ ει ο βασιλεύς των ιουδαίων. ο δε αποκριθείς είπεν αυτώ. συ λέγεις. και κατηγόρουν αυτού οι αρχιερείς πολλά, αυτός δε ουδέν απεκρίνατο. ο δε πιλάτος πάλιν επηρώτησεν αυτόν λέγων. ουκ αποκρίνη ουδέν. ίδε πόσα σου καταμαρτυρούσιν. ο δε ιησούς ουκ έτι ουδέν απεκρίθη, ώστε θαυμάζειν τον πιλάτον. κατά δε εορτήν απέλυεν αυτοίς ένα δέσμιον όνπερ ητούντο. ην δε ο λεγόμενος βαραββάς, μετά των συστασιαστών δεδεμένος, οίτινες εν τη στάσει φόνον πεποιήκεισαν. και αναβοήσας ο όχλος, ήρξατο αιτείσθαι καθώς αεί εποίει αυτοίς. ο δε πιλάτος απεκρίθη αυτοίς λέγων. θέλετε απολύσω υμίν τον βασιλέα των ιουδαίων. εγίνωσκε γαρ ότι δια φθόνον παραδεδώκεισαν αυτόν οι αρχιερείς. οι δε αρχιερείς ανέσεισαν τον όχλον ίνα μάλλον τον βαραββάν απολύση αυτοίς ο δε πιλάτος αποκριθείς πάλιν είπεν αυτοίς. τι ουν θέλετε ποιήσω ον λέγετε βασιλέα των ιουδαίων. οι δε πάλιν έκραξαν σταύρωσον αυτόν. ο δε πιλάτος έλεγεν αυτοίς. τι γαρ κακόν εποίησεν. οι δε περισσοτέρως έκραξαν, σταύρωσον αυτόν. ο δε πιλάτος βουλόμενος τω όχλω το ικανόν ποιήσαι, απέλυσεν αυτοίς τον βαραββάν, και παρέδωκε τον ιησούν φραγελλώσας, ίνα σταυρωθή. οι δε στρατιωται απήγαγον αυτόν έσω της αυλής, ο εστί πραιτώριον. και συγκαλούσιν όλην την σπείραν, και ενδύουσιν αυτόν πορφύραν, και περιτιθέασιν αυτώ πλέξαντες ακάνθινον στέφανον, και ήρξαντο ασπάζεσθαι αυτόν και λέγειν. χαίρε ο βασιλεύς των ιουδαίων. και έτυπτον αυτού την κεφαλήν καλάμω, και ενέπτυον αυτώ, και τιθέντες τα γόνατα προσεκύνουν αυτώ. και ότε ενέπαιξαν αυτώ, εξέδυσαν αυτόν την πορφύραν, και ενέδυσαν αυτόν τα ιμάτια τα ίδια, και εξάγουσιν αυτόν ίνα σταυρώσωσιν αυτόν. και αγγαρεύοουσι παράγοντα τινά σίμωνα κυρηναίον ερχόμενον απ αγρού τον πατέρα αλεξάνδρου και ρούφου ίνα άρη τον σταυρόν αυτού. και φέρουσιν αυτόν επί γολγοθάν τόπον ο εστί μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος. και εδίδουν αυτώ πιείν εσμυρνισμένον οίνον, ο δε ουκ έλαβε. και σταυρώσαντες αυτόν διαμερίζονται τα ιμάτια αυτού βάλλοοντες κλήρον επ αυτά, τις τι άρη. ην δε ώρα τρίτη, και εσταύρωσαν αυτόν. και ην η επιγραφή της αιτίας αυτού επιγεγραμμένη ο βασιλεύς των ιουδαίων. και συν αυτώ σταυρούσι δύο ληστάς, ενα εκ δεξιών, και ένα εξ ευωνύμων αυτού. και επληρώθη η γραφή η λέγουσα. και μετά ανόμων ελογίσθη. και οι παραπορευόμενοι εβλασφήμουν αυτόν, κινούντες τας κεφαλάς αυτών, και λέγοντες. ουά, ο καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών, σώσον σεαυτόν, και κατάβα από του σταυρού. ομοίως και οι αρχιερείς εμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έλεγον. άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι. ο χριστός ο βασιλεύς του ισραήλ, καταβάτω νυν από του σταυρού, ίνα ίδωμεν και πιστεύσωμεν. και οι συνεσταυρωμένοι αυτώ ωνείδιζον αυτόν. γενομένης δε ώρας έκτης, σκότος εγένετο εφ όλην την γην έως ώρας ενάτης. και τη ώρα τη ενάτη εβόησεν ο ιησούς φωνή μεγάλη λέγων. ελωΐ, ελωΐ λιμά σαβαχθανί. ο εστί μεθερμηνευόμενον. ο θεός μου ο θεός μου εις τι με εγκατέλιπες. και τινές των παρεστηκότων ακούσαντες, έλεγον. ιδού ηλίαν φωνεί. δραμών δε εις και γεμίσας σπόγγον όξους, περιθείς τε καλάμω, επότιζεν αυτόν λέγων. άφετε ίδωμεν ει έρχεται ηλίας καθελείν αυτόν ο δε ιησούς αφείς φωνήν μεγάλην, εξέπνευσε. και το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο, από άνωθεν έως κάτω. ιδών δε ο κεντυρίων ο παρεστηκώς εξ εναντίας αυτού ότι ούτως κράξας εξέπνευσεν, είπεν. αληθώς ο άνθρωπος ούτος υιός ην θεού. ήσαν δε και γυναίκες από μακρόθεν θεωρούσαι, εν αις ην μαρία η μαγδαληνή, και μαρία η τού ιακώβου του μικρού και ιωσή μήτηρ, και σαλώμη, αι και ότε ην εν τη γαλιλαία ηκολούθουν αυτώ, και διηκόνουν αυτώ, και άλλαι πολλαί αι συναναβάσαι αυτώ εις ιεροσόλυμα. και ήδη οψίας γενομένης, επεί ην παρασκευή ο εστί προσάββατον, ήλθεν ιωσήφ ο από αριμαθαίας ευσχήμων βουλευτής. ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του θεού. και τολμήσας εισήλθε προς πιλάτον, και ητήσατο το σώμα του ιησού. ο δε πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκεν. και προσκαλεσάμενος τον κεντυρίωνα, επηρώτησεν αυτόν ει πάλαι απέθανε. και γνούς από του κεντυρίωνος, εδωρήσατο το σώμα τώ ιωσήφ. και αγωράσας σινδόνα και καθελών αυτόν, ενείλισε τη σινδόνι, και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου. η δε μαρία η μαγδαληνή και μαρία ιωσή εθεώρουν που τίθεται.

Chapter 16

Και διαγενομένου του σαββάτου, μαρία η μαγδαληνή και μαρία ιακώβου και σαλώμη ηγώρασαν αρώματα, ίνα ελθούσαι αλείψωσι τον ιησούν. και λίαν πρωΐ της μιάς σαββάτων, έρχονται επί το μνημείον ανατείλαντος του ηλίου, και έλεγον προς εαυτάς. τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου. και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος, ην γαρ μέγας σφόδρα. και εισελθούσαι εις το μνημείον, είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν. ο δε λέγει αυταίς. μη εκθαμβείσθε. ιησούν ζητείτε τον ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον, ηγέρθη ουκ εστίν ώδε, ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν. αλλ υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω πέτρω ότι προάγει υμάς εις την γαλιλαίαν, εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν. και εξελθούσαι, έφυγον από του μνημείου. είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον, εφοβούντο γαρ. αναστάς δε ο ιησούς πρωΐ πρώτη σαββάτου, εφάνη πρώτον μαρία τη μαγδαληνή, αφ ης και εκβεβλήκει επτά δαιμόνια. εκείνη πορευθείσα, απήγγειλε τοις μετ αυτού γενομένοις πενθούσι και κλαίουσι. κακείνοι ακούσαντες ότι ζη και εθεάθη υπ αυτής, ηπίστησαν. μετά δε ταύτα, δυσίν εξ αυτών περιπατούσιν εφανερώθη εν ετέρα μορφή πορευομένοις εις αγρόν. κακείνοι απελθόντες απήγγειλαν τοις λοιποίς, ουδέ εκείνοις επίστευσαν. ύστερον ανακειμένοις αυτοίς τοις ένδεκα, εφανερώθη και ωνείδισε την απιστίαν αυτών και σκληροκαρδίαν, ότι τοις θεασαμένοις αυτόν εγηγερμένον, ουκ επίστευσαν. και είπεν αυτοίς. πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα, κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει. ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται. σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει. εν τω ονόματι μου δαιμόνια εκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς, όφεις αρούσι, καν θανάσιμον τι πίωσιν, ουμή αυτούς βλάψη. επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι και καλώς έξουσιν. ο μεν ουν κύριος μετά το λαλήσαι αυτοίς, ανελήφθη εις τον ουρανόν, και εκάθισεν εκ δεξιών του θεού. εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού του κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος, διά των επακολουθούντων σημείων. αμήν.

Τέλος του κατά μάρκον αγίου ευαγγελίου.